Με έναν τρόπο ήταν μια προαναγγελθείσα ανακοίνωση. Είτε κανείς πάρει ως αφετηρία τη δολοφονία, κατά πάσα πιθανότητα από ισραηλινούς πράκτορες, του Ιρανού πυρηνικού επιστήμονα Μοχσέν Φαχριζαντέχ, τον περασμένο Νοέμβριο, είτε πάει μερικούς μήνες πιο πίσω, στην αυγή του 2020, στη δολοφονία από τις ΗΠΑ του στρατηγού των Φρουρών της Επανάστασης και αρχιτέκτονα του «άξονα της αντίστασης» Κασέμ Σολεϊμανί, ήταν σαφές ότι το Ιράν θα δοκίμαζε να κλιμακώσει την απάντησή του.
Ας μην ξεχνάμε ότι επίσης πολύ πρόσφατα υπήρξαν πληροφορίες ότι τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ έχουν μετακινήσει υποβρύχια κοντά στο Ιράν, ενώ έχουν γίνει και πτήσεις των στρατηγικών βομβαρδιστικών B-52. Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ο εκτελών χρέη υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, Κρίστοφερ Μίλερ, ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ δεν θα αποσύρουν το αεροπλανοφόρο USS Nimitz και τη ναυτική ομάδα κρούσης που το συνοδεύει από τον Περσικό Κόλπο.
Σε όλα αυτά ας προστεθούν και οι αλλεπάλληλες πληροφορίες τις περασμένες εβδομάδες ότι η κυβέρνηση Τραμπ αναζητούσε πρόσχημα για να προχωρήσει σε επίθεση στο Ιράν, σε μια προσπάθεια να δεσμεύσει την επόμενη αμερικανική κυβέρνηση σε μια επιθετική πολιτική κατά της Τεχεράνης.
Μάλιστα το Σάββατο 2 Ιανουαρίου ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Μοχάμαντ Τζαβάντ Ζαρίφ είχε γράψει στο twitter ότι το Ιράν είχε πληροφορίες ότι «νέες πληροφορίες από το Ιράκ δείχνουν ότι Ισραηλινοί προβοκάτορες σχεδιάζουν επιθέσεις εναντίον αμερικανών – για να δεσμεύσουν την απερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ σε ένα πλαστό casus belli». Μάλιστα συμπλήρωσε ότι «Πρόσεχε την παγίδα @realDonaldTrump [το όνομα του προέδρου Τραμπ στο twitter]».
Η απόφαση του Ιράν
Σε ό,τι αφορά την ίδια τη διαδικασία εμπλουτισμού, το Ιράν ενημέρωσε την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας ότι προχωρά σε εμπλουτισμό του ουρανίου σε ποσοστό 20%, πολύ παραπάνω από το τωρινό επίπεδο εμπλουτισμού του 4,5% και ακόμη πιο πάνω από το όριο του 3,67% που προέβλεπε η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, από την οποία αποχώρησαν μονομερώς οι ΗΠΑ το 2018.
Το ποσοστό 20% παραμένει πολύ χαμηλότερο του επιπέδου που απαιτείται για να παραχθεί ουράνιο ικανό να χρησιμοποιηθεί σε πυρηνικό όπλο (weapon grade). Όμως, η αύξηση του ποσοστού εμπλουτισμού σημαίνει ότι αντίστοιχα μειώνεται ο χρόνος που θα χρειαζόταν το Ιράν εάν αποφάσιζε να προχωρήσει στην παραγωγή πυρηνικών όπλων.
Η ίδια η απόφαση για την αύξηση του ποσοστού εμπλουτισμού ήρθε σε συνέχεια σχετικού νομοσχεδίου που εγκρίθηκε από το Ιρανικό κοινοβούλιο (Ισλαμική Συμβουλευτική Συνέλευση) και το οποίο γενικά έχει πιο «σκληρή» γραμμή από την κυβέρνηση του θεωρούμενου ως μετριοπαθούς προέδρου Χασάν Ρουχανί. Το νομοσχέδιο εγκρίθηκε και από το «Συμβούλιο των Κηδεμόνων» και έτσι τέθηκε σε ισχύ. Εκτός από την αύξηση του ποσοστού εμπλουτισμού στο 20%, το νομοσχέδιο ζητά ακόμη την αποπομπή των ελεγκτών της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας και την αύξηση του αποθέματος ουρανίου. Η κυβέρνηση Ρουχανί δήλωσε ότι δεν συμφωνεί με την αύξηση, αλλά είναι υποχρεωμένη να εφαρμόσει το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε λίγο μετά από τη δολοφονία του Φαχριζαντέχ.
Η κλιμάκωση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού στη Μέση Ανατολή
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν είναι στην πραγματικότητα μία από τις πλευρές ενός ευρύτερου ανταγωνισμού στην περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Το Ιράν έχοντας αποδειχτεί ιδιαίτερα ανθεκτικό σε προσπάθειες «αλλαγής καθεστώτος» και έχοντας επενδύσει συστηματικά στον «άξονα της αντίστασης» διεκδικεί να είναι το σημείο αναφοράς όσων διαφωνούν με την πολιτική των συντηρητικών και αυταρχικών μοναρχιών του Κόλπου και το Ισραήλ.
