Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Προκόπης Παυλόπουλος, μιλώντας για τα 200 χρόνια από την Εθνεγερσία του 1821, τόνισε ότι πρέπει να προσθέσουμε την δική μας σελίδα στην ιστορία του Έθνους μας, υπερασπίζοντας την Πατρίδα και τον Ελληνισμό υπό όρους αρραγούς ενότητας.
«Πρέπει να γυρίσουμε πίσω, για να νοιώσουμε βαθιά μέσα μας «από πού ερχόμαστε. Πρέπει να μείνουμε και στο παρόν, για να γνωρίζουμε πού βρισκόμαστε και τι έχουμε επιτύχει, ιδίως όμως πόσες μεγάλες ευκαιρίες αφήσαμε να πάνε χαμένες και γιατί». σημείωσε.
Μιλώντας στην εκπομπή του δημοσιογράφου κ. Γιώργου Σαχίνη «Αντιθέσεις» (ΚΡΗΤΗ TV), στις 8/1/2021, με θέμα «Όψεις της πορείας του Ελληνικού Έθνους: Ρίζες και προοπτικές», ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
Ένας πρόσφορος και, ταυτοχρόνως, ουσιαστικός τρόπος, προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε ως Έλληνες την σημασία του εορτασμού των 200 χρόνων από την Εθνεγερσία του 1821, έγκειται και στο ν’ αναχθούμε στον μυθικό θεό των Ρωμαίων, τον Ιανό. Κάπως έτσι, πρέπει να γυρίσουμε πίσω, για να νοιώσουμε βαθιά μέσα μας «από πού ερχόμαστε». Πρέπει να μείνουμε και στο παρόν, για να γνωρίζουμε πού βρισκόμαστε και τι έχουμε επιτύχει, ιδίως όμως πόσες μεγάλες «ευκαιρίες» αφήσαμε να πάνε χαμένες και γιατί. Πρωτίστως, όμως, οφείλουμε να κοιτάξουμε μπροστά, με προοπτική απώτερου μέλλοντος, για ν’ αποφασίσουμε πού πρέπει να πάμε
Α. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και σε αυτή την κορυφαία συγκυρία αναδύεται, ως αυτονόητη θεμελιώδης προτεραιότητα, η ανάγκη διευκρίνισης των προϋποθέσεων γέννησης και της μετέπειτα πορείας του Ελληνικού Έθνους. Διότι έχουν διατυπωθεί και κάποιες εντελώς πρόχειρες θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η γέννηση του Ελληνικού Έθνους δήθεν «συμπίπτει», αδιακρίτως, με την Εθνεγερσία του 1821 και την μετέπειτα ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους.
1. Κατ’ ιστορική και θεσμικοπολιτική λοιπόν ακρίβεια, η Εθνεγερσία του 1821 υπήρξε η αφετηρία της μετέπειτα δημιουργίας -οριστικώς με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830- του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, υπό την μορφή Έθνους-Κράτους που οργανώθηκε με βάση τους θεσμούς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
2. Αντιστοίχως, κατ’ ιστορική και κοινωνιολογική -επομένως κατ’ εθνολογική- ακρίβεια, είναι εντελώς διαφορετική η κατεύθυνση, η οποία πρέπει να υιοθετηθεί για την αποκάλυψη των καταβολών και των ριζών του Ελληνικού Έθνους. Και κατά την επικρατέστερη -αλλά και εθνολογικώς επαρκώς τεκμηριωμένη- άποψη, η γλώσσα είναι εκείνη, η οποία αποτελεί, τουλάχιστον κατά κανόνα, το «όχημα» εξελικτικής δημιουργίας ενός Έθνους. Επομένως, η Ελληνική Γλώσσα -η οποία γράφεται και ομιλείται ουσιαστικώς αδιαλείπτως πάνω από τρεις χιλιετίες, «προνόμιο» που ουδεμία άλλη γλώσσα στην ιστορία της Ανθρωπότητας μπορεί να διεκδικήσει- είναι εκείνη, η οποία υπήρξε το «όχημα» της εξελικτικής δημιουργίας του Ελληνικού Έθνους.
