Μια ιδιότυπη πολιτική κατάσταση διαμορφώνεται βαθμηδόν στη χώρα, εν μέσω τριπλής – υγειονομικής, οικονομικής και ελληνοτουρκικής – κρίσης. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη που, επί σχεδόν ενάμιση χρόνο, απήλαυσε συνθήκες κυριαρχίας και πολιτικής ηγεμονίας, αρχίζει σιγά-σιγά να εμφανίζει διαχειριστικού τύπου «τρύπες» και αδυναμίες.
Κατά κοινή ομολογία, παρότι δημοσκοπικά παραμένει ισχυρή, η περίοδος χάριτος, που συνήθως προσφέρεται έπειτα από μια καθαρή και ευρεία εκλογική νίκη, θα τείνει, εκ της τριβής του χρόνου και μόνο, να βαίνει φθίνουσα.
Το εκλογικό σώμα συσσωρεύει, προϊόντος του χρόνου, διεκδικήσεις, αντιρρήσεις, πικρίες, αμφιβολίες και εν τέλει δυσαρέσκεια.
Αυτή είναι άλλωστε και η λογική σειρά των πραγμάτων για κάθε διακυβέρνηση. Τα δύο πρώτα χρόνια, στις περισσότερες των περιπτώσεων, μοιάζουν ανέφελα και δημιουργικά, αλλά στη συνέχεια απλώνονται σύννεφα και διαμορφώνονται συνθήκες αμφισβήτησης.
Δεν είμαστε ακόμη σε αυτό το σημείο, αλλά σταδιακά ο κύκλος των ένθερμων υποστηρικτών της κυβέρνησης στην κοινωνία θα τείνει να απομειωθεί και εκείνη σχεδόν αναπόφευκτα θα αρχίσει να πιέζεται στη δεύτερη διετία της θητείας της.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση δεν είχε την ευκαιρία να αναδείξει το σχέδιο και το πρόγραμμά της. Εκεί που είχε αρχίσει να το ξετυλίγει, ενέσκηψαν η πανδημία, η εξ αυτής οικονομική βύθιση και η τουρκική επεκτατικότητα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Και παραμένει άγνωστο πώς θα εξέλθει από αυτή την τριπλή και εν πολλοίς απρόσμενη πίεση.
Ωστόσο, εκείνη που στην παρούσα φάση αντιμετωπίζει μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η αντιπολίτευση, ιδιαιτέρως η αξιωματική. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας δεν έχουν ακόμη βρει σαφή δρόμο να βαδίσουν. Καταδιώκονται από τα πεπραγμένα της πρώτης φοράς, τους βαραίνουν οι δικές τους, μικρές ή μεγάλες, αμαρτίες, δεν είναι πια άσπιλοι και αμόλυντοι.
Και γι’ αυτό η στρατηγική τους φαντάζει αδιαμόρφωτη, λειψή, αποσπασματική και ο λόγος τους περιπτωσιολογικός, μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Και οι προτάσεις τους δεν είναι ολοκληρωμένες και πολλές φορές μη ρεαλιστικές. Ενδεικτική είναι η στάση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης απέναντι στην οικονομία, όπου κυριαρχεί το δόγμα «δώστε παντού περισσότερα λεφτά», χωρίς μέτρο και επαρκή αιτιολόγηση. Δεν αντιλαμβάνονται προφανώς ότι τούτη η κρίση είναι διαφορετική, έχει κλαδικά χαρακτηριστικά, οι συνέπειες δεν είναι συμμετρικές σε όλους τους κλάδους και δραστηριότητες της οικονομίας. Επίσης ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εκπέμπει σαφές αναπτυξιακό όραμα, η πρότασή του δεν είναι ολοκληρωμένη, ούτε πειστική. Αντιστοίχως, χωλαίνει στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, για να μην πούμε ότι απουσιάζει. Δεν έχει λόγο, για παράδειγμα, στα μείζονα ζητήματα γεωπολιτικής ανακατανομής που αναδεικνύονται στην περιοχή. Το ίδιο το κόμμα επίσης δείχνει να υπολειτουργεί και όλα μαζί εμποδίζουν την ανάδειξη της εναλλακτικής που το ίδιο ευαγγελίζεται.
Αν συνεχίσει να πολιτεύεται με ελλειμματικό και άγονο τρόπο δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει το σοκ της ήττας του 2019.
Αν μάλιστα η κυβέρνηση αντέξει την πίεση της τρέχουσας κρίσης και έχει την ευκαιρία να διαχειριστεί ακόμη και με σχετική επιτυχία την επόμενη μέρα, τότε θα αποκαλυφθεί το πολιτικό κενό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην περίπτωση αυτή ένα τμήμα της ελλειμματικής αντιπολίτευσης θα καλυφθεί από τη μετατόπιση της κυβέρνησης προς το Κέντρο και το υπόλοιπο θα προσφερθεί στις υπαρκτές, πλην αδιαμόρφωτες ακόμη, υπερσυντηρητικές δυνάμεις, οι οποίες θηρεύουν ψηφοφόρους και οπαδούς στον ευρύ – κακά τα ψέματα – κύκλο των συνωμοσιολόγων, των αρνητών της επιστήμης, των αντιεμβολιαστών και τόσων άλλων. Οπως συνέβη και στην υπόλοιπη Ευρώπη και στον βαθμό που διατηρηθεί το αντιπολιτευτικό πολιτικό κενό, θα φυτρώσουν και εδώ τέτοια υπερσυντηρητικά σχήματα.
Κάτι που, όπως όλοι μπορούν να φανταστούν και ο κ. Τσίπρας πρώτος, δεν θα συνιστούσε υγιή πολιτική κατάσταση για τη χώρα.