Φως σε μια άγνωστη δραματική πτυχή του τέλους του εμφυλίου πολέμου (1946-49) ρίχνει ο ιστορικός Γαβρίλης Λαμπάτος στο βιβλίο του για τους πολιτικούς πρόσφυγες της Τασκένδης, που επανακυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες από τον εκδοτικό οίκο Κουκκίδα ύστερα από δύο δεκαετίες («Ελληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη, 1949-1957»).
Στο επίμετρο του βιβλίου γίνεται μεταξύ άλλων αναφορά στα δραματικά γεγονότα της 7ης Μεραρχίας του ΔΣΕ στην περιοχή της Θράκης μετά την υποχώρηση στον Γράμμο και στο Βίτσι, που σημαδεύτηκαν από ένα ανελέητο «κυνήγι μαγισσών» με ανακρίσεις και βασανιστήρια σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια αναζήτησης – ή κατασκευής – ενόχων. Τα τραγικά αυτά συμβάντα σημάδεψαν επί χρόνια την κοινότητα των πολιτικών προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στη Βουλγαρία, ενώ προκάλεσαν τριβές ανάμεσα στα Κομμουνιστικά Κόμματα της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, όπως προκύπτει από τα βουλγαρικά αρχεία στα οποία είχε πρόσβαση ο συγγραφέας.
Βαρύ κλίμα ανάμεσα στους μαχητές
Μετά την ήττα του ΔΣΕ, τα τμήματα της 6ης Μεραρχίας που δρούσε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα κατέφυγαν στη Βουλγαρία καθ’ υπόδειξιν των βούλγαρων κομμουνιστών σε συνεννόηση με τους Σοβιετικούς. Ενα μεθοριακό επεισόδιο με τον ελληνικό στρατό στις 29 Αυγούστου επίσπευσε τις εξελίξεις. Οποιος αντάρτης του ΔΣΕ περνούσε στο έδαφος της Βουλγαρίας αφοπλιζόταν, ενώ δόθηκε εντολή εγκατάλειψης του Μπέλες. Στις 31 Αυγούστου 1949 οκτακόσιοι αντάρτες είχαν περάσει στο βουλγαρικό έδαφος. Ετσι, στο ελληνικό έδαφος παρέμεναν τα απομεινάρια της 7ης Μεραρχίας που δρούσε κυρίως στην περιοχή του Εβρου. Οπως σημειώνει ο κ. Λαμπάτος χαρακτηριστικά, «το κλίμα μεταξύ των μαχητών και των μαχητριών του ΔΣΕ ήταν ιδιαίτερα βαρύ», ενώ «για να αντιμετωπιστούν οι αμφιβολίες των ανταρτών για τη σκοπιμότητα συνέχισης της στρατιωτικής δράσης, αποκαλύφθηκε δίκτυο πρακτόρων που δρούσε στο εσωτερικό της Μεραρχίας».
Συλλήψεις και βασανιστήρια
Η εσπευσμένη εκτέλεση ενός αντάρτη που συνεργαζόταν ως πληροφοριοδότης με τον Εθνικό Στρατό δημιούργησε υποψίες σε βάρος ηγετικών στελεχών της Μεραρχίας. Αρχισαν συλλήψεις που συνοδεύονταν από ανακρίσεις και άγρια βασανιστήρια. «Για να ξεφύγουν από τη δοκιμασία των βασανιστηρίων, τα θύματα δεν δίσταζαν να αποδεχθούν την ενοχή τους, ενώ παράλληλα στις ομολογίες τους ενέπλεκαν διαρκώς νέα πρόσωπα. Ενα σημαντικό ποσοστό μαχητών και μαχητριών της 7ης Μεραρχίας είχε συλληφθεί και είχε μεταφερθεί στη Βουλγαρία για περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης» αναφέρεται. Επικεφαλής της ανακριτικής ομάδας ήταν ο Δημήτρης Βλαντάς, μέλος του Πολιτικού Γραφείου, εκ των στενότερων συνεργατών του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη και εκ των πρωταγωνιστών στα γεγονότα της Τασκένδης που επακολούθησαν λίγα χρόνια μετά (1955) με την ωμή σύγκρουση μεταξύ «Ζαχαριαδικών» και «αντι-Ζαχαριαδικών» – μοιραίο αποκορύφωμα της εσωκομματικής ρήξης που οδήγησε, με τις ευλογίες κα υποδείξεις της Μόσχας, στην αποκαθήλωση του άλλοτε αδιαφιλονίκητου ηγέτη στην 6η Πλατιά Ολομέλεια του 1956.
