Μιλούν πολλοί σήμερα για την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ενωσης να έχει πραγματική κοινή οικονομική πολιτική, για τη μη εφαρμογή ενός δημοσιονομικού συντονισμού που δεν θα οδηγεί στην ασφυξία την πραγματική οικονομία, τη μη Αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, τη μη υπογραφή ενός δεσμευτικού Συμφώνου για την Απασχόληση, τη μη διαμόρφωση ενός πλαισίου ελέγχου της λειτουργίας των οίκων αξιολόγησης, την αδυναμία αντιμετώπισης των «φορολογικών παραδείσων», τη μη προώθηση της τραπεζικής ένωσης και της ενιαίας τραπεζικής εποπτείας, την ατολμία έκδοσης ευρωομολόγου (eurobonds) και ειδικών αναπτυξιακών ευρωομολόγων (Project bonds) για επενδύσεις σε υποδομές ευρωπαϊκής κλίμακας, τη μη αντιμετώπιση των δημοκρατικών ελλειμμάτων με πλήρη αναβάθμιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο στο εξής θα έχει τον κύριο ρόλο στην επιλογή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και θα εκλέγει προέδρο της Ενωσης. Ολα αυτά είναι όντως μεγάλα αγκάθια και εκκρεμότητες στο σώμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το μείζον όμως πρόβλημά της είναι ότι αυτή έχει απολέσει την προωθητική της δυναμική. Και την έχει απολέσει γιατί έχουν «μπουκώσει» οι μηχανές των δύο πολιτικών πόλων του μεταπολεμικού θαύματος: της Σοσιαλδημοκρατίας και της Κεντροδεξιάς.
Η μεταπολεμική οικονομική και κοινωνική ευημερία στηρίχθηκε στον ανταγωνισμό και στη συνεργασία αυτών των δύο πόλων. Ο σημαντικότατος βρετανός ιστορικός Τόνι Τζαντ (Ευρώπη μετά τον πόλεμο, Αλεξάνδρεια, μτφ.: Νικηφόρος Σταματάκης – Ελένη Αστερίου) αναφέρεται εκεί σε τέσσερεις μεγάλες περιόδους στην ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης. Στην πρώτη (1945-1953) τέθηκαν τα ζητήματα που αφορούσαν την ανόρθωση της Ευρώπης μετά τον καταστροφικό πόλεμο. Μιας ηπείρου χωρισμένης στα δύο, από τη μια πλευρά η Ευρώπη των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών και από την άλλη αυτή του ολοκληρωτικού ανατολικοευρωπαϊκού κομμουνισμού. Η δεύτερη περίοδος (1953-1971) είναι αυτή της ευημερίας αλλά και των δυσαρεστημένων και στις δύο πλευρές. Η τρίτη (1971-1989) ξεκινά με την απόφαση για την ελεύθερη διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και συνεχίζεται με την πετρελαϊκή κρίση, την πτώση των ποσοστών κέρδους, την οικονομική ύφεση. Και η τέταρτη ξεκινά το 1989 με την πτώση του κομμουνισμού, συνεχίζει με τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος και φτάνει μέχρι τη σημερινή στασιμότητα.