Β. Μέσ’ απ’ αυτήν την μακραίωνη εξέλιξή της η Ελληνική Γλώσσα, εκτός από «όχημα» σταδιακής δημιουργίας του Ελληνικού Έθνους, υπήρξε και δημιουργός της Ελληνικής Παιδείας, ήτοι του συνόλου των έργων του Πνεύματος και της Τέχνης, που συνιστά πάντα την βάση του Ελληνικού Πολιτισμού.
1. Η μακραίωνη πορεία του Ελληνικού Έθνους πάνω στο «όχημα» της Ελληνικής Γλώσσας η οποία, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν γέννησε, ιδίως κατά την Κλασική Ελληνική Αρχαιότητα, τον Ελληνικό Πολιτισμό, γνωρίζει και σήμερα την καταξίωσή της μέσ’ από την αδιαμφισβήτητη ιστορική αλήθεια ότι ο Πολιτισμός αυτός ήταν, είναι και θα παραμείνει και η βάση του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει -ακόμη και μέσ’ από τα θεσμικά δεδομένα της Έννομης Τάξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης- ότι το «αέτωμα» του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού φέρει την «σφραγίδα» του τριπτύχου του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, των θεσμών και της έννομης τάξης της Αρχαίας Ρώμης και της Χριστιανικής Διδασκαλίας.
2. Με τον τρόπο αυτό γίνεται φανερό, ότι οι ρίζες του Ευρωπαϊκού και του εν γένει Δυτικού Πολιτισμού φυτρώνουν πάντα στο απαράμιλλο, από πλευράς έμπνευσης και δημιουργίας, έδαφος του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για την σφραγίδα που εναπέθεσε το Βυζάντιο και ο δικός του Πολιτισμός, «προικισμένος» ιδανικά με την κληρονομιά της Γλώσσας και του Πολιτισμού του Ελληνικού Έθνους.
Γ. Κατ’ αυτή την ιστορική, κυριολεκτικώς, περίοδο του εορτασμού των 200 χρόνων από την Εθνεγερσία του 1821 είναι καιρός ν’ αποδείξουμε ότι δεν θα πρόκειται για απλή Επέτειο. Η περίοδος αυτή πρέπει ν’ αξιοποιηθεί ως χρονικό διάστημα βαθιάς περίσκεψης και συνειδητοποίησης του δικού μας χρέους. Άρα, πριν από κάθε άλλη διεργασία προγραμματισμού του μέλλοντός μας, πρέπει να συναγάγουμε τα καίρια συμπεράσματα, ιδίως δε τα πιο επώδυνα, από την όλη πορεία των 200 χρόνων λειτουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους.
1. Είναι αλήθεια ότι σε αυτά τα 200 χρόνια λειτουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους τα επιτεύγματα υπήρξαν πολλά και σημαντικά. Έγιναν όμως και λάθη. Στα λάθη μας, κατά την διάρκεια αυτών των 200 χρόνων λειτουργίας του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, πρέπει να σταθούμε όχι ως απλοί «παρατηρητές», αλλά ως συνειδητοποιημένοι πολίτες που τα ανιχνεύουν και τ’ αναλύουν με ακρίβεια και ειλικρίνεια, για να μην τα επαναλάβουμε.
2. Το μείζον λάθος υπήρξαν οι διχόνοιες και οι διχασμοί, εν πολλοίς απόρροια του φθόνου, ο οποίος τείνει να καταστεί οιονεί «εθνικό» μας χαρακτηριστικό. Δίχως αυτούς -ή δίχως την «εκκωφαντική» έντασή τους- σίγουρα η Ελλάδα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Άλλο μεγάλο λάθος υπήρξε η επικράτηση του λαϊκισμού, ως «γνώμονα» λήψης σημαντικών αποφάσεων.
