Τον Μάρτιο του 2018 μια μικρή ομάδα αμερικανών διπλωματών συνομιλούσε με έλληνες δημοσιογράφους στην Αθήνα. Αιφνιδίως, τα κινητά τους τηλέφωνα χτύπησαν όλα μαζί και το πρόσωπό τους πάγωσε. Το μήνυμα ήταν το ίδιο για όλους. Είχαν μόλις ενημερωθεί ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είχε απολύσει τον πρώτο υπουργό Εξωτερικών της τετραετούς ταραχώδους θητείας του, τον Ρεξ Τίλερσον. Και φυσικά δεν επρόκειτο για επίσημη ανακοίνωση.
Ο Τραμπ είχε ακολουθήσει την αγαπημένη του τακτική: ένα tweet, από αυτά τα προσβλητικά και επιθετικά «τιτιβίσματα» με τα οποία επέλεξε να ασκήσει πολιτική.
Η ομιλία Τραμπ πριν από την εισβολή
Την περασμένη Τετάρτη ο Ντόναλντ Τραμπ έκρινε ότι δεν αρκούσε ένα «τιτίβισμα» για να δώσει το έναυσμα στους οπαδούς του να κατευθυνθούν προς τον Λόφο του Καπιτωλίου με σκοπό να εμποδίσουν και να εκτροχιάσουν τη διαδικασία επικύρωσης της εκλογής του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Μίλησε απευθείας στον όχλο που είχε συγκεντρωθεί στο Ellipse, ένα πάρκο που βρίσκεται στη νότια πλευρά του Λευκού Οίκου. «Δεν θα εγκαταλείψουμε ποτέ. Δεν θα παραδεχθούμε ποτέ την ήττα. Δεν γίνεται αυτό. Δεν παραδέχεσαι την ήττα όταν έχει γίνει κλοπή. Η χώρα μας πέρασε αρκετά. Δεν θα το ανεχθούμε άλλο» ήταν τα λόγια του.
Η έκπτωση της δημοκρατίας
Τα γεγονότα του Καπιτωλίου ξεγύμνωσαν αυτό για το οποίο προειδοποιούσαν πολλοί την τελευταία τετραετία: την έκπτωση της αμερικανικής δημοκρατίας στα μάτια όλου του κόσμου. Και ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αναλάβει αυτή την τετραετία τον ρόλο «του αρχιεμπρηστή, ανάβοντας τη λαϊκιστική φωτιά της οργής» όπως έγραψε στο «Foreign Affairs» o Λάρι Ντάιαμοντ του Πανεπιστημίου Στάνφορντ και ένας εκ των κορυφαίων ειδικών σε θέματα δημοκρατίας στον κόσμο. Οπως μάλιστα ο ίδιος προσθέτει, «μια έρευνα που πραγματοποίησε τον Δεκέμβριο του 2019 το Voter Study Group εντόπισε ότι ένας στους πέντε Αμερικανούς που αυτοχαρακτηριζόταν είτε Δημοκρατικός είτε Ρεπουμπλικανός αισθανόταν ότι η βία θα ήταν τουλάχιστον «λίγο» δικαιολογημένη, αν ένας υποψήφιος του αντίπαλου κόμματος κέρδιζε τις προεδρικές εκλογές του 2020». Ισως όλο αυτό να προέκυψε από μια «μακρά διαδικασία δειλίας, αποτυχιών και κοντόφθαλμου καιροσκοπισμού της συστημικής Δεξιάς», όπως περιγράφει ο γνωστός αναλυτής του λαϊκισμού Κας Μούντε, σε πρόσφατο άρθρο του στον «Guardian», τη στάση που τήρησαν οι Ρεπουμπλικανοί έναντι του Τραμπ αλλά και πολλά κεντροδεξιά κόμματα έναντι της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Ο διχασμός θα μείνει…
«Ο διχασμός στην Αμερική προϋπήρχε του Τραμπ και θα διατηρηθεί ακόμα και μετά την αποχώρησή του» δηλώνει μιλώντας στο «Βήμα» από το γραφείο του στην Ουάσιγκτον ο Πίτερ Μπέικερ, κορυφαίος αμερικανός δημοσιογράφος που εδώ και χρόνια καλύπτει τον Λευκό Οίκο για τους «New York Times». Η ανησυχία του είναι έκδηλη. «Δυστυχώς όμως, ο Τραμπ τροφοδότησε αυτές τις διαιρέσεις περισσότερο από οποιονδήποτε αμερικανό πρόεδρο εδώ και δεκαετίες και οι συνέπειες αυτής της στάσης θα έχουν μεγάλη διάρκεια στον χρόνο. Οι εικόνες της βίας στο Καπιτώλιο ίσως να είναι ένα σοκ για το σύστημα και να οδηγήσουν τους ανθρώπους να σκεφθούν πόσο έχουμε ξεπεράσει τα εσκαμμένα, αλλά αυτό δεν μου φαίνεται πολύ πιθανό. Η αντιμετώπιση του διχασμού» καταλήγει ο κ. Μπέικερ «θα αποτελέσει από εδώ και στο εξής την καθοριστική πρόκληση για τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τους επικεφαλής των κομμάτων».