Αξιοποιώντας ταυτόχρονα τη σιιτική ταυτότητα αλλά και τη λογική της «αντίστασης» έχει καταφέρει να έχει μια ευρύτερη επιρροή. Η βοήθεια για παράδειγμα που δίνει στους αντάρτες Χούτι της Υεμένης έχει αποδειχτεί καθοριστική στο να υπάρχει μια διαρκής ανοιχτή πληγή για τη Σαουδική Αραβία.
Με αυτή την έννοια αποτελεί την κατεξοχήν απειλή τόσο για τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (αντίθετα το Κατάρ έχει καλές σχέσεις με το Ιράν) αλλά και το Ισραήλ. Ειδικά το Ισραήλ, που παραμένει η μόνη πυρηνική δύναμη στην περιοχή, δεν θα ήθελε να δει το Ιράν να αποκτά πυρηνικά όπλα.
Από την άλλη μεριά το ίδιο το Ιράν δεν παραλείπει να υπογραμμίζει ότι έχει μια καθοριστική παρουσία στα στενά του Ορμούζ από όπου περνάει μεγάλο μέρος των παγκόσμιων ροών πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Οι ίδιες ΗΠΑ έχουν παραδοσιακά μια ταλάντευση γύρω από το Ιράν. Από τη μια, στρατηγικά οι ΗΠΑ θα ήθελαν να δουν μια «αλλαγή καθεστώτος» στο Ιράν, που θα ακύρωνε το ρόλο του στην περιοχή. Όμως, την ίδια στιγμή γνωρίζουν ότι είναι αδύνατο να δοκιμάσουν να την επιβάλουν στρατιωτικά, και δεν υπάρχει εσωτερικός συσχετισμός δύναμης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτήν.
Η σύλληψη του κορεατικού τάνκερ
Η προσπάθεια των ΗΠΑ να ασκήσουν μια πολιτική «μέγιστης πίεσης» στο Ιράν μετά την αποχώρησή τους από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα, όπως και οι νέες κυρώσεις που έχουν επιβάλει και οι οποίες δεσμεύουν και άλλες χώρες, διαμορφώνουν με τη σειρά τους νέα πεδία αντιπαράθεσης.
Η σύλληψη στις 4 Ιανουαρίου νοτιοκορεατικού τάνκερ από σκάφη των Φρουρών της Επανάστασης και μάλιστα παραμονές της επίσκεψης του υφυπουργού Εξωτερικών της Νότιας Κορέας στην Τεχεράνη ήρθε να θυμίσει το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί με το γεγονός ότι 7 δισεκατομμύρια δολάρια του Ιράν παραμένουν «παγωμένα» σε Κορεατικές τράπεζες εξαιτίας των αμερικανικών κυρώσεων. Επισήμως πάντως τα ιρανικά μέσα ανέφεραν ότι η σύλληψη του νοτιοκορεατικού πλοίου έγινε επειδή ρύπαινε τη θάλασσα.
Η κίνδυνος κλιμάκωσης και η δύσκολη πολιτική εξίσωση
Είναι προφανές ότι η κατάσταση παραπέμπει σε μια κλιμάκωση της έντασης μεσοπρόθεσμα. Τόσο οι ΗΠΑ όσο – και κυρίως – οι σύμμαχοί των ΗΠΑ στην περιοχή δεν θέλουν να δουν το Ιράν να παγιώνεται ως μια δύναμη που αμφισβητεί έμπρακτα τους σχεδιασμούς τους και διαμορφώνει έναν διαφορετικό συσχετισμό δύναμης. Αυτό διαμορφώνει μια διαρκή δυναμική προς μια σύγκρουση που δεν μπορεί παρά να πάρει και στρατιωτική μορφή και προφανώς θα χρειαζόταν και αμερικανική συμμετοχή.
Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχει και επίγνωση ότι μια τέτοια σύγκρουση θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες και δυνητικά μια ευρύτερη αποσταθεροποίηση της περιοχής. Αυτό έρχεται να συναντηθεί με το γεγονός ότι και η ίδια η νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει δείξει ότι έχει ως πρώτη προτεραιότητα μια ακόμη μεγαλύτερη εμπλοκή στη Μέση Ανατολή. Αντίστοιχα, ούτε η ΕΕ, που δεν έχει αποχωρήσει από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, επιθυμεί κλιμάκωση. Όλα αυτά διαμορφώνουν και μια αντίρροπη δυναμική, ώστε με κάποιο τρόπο να υπάρξει ξανά μια συμφωνία και κάποιου είδους αποκλιμάκωση σε σχέση τουλάχιστον με το πυρηνικό πρόγραμμα, έστω και εάν αυτό θα αφήνει ανοιχτά τα υπόλοιπα σημεία έντασης. Και είναι η επίγνωση αυτής της δυναμικής που μπορεί να εξηγήσει και γιατί το Ιράν ταυτόχρονα αυξάνει το ποσοστό εμπλουτισμό αλλά και να δηλώνει έτοιμο να επιστρέψει στους όρους της συμφωνίας.