Πολλά έχουν ειπωθεί για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. Προτού αναφερθούμε στις προοπτικές του τομέα για το νέο έτος, ας εξετάσουμε τρία μακροχρόνια χαρακτηριστικά που έχουν σημασία για τις ελληνικές τράπεζες από ευρωπαϊκή σκοπιά.
Πρώτον, οι επιχειρηματικές επενδύσεις στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερες ως ποσοστό του ΑΕΠ από ό,τι στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ.
Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας το επενδυτικό κενό της Ελλάδας – δηλαδή η απόκλιση από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ – διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε περίπου 9% του ΑΕΠ ετησίως. Αυτό δεν ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα της ελληνικής κρίσης. Υπήρχε σημαντικό κενό και πριν από το 2010. Αυτό το διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να υποδηλώνει την ύπαρξη κανονιστικών εμποδίων στις επενδύσεις που περιορίζουν τη ζήτηση πιστώσεων, θα μπορούσε όμως να σχετίζεται και με περιορισμούς όσον αφορά τη χρηματοδότηση.
Δεύτερον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας είναι μικρότερο από ό,τι στις περισσότερες άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ και σε αυτό δεσπόζουν κυρίως οι τράπεζες. Αλλα είδη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή οι εταιρείες επενδύσεων, έχουν έναν σχετικά μικρό ρόλο.
Σε σχέση με αυτό, οι χρηματοπιστωτικές αγορές διαδραματίζουν περιορισμένο ρόλο στη διοχέτευση πόρων από τις αποταμιεύσεις προς τις επενδύσεις.
Τρίτον, οι ελληνικές επιχειρήσεις τείνουν να έχουν υψηλό λόγο χρέους προς ίδια κεφάλαια, δηλαδή τείνουν να στηρίζουν την κεφαλαιακή τους διάρθρωση περισσότερο στο χρέος από ό,τι παρατηρείται σε συγκρίσιμες χώρες. Αυτό συνεπάγεται ότι οι επιχειρήσεις εξαρτώνται ως έναν βαθμό από τις τραπεζικές πιστώσεις για τη χρηματοδότησή τους. Καθώς οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν συνήθως περισσότερες επιλογές χρηματοδότησης, η εξάρτηση από τις τραπεζικές πιστώσεις ως πηγή εξωτερικής χρηματοδότησης είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ).
Και αυτές είναι κομβικές για την ελληνική οικονομία καθώς σχεδόν 9 στους 10 εργαζομένους στην Ελλάδα απασχολούνται σε ΜΜΕ, η υψηλότερη αναλογία στη ζώνη του ευρώ.
Μαζί, τα χαρακτηριστικά αυτά υποδηλώνουν δύο τινά:
Πρώτον, ότι ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος είναι κρίσιμος για την ελληνική οικονομία.
Και δεύτερον, ότι υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος τόσο ως προς τον ρόλο του στη χρηματοδότηση της οικονομίας όσο και ως προς το φάσμα των υπηρεσιών που παρέχει.
Οι συζητήσεις για τις δυνατότητες του ελληνικού τραπεζικού συστήματος επισκιάζονταν τα τελευταία χρόνια από την ανάγκη ανάκαμψης από μια σοβαρή κρίση. Η βασική πρόκληση ήταν η αντιμετώπιση του υψηλού επιπέδου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), που εξακολουθούσαν να αντιστοιχούν στο 36% των συνολικών δανείων των τραπεζών το γ΄ τρίμηνο του 2020, σε σύγκριση με επίπεδο κάτω του 3% στη ζώνη του ευρώ κατά μέσο όρο. Κι όμως έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος ως προς τη μείωση των ΜΕΔ.
Μετά το ανώτατο επίπεδο που καταγράφηκε το 2016, το απόθεμα των ΜΕΔ έχει μειωθεί κατά το ήμισυ σε λιγότερα από 50 δισ. ευρώ.
Η περαιτέρω αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού παραμένει η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα. Τα ΜΕΔ επηρεάζουν αρνητικά το ίδιο το τραπεζικό σύστημα, αλλά έχουν και σημαντικές μακροοικονομικές συνέπειες.
Η οριστική διευθέτηση και μείωση αυτών των δανείων είναι ζωτικής σημασίας για μια οικονομία που υποφέρει από επενδυτικό κενό. Η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί με διαρκή τρόπο χωρίς ισχυρές τράπεζες που να παρέχουν επαρκή χρηματοδότηση, επειδή η έλλειψη χρηματοδότησης μπορεί να παρεμποδίσει τις επενδύσεις. Η χρηματοδότηση μέσω του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ που αναμένεται να είναι διαθέσιμη αργότερα εντός του έτους θα βοηθήσει πολύ, δεν μπορεί όμως να υποκαταστήσει τον ρόλο του τραπεζικού συστήματος.
Εξακολουθούν να υπάρχουν ενδείξεις για εμπόδια στην πρόσβαση του ιδιωτικού τομέα, ιδίως των ΜΜΕ, σε πιστώσεις.
Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην πιο πρόσφατη έρευνα σχετικά με την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση, την οποία διενεργούν η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: 4 στις 10 ΜΜΕ αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση, ενώ μόλις το 30% όσων υποβάλλουν αίτηση για δάνειο κατορθώνουν να λάβουν το ποσό που ζήτησαν. Επιπλέον, το 30% των ελληνικών ΜΜΕ που δεν κάνουν χρήση τραπεζικών δανείων το αποδίδουν στα υψηλά επιτόκια έναντι 10% στη ζώνη του ευρώ.
Και πράγματι, τα επιτόκια τραπεζικών χορηγήσεων παραμένουν σχετικά υψηλά στην Ελλάδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ, αντανακλώντας τους υψηλότερους κινδύνους που σχετίζονται με αυτό το είδος χρηματοδότησης στην Ελλάδα. Εν προκειμένω, η θέσπιση κανόνων που να δίνουν στις επιχειρήσεις κίνητρα για εξασφάλιση πρόσθετης χρηματοδότησης μέσω της έκδοσης μετοχών και η απαίτηση για υψηλότερα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας θα μπορούσαν ενδεχομένως να βοηθήσουν.
Παρά τα βάρη που του κληροδότησε η προηγούμενη κρίση, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας είναι, όπως έδειξε η εμπειρία της πανδημίας, ικανός να χορηγεί πιστώσεις. Χάρη στα μέτρα πολιτικής που ελήφθησαν σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων της ΕΚΤ, οι τράπεζες βοήθησαν στην απορρόφηση του σοκ χορηγώντας ρευστότητα στον ιδιωτικό τομέα που επλήγη από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Είναι σημαντικό επίσης ότι οι ελληνικές αρχές εφάρμοσαν διάφορα μέτρα στήριξης, τα οποία βοήθησαν τις τράπεζες να επεκτείνουν σημαντικά τις χορηγήσεις τους προς τον τομέα των επιχειρήσεων.
Αυτές οι δράσεις είναι πολύ χρήσιμες. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα της ΕΚΤ για τις τραπεζικές χορηγήσεις, οι τράπεζες παρατήρησαν ότι αυξήθηκε περαιτέρω η ζήτηση πιστώσεων από τις επιχειρήσεις.
Βασική πρόκληση στο μέλλον είναι να βρεθεί η σωστή ισορροπία προκειμένου να χορηγείται η απαραίτητη ρευστότητα σε βιώσιμες επιχειρήσεις και ταυτόχρονα να αποφεύγεται η συσσώρευση μη βιώσιμου χρέους σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις.
Ενα συναφές ζήτημα που προκύπτει είναι πόσα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα δημιουργήσει η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας εξαιτίας της πανδημίας. Μέχρι σήμερα τα μέτρα που ελήφθησαν λόγω του κορωνοϊού σε επίπεδο ρυθμιστικού πλαισίου και τραπεζών – όπως η αναστολή της αποπληρωμής δανείων – έχουν καθυστερήσει την αύξηση των ΜΕΔ. Είναι πάρα πολύ σημαντικό οι τράπεζες να διαχειριστούν αποτελεσματικά τη σταδιακή μετάβαση των δανείων υπό αναστολή σε εξυπηρετούμενα. Αυτό θα εξαρτηθεί από τη μελλοντική εξέλιξη της πανδημίας και της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και από τα μέτρα πολιτικής και, κυρίως, από τις στρατηγικές των ίδιων των τραπεζών για τη μείωση των ΜΕΔ.
Συνοψίζοντας, παρά τις δύσκολες περιστάσεις, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος ως προς την αντιμετώπιση των βασικών προκλήσεων του τραπεζικού τομέα. Την ίδια ώρα, εξακολουθούν να υφίστανται τα σημαντικά βάρη που έχει κληροδοτήσει η προηγούμενη κρίση, ενώ νέες προκλήσεις έχουν κάνει την εμφάνισή τους. Βραχυπρόθεσμα, θα χρειαστεί να δοθεί μεγάλη προσοχή στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Οι αρχές και οι τράπεζες θα πρέπει να αποφασίσουν πώς θα χορηγήσουν στήριξη σε ρευστότητα και, εν τέλει, πώς θα αντιμετωπίσουν το χρέος που θα δημιουργηθεί. Καθώς η οικονομική δραστηριότητα θα ανακάμπτει, η παροχή πιστώσεων θα πρέπει να αλλάξει μορφή και από στήριξη σε ρευστότητα να μετατραπεί σε χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων. Ως αποτέλεσμα, ο μεσολαβητικός ρόλος του τραπεζικού συστήματος στη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης θα πρέπει να ενισχυθεί. Το τραπεζικό σύστημα έχει ξεκάθαρα τη δυνατότητα να αποτελέσει βασικό κινητήρα της οικονομικής ανάκαμψης. Μαζί με τις έντονες προσπάθειες που καταβάλλονται σε εθνικό επίπεδο, η ευρωπαϊκή στήριξη προσφέρει και αυτή σημαντική χείρα βοηθείας.
Ο κ. Μάρτιν Μπάιστερμπος είναι επικεφαλής της ομάδας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την Ελλάδα.