Στη δίνη του πληθωρισμού, στην οποία βρίσκεται εδώ και καιρό η Τουρκία και στη σοβαρή αποδυνάμωση του τουρκικού νομίσματος αναφέρεται σε σχόλιό της η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt σημειώνοντας: «Πρόκειται για αριθμούς που φαίνονται εν πρώτοις παράλογοι. Η τουρκική Κεντρική Τράπεζα είχε υπερδιπλασιάσει τα βασικά επιτόκια από τον Μάιο σε μια προσπάθεια να θέσει υπό έλεγχο τον πληθωρισμό.
Από τον Μάιο έχουν αυξηθεί από 8% σε 17%. Ωστόσο οι τιμές στην Τουρκία συνεχίζουν να αυξάνονται. Σύμφωνα με την εθνική στατιστική υπηρεσία Tüik, ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 14,6% το 2020, από 11,84% πέρυσι. Κι αυτό παρά το ότι ο Ερντογάν επιχείρησε οικονομική στροφή το φθινόπωρο, με υψηλότερα επιτοκίων και ένα νέο υπ. Οικονομικών. Αυτό δείχνει ότι το πρόβλημα με τη λίρα δεν είναι το βασικό επιτόκιο όσο το γεγονός ότι κανείς δεν εμπιστεύεται πλέον το τουρκικό νόμισμα. Μόνο αν η κυβέρνηση της Άγκυρας πάρει στα σοβαρά αυτό το δίλημμα, θα έχει μια ευκαιρία να σταθεροποιήσει τις τιμές».
Το σχόλιο παρατηρεί σχετικά με το ευμετάβλητο της τουρκικής λίρας και την έλλειψη εμπιστοσύνης: «Ο λόγος δεν είναι μόνο η οικονομική πολιτική της Άγκυρας. Τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας βλάπτουν τη λίρα. Η εριστική και αυταρχική στάση του Ερντογάν και τον υπουργών του δρα αποτρεπτικά για όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για μια σταθερή λίρα: για παράδειγμα τους τουρίστες, τους επιχειρηματίες, τους επενδυτές. Η επιθετική στάση της Άγκυρας φέρνει σίγουρα επιτυχίες, όπως δείχνει ο σύντομος πόλεμος Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν ή η νέα ισορροπία δυνάμεων στην αιώνια εστία κρίσης, τη Λιβύη. Εντούτοις, όπως και η φήμη του προέδρου, έτσι και η εικόνα της λίρας υποφέρουν έντονα. Οι συνέπειες: η λίρα έχασε μέσα σε ένα χρόνο σχεδόν το ένα τέταρτο της αξίας της. Και οι πολίτες έχασαν την εμπιστοσύνη στο δικό τους νόμισμα. Όπως φαίνεται, για να βελτιώσει ο Ερντογάν την κατάσταση δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στα επιτόκια. Πρόκειται εν τέλει για τη συνολική πολιτική του.»
Δήμητρα Κυρανούδη