Οι Βούλγαροι απαίτησαν τον έλεγχο
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν τα θύματα ανησύχησαν τις βουλγαρικές κρατικές αρχές, που απαίτησαν να έχουν τον πλήρη έλεγχο της υπόθεσης. «Η βουλγαρική πλευρά αντιλαμβανόταν ότι η υπόθεση αυτή δεν είχε βάση και παράλληλα δυσχέραινε τις προσπάθειες να σβήσει και η τελευταία εστία εντάσεων στα βουλγαρικά σύνορα» τονίζεται και διαπιστώνεται: «Βέβαιο είναι ότι η απελευθέρωση της συντριπτικής πλειονότητας των υπόπτων από τους χώρους κράτησης και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έγινε με απαίτηση των βουλγαρικών αρχών». Είναι χαρακτηριστική η αναφορά που υπάρχει σε σχετική επιστολή της ηγεσίας του ΚΚΕ προς το ΒΚΚ:
«Ο σ. Ντοκούζωφ ανακοίνωσε επίσης στον σ. Βασβανά (σ.σ. στέλεχος του κόμματος που το 1952 καθαιρέθηκε από την Κεντρική Επιτροπή) ότι δεν μπορεί να εξακολουθήσει η κράτηση των 9 αξιωματικών και μαχητών του ΔΣΕ που κατηγορούνται σαν πράχτορες του εχθρού και ούτε μπορούν να παραμείνουν ελεύθεροι στο βουλγαρικό έδαφος, γιατί υπάρχει κίνδυνος να δραπετεύσουν προς Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία ή Τουρκία. Γι’ αυτό πρέπει να μεταφερθούν σε άλλη λαϊκή δημοκρατία. Το ίδιο και για μια σειρά άλλους πρώην αιχμαλώτους του ΔΣΕ και άλλα εχθρικά και αντικομματικά στοιχεία που φθάνουν περίπου τους 80. Σχετικά με τους 9 κρατούμενους σαν πράχτορες του εχθρού είμαστε σύμφωνοι να τους μεταφέρουμε σε άλλη λαϊκή δημοκρατία. Κι αυτό θα φροντίσουμε να γίνει σύντομα. Για τους άλλους νομίζουμε θα πρέπει να σταλούν όλοι μαζί σε δουλειές μέσα στη Βουλγαρία, μακριά από τους άλλους πρόσφυγες, για να μπορεί να είναι ευκολότερη η παρακολούθησή τους και η απομόνωσή τους. Η παραμονή ανάμεσα σε Ελληνες πρόσφυγες μόνον κακό μπορεί να προξενήσει…».
Ο Ζαχαριάδης καταδικάζει τα τεκταινόμενα
Οπως υπογραμμίζει ο κ. Λαμπάτος, «η έμπρακτη αποδοκιμασία των βουλγαρικών αρχών οδήγησε τον Ν. Ζαχαριάδη, από το βήμα της 3ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (Οκτώβριος 1950), να καταδικάσει τα τεκταινόμενα, καταλογίζοντας ευθύνες στον Γ. Γεωργαλή (Δάφνη)» (σ.σ. εκ των πρωταγωνιστών στα γεγονότα της 7ης Μεραρχίας). Μάλιστα, έπειτα από σχετική κομματική εισήγηση, με απόφαση των συμμετεχόντων στη συνδιάσκεψη ο Γεωργαλής καθαιρέθηκε από τη θέση του υπευθύνου των αντάρτικων σωμάτων της Ανατολικής Μακεδονίας. Σύμφωνα με τις πηγές του συγγραφέα, κάποιοι από αυτούς που είχαν συλληφθεί ως ύποπτοι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο εργασίας στο Μπέλενε (στην περιοχή του Δούναβη) που κυρίως φιλοξενούσε εχθρικά στοιχεία στο νεοσύστατο καθεστώς. Τον Φεβρουάριο του 1951 οι έλληνες κρατούμενοι απολύθηκαν από το στρατόπεδο.
Τα τραύματα άφησαν το σημάδι τους
«Στην προσφυγική κοινότητα της Βουλγαρίας το χάσμα ανάμεσα στους θύτες και στα θύματα δεν γεφυρώθηκε ποτέ. Οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης αντιμετώπισαν υπαρξιακά ερωτήματα ανάλογα με αυτά ηρώων της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Το αίσθημα της ενοχής βασάνιζε πολλούς από αυτούς που είχαν πρωταγωνιστήσει στις διώξεις σε βάρος των συντρόφων τους» αναφέρει σχετικά ο κ. Λαμπάτος.
Η περίπτωση του Γεράσιμου Μαλτέζου είναι ενδεικτική (επιτελάρχης του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ και κατόπιν του αρχηγείου των αντάρτικων ομάδων που έδρασαν στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, όπου το ΚΚΕ επιδίωξε να διατηρήσει δυνάμεις μετά την ήττα). Με αφορμή την ένταξή του στο Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα (όλα τα μέλη του ΚΚΕ στη Βουλγαρία εντάχθηκαν στο τοπικό κόμμα) έγραφε στην ηγεσία του κόμματος:
«Αρκετόν καιρό βασάνισα τη σκέψη μου αν στις σημερινές συνθήκες πρέπει να ζω κομματική ζωή και κατέληξα ότι δεν πρέπει όσο δεν ξεκαθαριστεί τελείως η υπόθεση των παθόντων. Σύντροφοι, σας δηλώνω ότι μου είναι τελείως αδύνατο να προχωρήσω μπροστά, να ζω γόνιμα την κομματική ζωή, να βοηθάω όπως πρέπει το Κόμμα και να βοηθιέμαι και ο ίδιος τη στιγμή που νιώθω ότι είμαι ένας άνανδρος βασανιστής μελών του Κόμματος (αυτών από τους παθόντες που αποκαταστάθηκαν ή θα αποκατασταθούν).
Μέσα μου ωριμάζει καθημερινά και πιο πολύ η ιδέα που έριξε ο σ. Βλαντάς στη Β’ ανακαταγραφή μου, ότι έπρεπε να ζητήσω τη διαγραφή μου…». Σύμφωνα με την επιστολή αυτή, ο Μαλτέζος επιθυμούσε την ένταξή του στο Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα χωρίς κομματική ηλικία. «Αυτό συνιστούσε, σύμφωνα με τα ήθη της εποχής, σοβαρή μομφή» εξηγεί ο συγγραφέας.