Στις 18 Μαρτίου 2015 ο Μπιλ Γκέιτς έγραφε στο blog του ένα σημείωμα με τίτλο: «Δεν είμαστε έτοιμοι για την επόμενη επιδημία». Ο χαρισματικός ιδρυτής της Microsoft είχε στο μυαλό του τον Εμπολα, ο οποίος «θέριζε» στη Δυτική Αφρική. Δεν ήταν ο μόνος που είχε δει αυτό που ερχόταν. Αρκετά χρόνια νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 2007, είχε δημοσιευτεί μια μελέτη στο αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό «Clinical Microbiology Reviews».
Σε αυτή αναφερόταν ότι υπήρχαν πολλές πιθανότητες επανεμφάνισης ενός ιού του τύπου SARS-CoV-2 και ότι η επιμονή στην κατανάλωση εξωτικών θηλαστικών στην Κίνα αποτελούσε μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Από την άποψη αυτή, το γεγονός ότι η πανδημία της COVID-19 προκάλεσε τέτοιο σοκ συνιστά ξεκάθαρη απόδειξη ότι ουδείς έλαβε υπ’ όψιν του τα σημάδια που είχαν αρχίσει ήδη να διαφαίνονται στον ορίζοντα. Ισως τούτο να μην αποτελεί βέβαια έκπληξη για έναν πλανήτη βυθισμένο στις ανισότητες και στη σύγκρουση, που πέρασε μάλιστα τουλάχιστον μία δεκαετία μέχρι να επανασταθεροποιηθεί – προσωρινώς, όπως όλοι έχουν αντιληφθεί – από τη χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2008-2009.
Ατομικοποίηση της διεθνούς κοινωνίας
Τι είναι όμως τελικά η πανδημία που εξακολουθεί να σαρώνει την υφήλιο, σπέρνοντας δεκάδες εκατομμύρια κρούσματα, ενώ οι νεκροί πλησιάζουν το φράγμα των δύο εκατομμυρίων; Είναι ένας παράγοντας που μεταβάλλει (game changer) το γεωπολιτικό παιχνίδι, ένα γεγονός με τέτοια πλανητική διάσταση που μπορεί να δημιουργήσει μια «νέα κανονικότητα»; Ή μήπως είναι απλώς ένας επιταχυντής (accelerator) προϋπαρχουσών τάσεων που πλέον καθίστανται χωρίς επιστροφή;
Καθώς ο κόσμος και η καθημερινότητά μας δεν χαρακτηρίζονται από επιλογές «άσπρου – μαύρου», αλλά από «αποχρώσεις του γκρι», η πραγματικότητα θα περιλαμβάνει στοιχεία και από τις δύο περιγραφές. Αλλωστε, η πανδημία ενέσκηψε μέσα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης πλανητικής αβεβαιότητας, εντός της οποίας ήδη ορισμένες τάσεις, όπως η διεύρυνση της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης Ηνωμένων Πολιτειών – Κίνας, η αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης και η παρακμή των δημοκρατικών θεσμών, ήταν εμφανείς.
Αυτό όμως που πρέπει να καταστεί σαφές είναι ότι η πανδημία επιτάχυνε αυτό που οι αναλυτές του έγκριτου Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (International Institute of Strategic Studies – IISS) του Λονδίνου ονομάζουν «ατομικοποίηση της διεθνούς κοινωνίας». Το φαινόμενο αυτό είχε ήδη καταγραφεί τα τελευταία χρόνια με την αποδυνάμωση των διεθνών θεσμών πολυμερούς συνεργασίας, την υποχώρηση της ισχύος των κανόνων διεθνούς διακυβέρνησης και την ανάδυση ανταγωνιστικών μονομερών πολιτικών, όπως αυτή που ακολούθησαν επί μία τετραετία οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο απερχόμενος αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ οικοδόμησε μια πολιτική βασισμένη στο ψέμα, στον ναρκισσισμό, στην απέχθεια για εταίρους και συμμάχους αλλά και για τη διεθνή συνεργασία. Οπως δε έγραψε πρόσφατα ο Τσαρλς Γκραντ από το Κέντρο Ευρωπαϊκής Μεταρρύθμισης (Centre for European Reform – CER), «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν πλέον να ισχυρίζονται ότι είναι ο λαμπερός φάρος της δημοκρατίας».
