Σε πολλές πρωτεύουσες στην περιοχή της Μέσης Ανατολής η νίκη του Τζο Μπάιντεν γέννησε προσδοκίες και σε άλλες προκάλεσε έντονες επιφυλάξεις. Αναλυτές από την πλευρά τους υπογραμμίζουν ότι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου θα φέρει και πάλι έναν βαθμό σταθερότητας στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, που τόσο πολύ έλειψε κατά την προηγούμενη τετραετία, και άρα μια προβλέψιμη προσέγγιση σε ό,τι αφορά αυτή την ταραγμένη γωνιά του πλανήτη.
Η κυβέρνησή του θα αντιμετωπίσει μια εντελώς διαφορετική Μέση Ανατολή από αυτή που άφησε ως αντιπρόεδρος το 2017. Μια περιοχή με έντονη πλέον τη στρατιωτική ανάπτυξη της Ρωσίας και την οικονομική διείσδυση της Κίνας. Πρωτίστως μια περιοχή επιρρεπή σε νέες κρίσεις, οι οποίες επιτάσσουν εν πολλοίς την εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών, μολονότι η διάθεση για μειωμένη προβολή ισχύος, αλλά και για περιορισμό του αμερικανικού στρατιωτικού αποτυπώματος εκεί, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, καθώς πλέον το ενδιαφέρον της υπερδύναμης έχει μετατοπιστεί προς την Ασία και την αναχαίτιση της αναδυόμενης Κίνας.
Σε κάθε περίπτωση, η άφιξη του Μπάιντεν στο Οβάλ Γραφείο σηματοδοτεί τον επανακαθορισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περιοχή, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη αποτυχία των διεθνών σχέσεων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως ένα θέατρο διαρκών συγκρούσεων χωρίς οι εξωτερικές παρεμβάσεις να μπορούν να τις τερματίσουν, όταν αυτές δεν χειροτερεύουν.
Ιράν, το μεγάλο αγκάθι
Οι ιστορικές «Συμφωνίες του Αβραάμ» μεταξύ Ισραήλ, Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και Μπαχρέιν για το παλαιστινιακό ζήτημα άλλαξαν άρδην τις δυναμικές και τις ισορροπίες στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Μια αδιανόητη μέχρι πρότινος εξέλιξη έφερε πιο κοντά αραβικές χώρες με το Ισραήλ, ανακατεύοντας την τράπουλα και μετατοπίζοντας πλέον ξεκάθαρα την «αιώνια έχθρα» στην Τεχεράνη.
Ο Μπάιντεν γνωρίζει καλά ότι αυτή η συμφωνία όχι μόνο έρχεται σε αντίθεση με όσα πρεσβεύει η Ισλαμική Δημοκρατία, αλλά έχει ανοίξει τον δρόμο για συμμαχίες εναντίον του Ιράν. Αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους γρίφους πώς θα προσεγγίσει ξανά το θεοκρατικό καθεστώς προκειμένου να εγκαινιάσει έναν δεύτερο γύρο διαλόγου για το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας, αφότου οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν από τη διεθνή συμφωνία για τα πυρηνικά που είχε υπογράψει το 2015 ο Μπαράκ Ομπάμα. Θα αγνοήσει τις εκκλήσεις για να συνεχιστεί η πολιτική μέγιστης πίεσης στο Ιράν που ακολουθεί ο απερχόμενος πρόεδρος; Πολύ δε περισσότερο μετά την εγκατάλειψη από πλευράς της όλων των δεσμεύσεων για τον περιορισμό του εμπλουτισμού ουρανίου;
Είναι βέβαιο ότι θα κληθεί να αντιμετωπίσει το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και το Μπαχρέιν, που πλέον λειτουργούν ως μια άτυπη αντι-ιρανική συμμαχία και δεν επιθυμούν επ’ ουδενί η Ισλαμική Δημοκρατία να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, ή ακόμη να «αξιοποιήσει τις νέες επίφοβες πυραυλικές της ικανότητες και να τις προσφέρει στους συμμάχους της σε Λίβανο, Υεμένη, Συρία και Ιράκ», όπως παρατηρεί ο Τόμας Φρίντμαν στους «New York Times».
