Ποιος είναι στην πραγματικότητα και τι θέλει από την Ελλάδα ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; Είναι απλά ένας αυταρχικός και λαϊκιστής ηγέτης που εργαλειοποιεί την εξωτερική πολιτική για εσωτερικούς σκοπούς και η χώρα μας αποτελεί, κατ’ αυτόν, εύκολο στόχο; Διακατέχεται από ηγεμονικές και αναθεωρητικές φιλοδοξίες σε ολόκληρη την περιοχή από το Μαρόκο ως τον Ινδικό Ωκεανό και φαντασιώνεται την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Μήπως είναι απλά «ο πιο εθνικιστής ηγέτης της σύγχρονης Τουρκίας» όπως τον περιέγραψε στην πρόσφατη συνέντευξή του στο «Βήμα» ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Γιούτα Χακάν Γιαβούζ, συγγραφέας του εξαιρετικού βιβλίου «Nostalgia for the Empire: The Politics of Neo-Ottomanism?».
Ισλαμισμός και εθνικισμός
Η απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα δεν είναι διόλου εύκολη και συναρτάται από μία σειρά παραγόντων. Υπάρχει όμως μία σαφής διαφορά σε σχέση με την αρχική περίοδο της πολιτικής κυριαρχίας του στην Τουρκία, με την επικράτηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στις βουλευτικές εκλογές του 2002, όταν σάρωσε όλο το παλαιό πολιτικό κατεστημένο εν μέσω μιας εκ των σοβαρότερων οικονομικών κρίσεων που είχε οδηγήσει τη γειτονική χώρα στις «δαγκάνες» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Η εικόνα ή, αν προτιμά κανείς, η ιδέα που είχε αρχικώς διαμορφωθεί για την προσωπικότητα και τις επιδιώξεις του κ. Ερντογάν τόσο σε δυτικούς κύκλους όσο και στην Ελλάδα, αυτή του μετριοπαθούς ισλαμιστή ηγέτη που επιδιώκει τις μεταρρυθμίσεις και τον εκσυγχρονισμό, έχει πλέον διαλυθεί. Ηταν λάθος και αυταπάτη η εντύπωση εκείνη; Ισως να ήταν, ίσως και όχι. Εν τέλει όμως, ίσως και να μην έχει τόση σημασία. Αυτό που μετράει είναι ότι ο τούρκος πρόεδρος συγκυβερνά σήμερα με τους υπερεθνικιστές και με βάση ένα πολιτικό μείγμα ισλαμισμού και εθνικισμού.
Οσα λέει και όσα πράττει ο κ. Ερντογάν συνιστούν για την Ελλάδα μείζονα απειλή αυτή τη στιγμή. Η σημερινή Τουρκία «επιτίθεται» στην Ελλάδα – και παράλληλα στην Κύπρο – σε όλα τα μέτωπα. Οσα συνέβησαν τον περασμένο Μάρτιο στον Εβρο ήταν η χαρακτηριστικότερη απόδειξη του πώς βλέπει «ο άρχων της Αγκυρας» τη σχέση του με την Ελλάδα και την Ευρώπη. Εν μιά νυκτί, χιλιάδες άνθρωποι έλαβαν το μήνυμα να κατευθυνθούν στη χερσαία ελληνοτουρκική μεθόριο του Εβρου και να εκβιάσουν την είσοδό τους. Αν είχε απομείνει έστω μία πιθανότητα εμπιστοσύνης από την ελληνική κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο πρόσωπο του κ. Ερντογάν πρέπει να κατέρρευσε εκείνες τις κρύες ημέρες του Μαρτίου. Και πώς να γίνει διαφορετικά; Μετά την πρώτη τους συνάντηση, τον Σεπτέμβριο του 2019, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, η Τουρκία προχώρησε, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, στη σύναψη του καταφανώς έκνομου Μνημονίου Οριοθέτησης Θαλασσίων Ζωνών με την κυβέρνηση της Τρίπολης στη Λιβύη. Και μετά τη δεύτερη συνάντηση των δύο ανδρών, στο περιθώριο της Συνόδου των Ηγετών του ΝΑΤΟ στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Φεβρουάριο του 2020, ήρθε ο Εβρος. Τίποτα δεν ήταν πια το ίδιο.