Ο «κινεζικός δράκος» βρυχάται
Η COVID-19 θα έχει προφανείς και διαρκείς επιπτώσεις στη διεθνή γεωπολιτική σκηνή. Οι ισχυροί διεθνείς δρώντες βλέπουν με μεγάλη καχυποψία ο ένας τον άλλον και η εμπιστοσύνη είναι ένα «νόμισμα εν ανεπαρκεία». Αυτό θα τροφοδοτήσει έναν στρατηγικό καιροσκοπισμό και ευρύτερη στρατηγική αστάθεια. Σύμφωνα με το IISS, «ο μεγάλος μεταμοντέρνος ανταγωνισμός θα ξεδιπλωθεί στο τεχνολογικό πεδίο».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε αυτόν τον τομέα η κάποτε αδιαμφισβήτητη υπεροχή των Αμερικανών έχει μειωθεί και η Κίνα έχει καταφέρει, μέσω της καινοτομίας και της ικανότητας διείσδυσης σε άλλες αγορές, να κλείσει την ψαλίδα. Ο «Ψηφιακός Δρόμος του Μεταξιού» αποτελεί το βασικότερο και κρισιμότερο στοιχείο του σχεδίου «Belt and Road Initiative» (BRI), καθώς η Κίνα επιδιώκει να αποκτήσει status υπερδύναμης στον τομέα των δεδομένων.
Το Πεκίνο είναι δε διατεθειμένο να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να επιτύχει τους στόχους του, όπως προκύπτει από το πρόσφατο αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του αμερικανικού περιοδικού «Foreign Policy» με τίτλο «China used stolen data to expose CIA operatives in Africa and Europe». Το «Ψηφιακό Μεγάλο Παιχνίδι» είναι ήδη εδώ.
Η παντοκρατορία και το σχέδιο «Οραμα 2050»
Η άνοδος της Κίνας, η οποία σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Κέντρου Οικονομικής και Επιχειρηματικής Ερευνας (Centre for Economic and Business Research – CEBR) θα γίνει η ισχυρότερη οικονομική δύναμη του κόσμου το 2028, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν είναι φυσικά κάτι καινούργιο. Ηδη από την ανάληψη της ηγεσίας της χώρας από τον Σι Τζινπίνγκ το 2013 η στοχοθέτηση είναι σαφής και καθοδηγείται από το σχέδιο «Οραμα 2050». Το 2017, μάλιστα, η Κίνα χαρακτηρίστηκε ως «αναθεωρητική δύναμη» που θέλει να αλλάξει το διεθνές σύστημα στη Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ωστόσο – και σε σχέση με τον κορωνοϊό – η στάση της Κίνας στα αρχικά στάδια της πανδημίας, η οποία ξεκίνησε από το έδαφός της, προκάλεσε έντονη ενόχληση σε πολλές πλευρές. Η δυνατότητα ενός τόσο συγκεντρωτικού καθεστώτος να επιβάλει σκληρό lockdown επί δεκάδων εκατομμυρίων πολιτών οδήγησε στο να ελεγχθεί η εξάπλωση της πανδημίας, αν και η αρχική κωλυσιεργία αποδείχθηκε μοιραία – σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στη συνέχεια, όμως, η Κίνα ξέφυγε από το γνωστό ελεγχόμενο επικοινωνιακό της ύφος και πέρασε στην αντεπίθεση, τόσο μέσω της «διπλωματίας της μάσκας», όσο και επιδιώκοντας να αναδείξει τα πλεονεκτήματα του δικού της μοντέλου πολιτικής διακυβέρνησης μέσα από την επιτυχή καταπολέμηση της πανδημίας.
Επιθετική τακτική και αντισυσπειρώσεις
Η «επιθετική τακτική» της Κίνας σε μια σειρά μετώπων, τόσο στο εγγύς εξωτερικό της (Ταϊβάν, Χονγκ Κονγκ) όσο και πέραν αυτού, θα προκαλέσει αντισυσπειρώσεις. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι Ρεπουμπλικανοί και οι Δημοκρατικοί διαφωνούν σε πολλά πράγματα, όχι όμως στην αντίληψη περί του κινδύνου που συνιστά το Πεκίνο.