«Πληγή στον αμερικανικό εξαιρετισμό»
Αναμφίβολα όμως και πέραν των επιπτώσεων στην εσωτερική πολιτική, οι εικόνες βίας και αίσχους από το Καπιτώλιο θα πλήξουν ευθέως στην καρδιά του τον «αμερικανικό εξαιρετισμό» (American exceptionalism), αυτή την αίσθηση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια χώρα διαφορετική από τις άλλες, εμφορούμενη από ένα «ηθικό πεπρωμένο» που ουδεμία άλλη χώρα δεν διαθέτει. «Θα είναι πολύ δύσκολο από εδώ και πέρα για τις Ηνωμένες Πολιτείες να είναι ο πρωτοπόρος του φιλελεύθερου κόσμου» λέει στο «Βήμα» ο Τίμοθι Γκάρτον Ας. Στο τρέχον τεύχος του περιοδικού «Prospect», ο κορυφαίος βρετανός ιστορικός των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Στάνφορντ έχει συγγράψει εκτενές δοκίμιο με τίτλο «Το μέλλον του φιλελευθερισμού» (The future of liberalism) και οι αναφορές του στον ρόλο των ΗΠΑ είναι εκτενείς. «Αυτός ο «μυστικισμός» περί της ήπιας ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών έχει πια χαθεί και δεν θα είναι εύκολο να ξανακερδηθεί. Φυσικά», προσθέτει, «η εικόνα της Αμερικής επανέκαμψε μετά από τον πόλεμο του Βιετνάμ και από το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ, αλλά τότε είχε απέναντί της μια Σοβιετική Ενωση σε παρακμή. Σήμερα έχει απέναντί της αναδυόμενα αυταρχικά καθεστώτα όπως η Κίνα ή και η Ρωσία. Αυτά δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα για να εκμεταλλευθούν προς όφελός τους τα γεγονότα».
Η δημοκρατία και οι εχθροί των ΗΠΑ
Την ίδια άποψη εκφράζει με άρθρο της στο περιοδικό «The Atlantic», η Αν Εϊπλμπάουμ, διάσημη συγγραφέας και δημοσιογράφος. «Τα γεγονότα στο Καπιτώλιο δεν αντιπροσωπεύουν μια πολιτική διαφορά. Αποτελούν μέρος ενός επιχειρήματος για την αξία της ίδιας της δημοκρατίας» σημειώνει. Και προσθέτει: «Οι εχθροί της Αμερικής είπαν λίγα, αλλά σίγουρα ενθουσιάστηκαν περισσότερο με αυτές τις εικόνες. Ολοι τους θα νιώσουν πιο σίγουροι, πιο ασφαλείς στις θέσεις τους. Οι αμερικανικές εκκλήσεις για δημοκρατία θα αποκρούονται πλέον περιφρονητικά. «Δεν πιστεύετε εσείς οι ίδιοι στη δημοκρατία, γιατί θα έπρεπε να το κάνουμε εμείς;» θα διερωτώνται».