Ωστόσο, ο κ. Ερντογάν δεν σταμάτησε. Φρόντισε να φέρει την Ελλάδα και την Τουρκία στα πρόθυρα του «θερμού επεισοδίου», κατ’ άλλους του πολέμου (κρίνοντας και από το πού θα μπορούσε να οδηγήσει η σύγκρουση της φρεγάτας «Λήμνος» με την τουρκική «Kemal Reis»), μέσα στο θέρος. Εύκολα θα μπορούσε κανείς να πει ότι το εφετινό καλοκαίρι, με τον κορωνοϊό σε σχετική ύφεση, ήταν «το καλοκαίρι του «Oruc Reis»». Τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης και οι αρμόδιοι αξιωματούχοι στο Μέγαρο Μαξίμου, στα υπουργεία Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας και βέβαια στα στρατιωτικά πλοία ξυπνούσαν κάθε μέρα παρακολουθώντας τις εκδόσεις NAVTEX και τις κινήσεις του τουρκικού σεισμογραφικού σκάφους που επανειλημμένως, από τον Αύγουστο ως και τα τέλη Νοεμβρίου, προέβη σε συνεχείς μονομερείς παραβιάσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε θαλάσσιες ζώνες στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και ευθείας αμφισβήτησης άσκησης κυριαρχίας σε αυτές, πραγματοποιώντας έρευνες εντός της ζώνης 6-12 ναυτικών μιλίων.
Η ευρωπαϊκή μυωπία
Αυτό που καθιστά τον κ. Ερντογάν ακόμη πιο επικίνδυνο είναι ότι οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας μοιάζουν να μην αντιλαμβάνονται στην πλήρη διάστασή του το πρόβλημα που αυτός συνιστά για μία ΕΕ που βαυκαλίζεται με έννοιες όπως αυτή της στρατηγικής αυτονομίας. Η γερμανική διαμεσολάβηση του περασμένου Ιουλίου και η κατάληξη του περίφημου Πρωτοκόλλου του Βερολίνου που αποκάλυψε «Το Βήμα» τον Οκτώβριο, το οποίο ο ίδιος ο κ. Ερντογάν ευθέως τορπίλισε, κατέδειξαν τα όρια των δυνατοτήτων τόσο της Ανγκελα Μέρκελ όσο και της ΕΕ. Αυτή επιμένει, τουλάχιστον προς το παρόν, σε μία αδιέξοδη τακτική «να κλωτσά το τενεκεδάκι λίγο πιο κάτω» (to kick the can down the road) στις ευρωτουρκικές σχέσεις. Η έκκληση για διάλογο τόσο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας όσο και για την επίλυση του Κυπριακού είναι ορθή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα βασίζεται σε ανεδαφικές ή αφελείς προσδοκίες. Και φυσικά απαιτεί την επίδειξη συγκεκριμένης καλής συμπεριφοράς και αποφυγής μονομερών ενεργειών πριν από την έναρξή του, καθώς επίσης ξεκάθαρη οριοθέτηση του αντικειμένου της διαπραγμάτευσης.
Η Αθήνα απέναντι στο «τουρκικό πρόβλημα»
Θα ήταν καλό όλοι, σε Ελλάδα, Ευρώπη και Ηνωμένες Πολιτείες, να μελετήσουν όσα πρόσφατα είπε ο εξ απορρήτων σύμβουλος του προέδρου Ερντογάν, ο Ιμπραήμ Καλίν, σε διαδικτυακή εκδήλωση της δεξαμενής σκέψης German Marshall Fund. O κ. Καλίν είπε ότι η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων δεν υφίσταται πλέον, ότι η Τουρκία ανήκει μεν στη δυτική συμμαχία αλλά δεν περιορίζεται από αυτήν, καθώς και ότι η σημερινή τουρκική ηγεσία αντιλαμβάνεται τη σχέση της με τη Δύση ως «συναλλακτική» – όχι ως τμήμα της Δύσης αλλά ως εταίρος αυτής. Ανάλογα είναι τα συμπεράσματα απόρρητων κοινοτικών τηλεγραφημάτων που παράλληλα καλούν την ΕΕ να αξιοποιήσει την οικονομική της υπεροχή ώστε να διαπραγματευθεί από θέση ισχύος με την Αγκυρα.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα δεν πρέπει να τρέφει αυταπάτες. Η ηγεμονική συμπεριφορά της Τουρκίας δεν θα μεταβληθεί και η Ελλάδα θα παραμείνει στην πρώτη γραμμή των συνεπειών που θα εξακολουθήσει να παράγει το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Τούτο σημαίνει τρία πράγματα. Πρώτον, άριστη προετοιμασία για το ενδεχόμενο διαπραγματεύσεων επί της οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών και επί του Κυπριακού. Δεύτερον, ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει, στο πλαίσιο των οικονομικών της δυνατοτήτων, μία συνετή πολιτική εξορθολογισμού των εξοπλισμών και απόκτησης νέων. Τρίτον, οικοδόμηση συμπαγών περιφερειακών συμμαχιών. Η αλλαγή ηγεσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες θα διευκολύνει κάπως την προώθηση των ελληνικών θέσεων, αλλά οι υπερβολικές προσδοκίες θα έπρεπε να αποφεύγονται. Η επιβολή των πρόσφατων κυρώσεων στην Αγκυρα για την προμήθεια των S-400 συνιστά ένα θετικό μήνυμα που η Αθήνα μπορεί να εκμεταλλευθεί. Μαγικές λύσεις στο «τουρκικό πρόβλημα» όμως δεν υπάρχουν.