Στην Ευρώπη η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη, καθώς η συνεργασία με την Κίνα κρίνεται ως απαραίτητη σε πολυμερή fora επί θεμάτων όπως η κλιματική αλλαγή και το εμπόριο, αλλά πλέον διευρύνεται η αντίληψη ότι η μεγάλη ασιατική χώρα συνιστά συστημικό ανταγωνιστή. Οι αντισυσπειρώσεις θα είναι εμφανέστερες στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού, με τρεις χώρες να διαδραματίζουν κομβικό ρόλο. Πρόκειται για την Ινδία, την Αυστραλία και την ολοένα και πιο δυναμική σε στρατηγικά ζητήματα Ιαπωνία.
Το στοίχημα της Ευρώπης και το μέλλον των διατλαντικών σχέσεων
Το πρώτο κύμα της πανδημίας έπληξε ασύμμετρα την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), προκαλώντας περισσότερα θύματα, μακρύτερα σε διάρκεια lockdown και ευρύτερη οικονομική ύφεση στον ευρωπαϊκό Νότο σε σχέση με τον Βορρά. Αυτή η ασυμμετρία επανατροφοδότησε τις εντάσεις που ποτέ δεν εξαφανίστηκαν μετά την κρίση της ευρωζώνης το 2010.
Οι συζητήσεις, τόσο στο αρχικό στάδιο για την παροχή δανείων μέσα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), όσο και αργότερα για τη μορφή του νέου επταετούς κοινοτικού προϋπολογισμού (2021-2027) αλλά και για το Ταμείο Ανάκαμψης, υπήρξαν επίπονες λόγω αυτής της διαφοράς αντιλήψεων.
Ωστόσο, η απόφαση της Συνόδου Κορυφής του περασμένου Ιουλίου για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) ίσως να αποδειχθεί κομβική για το μέλλον της ΕΕ.
Η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης φέρει το DNA του Εμανουέλ Μακρόν. Ο πρόεδρος της Γαλλίας θεωρείται από πολλούς υπερεκτιμημένος, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι ο μόνος πολιτικός ηγέτης αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη που παράγει ιδέες. Από την πρώτη στιγμή που εισήλθε στο Μέγαρο των Ηλυσίων, το 2017, επεδίωξε να πείσει τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ για κάποιας μορφής κοινή δημοσιονομική πολιτική της ευρωζώνης.
Η Μέρκελ, στη δύση της πολιτικής της καριέρας και εκ φύσεως αναβλητική, δεν υπήρξε ζεστή, αλλά ο κορωνοϊός άλλαξε τις προτεραιότητές της. Ετσι προέκυψαν το Ταμείο Ανάκαμψης και ο κοινός δανεισμός με εγγυήσεις των κρατών-μελών, που θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκδώσει ομόλογα για να χρηματοδοτήσει ακόμη και επιχορηγήσεις (ιδιαίτερα προς τα λιγότερο πλούσια κράτη της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης), κίνηση ανήκουστη πριν από λίγα χρόνια.
Παράθυρο ευκαιρίας
Η πανδημική κρίση ανοίγει, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, ένα παράθυρο ευκαιρίας για την ΕΕ. Αν και οι διαιρέσεις στο εσωτερικό της είναι αρκετές και βαθιές – ιδιαίτερα στο Μεταναστευτικό, αλλά και σε ζητήματα κράτους δικαίου λόγω της στάσης χωρών όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία –, υπάρχουν τομείς όπως η κλιματική αλλαγή (όπου η ΕΕ μπορεί να αναδειχθεί σε «πράσινη υπερδύναμη»), η ψηφιοποίηση, η υγεία αλλά και η ασφάλεια που προσφέρουν πεδίο εμβάθυνσης της συνεργασίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έπειτα από την ολοκλήρωση του Brexit η θέση του γαλλογερμανικού άξονα θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο στο εσωτερικό της ΕΕ, καθώς μάλιστα άλλες μεγάλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Πολωνία, δεν διαθέτουν το απαραίτητο ειδικό βάρος. Και σε αυτό το σημείο όμως θα υπάρχουν διαφοροποιήσεις.