Θεωρώ πως στις δύο πρώτες περιόδους (1945-1971) αυτό που μεγαλούργησε στη Δυτική Ευρώπη και στην τότε ΕΟΚ ήταν ο ανταγωνισμός και η συνεργασία του δίπολου Σοσιαλδημοκρατία/Χριστιανοδημοκρατία. Και οι δύο πόλοι μέχρι το 1971, περίπου, αποδέχονταν το τρίπτυχο «υψηλές δαπάνες, προοδευτική φορολογία και λελογισμένες αυξήσεις μισθών» εντός των εθνικών οικονομιών. Την ίδια περίοδο υπήρξε και ένα άλλο τρίπτυχο. «Χρήματα, ανάπτυξη, εμπόριο» που αφορούσε τις διακρατικές οικονομικές σχέσεις. Το δεύτερο ακολουθούσε τις κατευθύνσεις του πρώτου. Η Σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε τον κύριο εκφραστή του πρώτου και η Χριστιανοδημοκρατία του δευτέρου. Και οι δύο όμως εφάρμοζαν και τα δύο τρίπτυχα. Αυτή τους η σύγκλιση είχε ευεργετικά αποτελέσματα και για τους δύο και για τις κοινωνίες. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η σύγκλισή τους συνοδευόταν με αποτελέσματα συνεχούς ανόδου του ατομικού βιοτικού επιπέδου και οικογενειακής ανοδικής κινητικότητας. Ετσι ο ριζοσπαστισμός (αριστερός και δεξιός) και ο λαϊκισμός ζούσαν στιγμές ανυποληψίας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ύστερα η πίεση της αναδυόμενης παγκοσμιοποίησης και οι πολιτικές αποφάσεις – όχι οι τεχνολογικές αλλαγές από μόνες τους – δημιούργησαν τους φορολογικούς παραδείσους και στέρησαν τις κυβερνήσεις από τα οικονομικά μέσα υποστήριξης του πρώτου τριπτύχου. Οι δύο κύριοι σταθμοί απαξίωσης του τριπτύχου ήταν η απόφαση του 1971 για την ελεύθερη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και η επακολουθήσασα πολλά χρόνια αργότερα (1989) λογική της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Προτεραιότητα δόθηκε στην επίπεδη φορολόγηση (tax flat), στη μείωση των δαπανών, στην απελευθέρωση των τραπεζών οι οποίες από μόνο καταθετικές έγιναν και επενδυτικές (Κλίντον 1998), στην απόλυτη ελευθερία κίνησης των χρηματιστικών κεφαλαίων με τα δομημένα ομόλογα, στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, στις ιδιωτικοποιήσεις. Από το 1971 έως το 2008 κυριάρχησε η προτεραιότητα των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και οι πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας. Οι δεύτερες «λατρεύονται» μέχρι και σήμερα, παρά τη φαινομενική λόγω πανδημίας ύφεσή τους.
Σήμερα οι δύο πόλοι πάλι συγκλίνουν, στη βάση όμως της απόρριψης του πρώτου τρίπτυχου. Ετσι η σημερινή δεύτερη σύγκλισή τους έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα της πρώτης. Η νέα σύγκλιση συνοδεύεται από διαδικασίες πτώσης του βιοτικού επιπέδου, αύξηση των ανισοτήτων και χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση από τη συνεχή ανοδική στην καθοδική κοινωνική κινητικότητα και εξ αυτού και στην ατομική και οικογενειακή ανασφάλεια για το αύριο. Αυτές οι εξελίξεις, και όχι κάποιες μεταφυσικές θεωρήσεις του λαϊκισμού, του ανορθολογισμού, ενδυναμώνουν, ιδίως μετά το 2000, τα αιτήματα για αυταρχισμό και αμφισβήτηση της δημοκρατίας. Ετσι και οι δύο πόλοι χάνουν τον προοδευτικό στο σύνολό τους χαρακτήρα. Αδυνατούν, δηλαδή, να υποστηρίξουν, έστω από την οπτική γωνία του καθενός, μια αφήγηση που θα μπορούσε να δώσει όραμα και ελπίδα στους λαούς της Ευρώπης.
Οσον αφορά τη Σοσιαλδημοκρατία, αν αυτή δεν καταθέσει δικό της ρεαλιστικό εναλλακτικό σχέδιο στις λογικές της υποφορόγησης του πλούτου και της απολυτοποίησης των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, τα δικά της αδιέξοδα θα γίνουν λεωφόροι για τον αντισυστημισμό και τον αντιδημοκρατισμό. Η Ευρώπη και με λιγότερο ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς παραμένει Ευρώπη, αν όμως χάσει τις κοινωνικές της αναφορές παύει να είναι.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.