Μπορεί για λίγες ώρες το Καπιτώλιο να πέρασε στα χέρια των μανιασμένων οπαδών του Ντόναλντ Τραμπ, η επόμενη ημέρα βρίσκει όμως το Κογκρέσο να βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο των Δημοκρατικών. Έτσι, ο Τζο Μπάιντεν θα έχει – τουλάχιστον σε επίπεδο νομοθετικής εξουσίας – ελεύθερα τα χέρια του για να εφαρμόσει την πολιτική του, χωρίς να κινδυνεύει από τα βέτο των Ρεπουμπλικάνων.
Το ερωτηματικό που υπήρχε για το «χρώμα» που θα έχει η Γερουσία τα επόμενα δύο χρόνια, μέχρι δηλαδή τις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, έσβησε μετά την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων στην Τζόρτζια. Την πολιτεία η οποία «πλήγωσε» δύο φορές τον Τραμπ μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων – τη μία με την πρωτιά που χάρισε στον αντίπαλό του στις προεδρικές της 3ης Νοεμβρίου και, την άλλη, με την επικράτηση των δύο Δημοκρατικών γερουσιαστών στις επαναληπτικές εκλογές της Τρίτης.
Πράγματι, με σχεδόν το σύνολο των σχεδόν 4,5 εκατομμυρίων ψήφων καταμετρημένο, τόσο ο Τζον Όσοφ όσο και ο Ραφαέλ Γουόρνοκ (ο πρώτος μαύρος γερουσιαστής που εκλέγει η πολιτεία) επικράτησαν των Ρεπουμπλικάνων αντιπάλων τους, Ντέιβιντ Περντιού και Κέλι Λέφλερ, που κατείχαν μέχρι σήμερα τις δύο θέσεις. Παρά δε το γεγονός ότι η διαφορά είναι οριακή ή πολύ μικρή από άποψη ποσοστών – η διαφορά ήταν 0,8% στη μία αναμέτρηση και 1,6% στην άλλη, αποτυπώνοντας για μια ακόμη φορά την πόλωση και τον διχασμό που κυριαρχούν στις ΗΠΑ – η ουσία είναι ότι το αποτέλεσμα δεν μπορεί να αλλάξει.
Η κρίσιμη ψήφος της Καμάλα Χάρις
Πλέον, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί (οι οποίοι ελέγχουν ήδη τη Βουλή των Αντιπροσώπων) διαθέτουν από 50 ψήφους στη Γερουσία, κάτι που σημαίνει ότι σε περίπτωση «ισοπαλίας», το αποτέλεσμα θα κρίνεται από την ψήφο της αντιπροέδρου, Καμάλα Χάρις. Κατά συνέπεια, εάν ο Μπάιντεν καταφέρει να μην υπάρχουν διαρροές, θα έχει ένα πονοκέφαλο λιγότερο κατά την άσκηση της εξουσίας.
Αυτό, βεβαίως, δεν κάνει τα πράγματα πολύ πιο απλά, ειδικά μετά τα όσα δραματικά συνέβησαν χθες στην Ουάσιγκτον και, δευτερευόντως, σε άλλες πολιτείες. Άλλωστε, η στάση και οι δηλώσεις του Τραμπ – «δεν θα συνθηκολογήσουμε και δεν θα δεχτούμε ποτέ το αποτέλεσμα» – αλλά και η συμπεριφορά των οπαδών του δείχνουν πως τίποτα δεν τελείωσε με την «ανακατάληψη» του Καπιτωλίου.
Για την ακρίβεια, η μεγάλη δοκιμασία για τον Μπάιντεν θα αρχίσει μετά την ορκωμοσία του (στις 20 Ιανουαρίου, πλην μεγάλου απροόπτου), καθώς θα βρει απέναντί του μια Αμερική διχασμένη και επικίνδυνα πολωμένη. Ο ίδιος, βεβαίως, έχει δεσμευτεί ότι πρώτιστο μέλημά του θα είναι να συμφιλιώσει και να ενώσει ξανά τους συμπολίτες του – όμως, τα γεγονότα της Τετάρτης, καθώς και όλα όσα έχουν συμβεί μέσα στο 2020, προδιαγράφουν μια εξαιρετικά δύσκολη αποστολή.