Η προβλεπόμενη αποχώρηση της Ανγκελα Μέρκελ από το τιμόνι της Γερμανίας θα οδηγήσει το Βερολίνο σε μια εσωστρέφεια μέχρι η νέα γερμανική ηγεσία που θα προκύψει από τις γενικές εκλογές του 2021 «να πατήσει γερά στα πόδια της». Επιπλέον η Μέρκελ, παρά τα σοβαρά της λάθη, υπήρξε ανεπανάληπτη στη διαμόρφωση συσχετισμών – έστω ατελών – χάρη στη μακρά εμπειρία της και την υπομονή της. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του Παρισιού ίσως ενισχυθεί.
Ωστόσο, ο πρόεδρος Μακρόν θα χρειαστεί να αντιληφθεί ότι η διαμόρφωση συμβιβασμών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Καθώς όμως η Γαλλία θα ασκήσει το πρώτο εξάμηνο του 2022 την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ και παράλληλα τον Μάιο του 2022 θα διεξαχθούν προεδρικές εκλογές, η κινητικότητα του Μακρόν θα κορυφωθεί.
Ο ρόλος-κλειδί
Το σημείο-κλειδί για το μέλλον της ΕΕ είναι να εντοπίσει ποιον ρόλο επιθυμεί να διαδραματίσει σε έναν αιώνα σινο-αμερικανικής στρατηγικής αντιπαράθεσης. Θα είναι ένας νέος ρόλος, μια εσωστρεφής κατεύθυνση ή μια αναζωογόνηση των διατλαντικών σχέσεων, όπως διερωτώνται οι Φλόρενς Γκάουμπ και Λότιε Μπόσβινκελ στην εκτενή ανάλυσή τους με τίτλο «How COVID-19 changed Europe: Geopolitical implications for Europe» του Ινστιτούτου Μελετών Ασφαλείας (Institute for Security Studies – ISS);
Οπως επισημαίνουν, «αν και η επιλογή θα εξαρτηθεί εν μέρει από τις εξελίξεις και τη ρητορική της Ουάσιγκτον και του Πεκίνου, θα εναπόκειται στην Ευρώπη να την κάνει και θα έπρεπε να βασίζεται σε μια συζήτηση για τον ρόλο, το κόστος και τα διαθέσιμα μέσα».
Η μεταρρύθμιση της διακυβέρνησης της ευρωζώνης μοιάζει σήμερα ευκολότερη σε σχέση με την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης σε τομείς όπως η μετανάστευση και το άσυλο (που θα μπορούσε να δοκιμάσει τις αντοχές της Ζώνης Σένγκεν) ή η εξωτερική πολιτική. Ερωτήματα όπως η διαχείριση κρίσεων στο άμεσο περιβάλλον της ΕΕ (Βαλκάνια, Μεσόγειος) ή η αναγκαιότητα αλλαγής του τρόπου λήψης αποφάσεων με τη σταδιακή εισαγωγή της πλειοψηφίας αντί της ομοφωνίας προβάλλουν επιτακτικά. Οι πολιτισμικές διαιρέσεις στον άξονα Δυτικής – Ανατολικής Ευρώπης λειτουργούν όμως ανασχετικά.
To χάσμα Βορρά – Νότου και το παράθυρο ευκαιρίας
Ο γρίφος της στρατηγικής αυτονομίας
Η ενωμένη Ευρώπη θα πρέπει επίσης να απαντήσει στο ερώτημα του τι ακριβώς σημαίνει «στρατηγική αυτονομία», ιδιαίτερα στην άμυνα και στην ασφάλεια. Σε έναν κόσμο όπου οι συγκρούσεις είναι άμορφες (ο όρος της εποχής είναι «shapelessness of conflict»), η αυτονομία χρειάζεται, αλλά με την αποχώρηση του Τραμπ, ο οποίος προσέφερε το καλύτερο κίνητρο, ίσως ορισμένοι στην Ευρώπη εφησυχάσουν.
Θα ήταν λάθος, για δύο λόγους: Πρώτον, ο Τραμπ φεύγει, ο τραμπισμός ήρθε για να μείνει. Ο Τζο Μπάιντεν θα στηρίξει το ΝΑΤΟ, αλλά θα εξακολουθεί να ζητεί από τους Ευρωπαίους να αναλάβουν περισσότερα βάρη. Δεύτερον, η ΕΕ θα πρέπει να προετοιμαστεί για μια σκλήρυνση της στάσης του Πεκίνου. Τι θα συμβεί π.χ. αν η Κίνα επιδιώξει να ελέγξει τις διεθνείς οδούς ναυσιπλοΐας και εφοδιασμού;