Δ. Η εμπειρία του παρελθόντος, υφ’ όλες της τις εκφάνσεις, προσδιορίζει, σε μεγάλο βαθμό, και το μέγεθος των ευθυνών μας μπροστά στο δύσκολο μέλλον που ανοίγεται μπροστά μας, καθώς και τους γενικούς άξονες των προτεραιοτήτων, τις οποίες οφείλουμε να υιοθετήσουμε, υπό όρους σύμπνοιας, ενότητας και συνέχειας. Και για τη Χώρα μας, τούτο επιβάλλει, μεταξύ άλλων και πρωτίστως:
1. Την άνευ υπαναχωρήσεων και υποχωρήσεων και υπό όρους αρραγούς ενότητας υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων και των Εθνικών μας Δικαίων, πάνω στην στέρεη βάση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου και των αντίστοιχων αποφάσεων των αρμόδιων οργάνων των Διεθνών Οργανισμών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Την διαδραμάτιση πρωταγωνιστικού ρόλου στο, παγκόσμιας εμβέλειας, εγχείρημα της ολοκλήρωσης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος μέσω της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Εγχείρημα το οποίο είναι απαραίτητο προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαδραματίσει, από την πλευρά της, τον πλανητικό ρόλο που της αναλογεί για την εμπέδωση της Ειρήνης, του Ανθρωπισμού, της Δημοκρατίας και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
3. Την αξιοποίηση, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, του συνόλου του ανθρώπινου δυναμικού της Χώρας, και ιδίως των νέων, για να δείξει η Χώρα μας, urbi et orbi, τις τεράστιες δυνατότητές της σε όλο το φάσμα της επιστημονικής αλλά και της επαγγελματικής δημιουργίας, αναβαθμίζοντας έτσι δυναμικώς το επίπεδο του Λαού μας αλλά και την πέραν των συνόρων μας «ακτινοβολία» της Ελλάδας. Το ως άνω, καίριας προτεραιότητας και σημασίας, εγχείρημα μπορεί να ευοδωθεί μόνον όταν ενστερνισθούμε και κάνουμε πράξη την Αριστεία, ως μέθοδο και διαδικασία απόδοσης σε καθέναν αυτού που πραγματικά του ανήκει, κατά την αξία του και την προσωπικότητά του. Όταν, δηλαδή, αφήσουμε κατά μέρος τον φθόνο, που κατά την ιδιοσυστασία του περιθωριοποιεί ή και ισοπεδώνει την υπεράσπιση της αξίας του Ανθρώπου και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του. Καθώς και όταν κατανοήσουμε πλήρως ότι η Αριστεία δεν συμβιβάζεται, ούτε κατ’ ελάχιστο, με τον συμπλεγματικό λαϊκισμό, ο οποίος «βαπτίζει» αρίστους εκείνους, οι οποίοι συνιστούν «κλασικά» παραδείγματα μετριότητας και αντίστοιχης, «περίτεχνα» συγκεκαλυμμένης πολλές φορές, ανικανότητας.
Εν είδει επιλόγου, και με βάση τα δεδομένα της κατά τ’ ανωτέρω σύνδεσης μεταξύ του Έθνους μας, της Γλώσσας μας και του Πολιτισμού μας, είναι ανάγκη ν’ αναδειχθεί εκείνη η προτεραιότητά μας για το μέλλον, η οποία αφορά την ενεργό συμμετοχή, και μάλιστα σε πρωταγωνιστικό ρόλο, της Χώρας μας στον Διάλογο των Πολιτισμών. Μια τέτοια θεώρηση της Γλώσσας και του Πολιτισμού, με αφετηρία την Ελληνική Γλώσσα και τον Ελληνικό Πολιτισμό, αποδεικνύει ότι είναι ακριβώς αυτός το Διάλογος των Πολιτισμών που δίνει ηχηρή απάντηση στους ανιστόρητους εκείνους, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι υπάρχει σήμερα δήθεν «σύγκρουση» μεταξύ Πολιτισμών. Ισχυρισμός, που οδήγησε ως και σε καταστροφικές επιλογές εξωτερικής πολιτικής από πλευράς πολιτικών ηγετών των ΗΠΑ και της Ευρώπης.