Ισραήλ και Παλαιστίνη
Ο νέος αμερικανός πρόεδρος δεν έχει σε καμία περίπτωση τη «χημεία» του Ντόναλντ Τραμπ με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος έγραψε σε tweet, αναφερόμενος στην ήττα Τραμπ, πως «έχασε έναν στενό φίλο». Θεωρείται ωστόσο ένθερμος υποστηρικτής των σχέσεων Ισραήλ – ΗΠΑ, όπως άλλωστε και η αντιπρόεδρός του Κάμαλα Χάρις.
Στο παλαιστινιακό ζήτημα η προσέγγισή του είναι περισσότερο ισορροπημένη από αυτή του προκατόχου του. Αυτό που ανησυχεί το Τελ Αβίβ δεν είναι το ενδεχόμενο να ανακαλέσει την απόφαση του Τραμπ για μεταφορά της πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ – η οποία σήμανε αναμφίβολα την αναγνώριση της ισραηλινής κυριότητας στην ιστορική πόλη -, αλλά η αποκατάσταση των σχέσεων με τους Παλαιστινίους.
Εχει ο ίδιος πει ότι θα αμφισβητήσει τα σχέδια Νετανιάχου περί της επέκτασης της κυριαρχίας του Ισραήλ σε εβραϊκούς οικισμούς στη Δυτική Οχθη. Ταυτόχρονα έχει δηλώσει την πρόθεσή του για την επιστροφή των ΗΠΑ στη λύση των δύο κρατών, σύμφωνα άλλωστε με την παραδοσιακή θέση του Δημοκρατικού Κόμματος.
Θα μπορούσε να στείλει άμεσα οικονομική και ανθρωπιστική βοήθεια προς την Παλαιστίνη; Θα επιδιώξει την επίλυση της ανθρωπιστικής κρίσης στην περίκλειστη Γάζα; Θα επαναλειτουργήσει το αμερικανικό προξενείο στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, που θεωρείται από τη διεθνή κοινότητα ως κατεχόμενο τμήμα της Παλαιστίνης; Θα ανοίξει εκ νέου τα γραφεία της παλαιστινιακής διπλωματικής αποστολής στην Ουάσιγκτον; Αν και η επιστροφή σε μια ισορροπημένη προσέγγιση στο Ισραήλ δεν φαίνεται να είναι στις πρώτες του προτεραιότητες, τα παραπάνω ερωτήματα έχουν ήδη διατυπωθεί από αμερικανούς αναλυτές και εύλογα εγείρουν ανησυχίες στο Τελ Αβίβ.
Συρία, η μεγάλη άγνωστη παράμετρος
Η προσέγγιση των ΗΠΑ στο συριακό ζήτημα παραμένει η μεγάλη άγνωστη παράμετρος, ζήτημα στο οποίο, εξαιτίας της αποτυχίας του Ομπάμα με την πολιτική απεμπλοκής, αλλά και της αλλοπρόσαλλης στάσης του Τραμπ, ο σύρος πρόεδρος Μπασάρ αλ Ασαντ (φωτογραφία), ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν αλλά και οι ισλαμιστές βγήκαν κερδισμένοι από τη σύγχυση που προκλήθηκε. Την ίδια ώρα η Τουρκία βρήκε παράθυρο ευκαιρίας επί συριακού εδάφους εξασφαλίζοντας μια «ζώνη ασφαλείας» και την υποχώρηση των κουρδικών δυνάμεων μακριά από τα νοτιο-ανατολικά της σύνορα. Τα περιθώρια άσκησης πολιτικής δεν είναι πολλά στο πεδίο και η διευθέτηση του Συριακού είναι a priori δύσκολη, αν όχι ακατόρθωτη, υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, ο λεγόμενος «νόμος του Καίσαρα», που προβλέπει το πάγωμα βοήθειας για την ανοικοδόμηση και τις κυρώσεις κατά του καθεστώτος της Δαμασκού και όλων των προσώπων που συνεργάζονται με αυτό, θα παραμείνει για τις ΗΠΑ ένα βασικό εργαλείο για τη διατήρηση πίεσης στο καθεστώς Ασαντ, ενώ τα αμερικανικά στρατεύματα θα παραμείνουν στο πεδίο.