Την αποτυχία της κυβέρνησης αφενός να διαχειριστεί το δεύτερο κύμα της πανδημίας και αφετέρου να λάβει μέτρα που θα επέτρεπαν την ουσιαστική προστασία εκπαιδευτικών και μαθητών αναφέρει σε δήλωσή του ως βασικούς λόγους που δεν επιτρέπουν να είναι ημέρα χαράς η σημερινή ημέρα ο τομεάρχης Παιδείας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτικής Συμμαχίας, Νίκος Φίλης.
Οι κυβερνητικές ευθύνες στο ζήτημα του ανοίγματος των σχολείων είναι τεράστιες, επισημαίνει στη δήλωσή του ο Νίκος Φίλης, ο οποίος προσθέτει ότι δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα για το πόσο θα λειτουργήσουν τα σχολεία και ποιες επιπτώσεις θα έχει η λειτουργία τους.
Πιο αναλυτικά, στη δήλωση του τομεάρχη Παιδείας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτικής Συμμαχίας για το άνοιγμα των σχολείων αναφέρονται τα εξής:
«Γιατί σήμερα δεν είναι μέρα χαράς….
Σήμερα επιστρέφουν στο σχολείο οι μαθητές του νηπιαγωγείου και του δημοτικού. Υπό κανονικές συνθήκες, θα ήταν μέρα χαράς και ανακούφισης. Αν δεν είναι, οφείλεται στο ότι η κυβέρνηση έχει αποτύχει στη διαχείριση του δεύτερου κύματος και το αρμόδιο υπουργείο δεν έχει πάρει ακόμα μέτρα για την ουσιαστική προστασία εκπαιδευτικών και μαθητών. Να πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
· Τα παιδιά έχουν παραμείνει μακριά από τις τάξεις τους δυο μακρές περιόδους. Το δεύτερο κλείσιμο ήταν πιο επώδυνο και πολύ φοβάμαι (ισχύει απολύτως το «μακάρι να διαψευσθώ», γονιός κι εγώ) ότι μακροπρόθεσμα μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ανάπτυξη των παιδιών. Ένα τρίτο κλείσιμο πάντως, θα είναι εξαιρετικά επιβαρυντικό.
· Μπορούσε να έχει αποφευχθεί το δεύτερο κλείσιμο; Για να μη μιλάμε με εύκολες υποθέσεις, το πραγματικό ερώτημα είναι άλλο: έγινε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό ώστε τα σχολεία να παραμείνουν ανοιχτά ή αν εντέλει κλείσουν, να περιοριστεί δραστικά το χρονικό διάστημα; Η απάντηση είναι ένα βροντερό όχι, σε δύο επίπεδα.
Πρώτον, η διαχείριση της πανδημίας πανελλαδικά. Ας δούμε τα στοιχεία: Αν είχε δίκιο η κυβέρνηση και το πλήθος των φιλικών της ΜΜΕ ότι το πρώτο κύμα αντιμετωπίστηκε επιτυχώς, κρίνοντας από το μικρό αριθμό κρουσμάτων και θυμάτων, τότε πώς πρέπει να χαρακτηρίσουμε το δεύτερο κύμα με βάση το ίδιο ακριβώς κριτήριο;
· Χωρίς μαζικά τεστ (ο ημερήσιος αριθμός τους στην πραγματικότητα έχει μειωθεί δραστικά), χωρίς έλεγχο στους τουρίστες που αφίχθησαν (180 μοίρες στροφή μέσα σε δυο μέρες…), με φιέστες στη Σαντορίνη, με διακοπή των ημερήσιων ενημερώσεων και γλώσσα που καθησύχαζε, με… «σεβασμό στους ιεράρχες», με ελλείψεις στο εξαντλημένο νοσηλευτικό προσωπικό, η Ελλάδα γνώρισε ένα από τα πιο βίαια «δεύτερα κύματα» στην Ευρώπη, που εκτόξευσαν τον αριθμό των θυμάτων Covid-19 σε περισσότερα από 506 ανά 1 εκ. κατοίκους (ήταν μόλις 38/εκ. κατοίκους την 1η Οκτωβρίου 2020). Αν μάλιστα εξετάσει κανείς μόνο το δεύτερο κύμα, η «επίδοση» της χώρας μας συγκαταλέγεται στις χειρότερες στην Ευρώπη.
Με τέτοια δριμύτητα του 2ου κύματος σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε προετοιμασίας στα σχολεία, το δεύτερο κλείσιμο ήρθε πολύ νωρίς. Σε οποιοδήποτε μέτρο πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ ή πολλοί ειδικοί επιστήμονες, η κυβέρνηση απαντούσε «δεν χρειάζεται». Έτσι, ενώ το ένα πρωί τα σχολεία άνοιγαν με υπερφίαλες κορώνες για «απόλυτη ασφάλεια», επειδή υπήρχαν… απολυμαντικά, παγουρίνα και οι μαθητές αποτελούσαν φουσκάλες, το επόμενο απόγευμα έκλειναν «προληπτικά» αλλά… σε βάθος διμήνου. Αραίωση στις τάξεις, τακτικά τεστ στους εκπαιδευτικούς και στους ευπαθείς μαθητές, εναλλαγές και μείωση ωραρίου, τίποτα απολύτως δεν έπραξε το υπουργείο, καταφεύγοντας σε οριζόντια μέτρα που έπλητταν ακόμα και τους μαθητές περιοχών χωρίς κρούσματα.
· Δοκιμάστηκε εξάλλου η υπευθυνότητα της κυβέρνησης στα Ειδικά Σχολεία, που όπως γνωρίζουν γονείς και εκπαιδευτικοί εξακολούθησαν να λειτουργούν χωρίς κανένα απολύτως επιπλέον μέτρο προστασίας.
Σήμερα λοιπόν τα σχολεία ανοίγουν, αλλά ανοίγουν χωρίς καμία βεβαιότητα για το πόσο θα λειτουργήσουν και ποιες επιπτώσεις θα έχει η λειτουργία τους. Οι κυβερνητικές ευθύνες είναι τεράστιες. Ας μείνουμε αισιόδοξοι και ας ευχηθούμε σε όλους καλή νέα χρονιά».