Ιστορικά στην επιστημονική συζήτηση που διεξάγεται σε διεθνές επίπεδο μεταξύ των διαφόρων ρευμάτων οικονομικής θεωρητικής σκέψης και ανάλυσης, δεσπόζουσα θέση, μεταξύ των άλλων, κατέχει η θεώρηση εάν οι κοινωνικές δαπάνες στη διαδικασία αναπαραγωγής της καπιταλιστικής οικονομίας λειτουργούν αναπαραγωγικά (θεωρίες της ανάπτυξης και του κοινωνικού κράτους) ή μη αναπαραγωγικά (νεοκλασική και νεοφιλελεύθερη θεώρηση).
Από την άποψη αυτή, οι διεθνείς οργανισμοί και οι οικονομολόγοι που οι θεωρητικές προσεγγίσεις και αναλύσεις τους εμπνέονται από τη νεοκλασική και νεοφιλελεύθερη προσέγγιση, υποστηρίζουν ότι οι κοινωνικές δαπάνες αποτελούν δυσβάστακτη επιβάρυνση της οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας (F.A. von Hayek, 1944, M. Friedman, 1962, J. Sachs, 2006, κ.λπ.), δημιουργώντας συνθήκες αναποτελεσματικότητας, γραφειοκρατίας, διαφθοράς και εξάρτησης των πολιτών από το κράτος. Στις συνθήκες αυτές, οι διεθνείς οργανισμοί (Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης – ΟΟΣΑ, κ.λπ.), ιστορικά συνιστούν στα κράτη-μέλη τους τη στρατηγική της σταδιακής απόσυρσης του κράτους από τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους και ειδικότερα της κοινωνικής ασφάλισης, εγκαθιδρύοντας σταδιακά το διμερές (εργαζόμενοι-εργοδότες) χρηματοδοτικό σχήμα των συνταξιοδοτικών δαπανών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το επίπεδο των συντάξεων και το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων.
Πιο συγκεκριμένα, η πρόσφατα δημοσιευθείσα στη χώρα μας Εκθεση του ΟΟΣΑ (2019) για τις κοινωνικές δαπάνες εμφανίζει, μεταξύ των άλλων, ότι το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα είναι αρκετά δαπανηρό και γενναιόδωρο, και ειδικά το συνταξιοδοτικό σύστημα, το οποίο, σύμφωνα με την Εκθεση, δαπανά (2019) για συντάξεις 15,5% του ΑΕΠ (θεωρώντας τη χώρα μας την πιο δαπανηρή χώρα για συντάξεις μαζί με την Ιταλία που δαπανά 15,6% του ΑΕΠ), σε σύνολο κοινωνικών δαπανών 24,7% του ΑΕΠ (μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ 19,9% του ΑΕΠ, με πρωτοπόρο τη Γαλλία που δαπανά το 31% του ΑΕΠ). Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι από μεθοδολογική άποψη απαιτείται να δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στην ερμηνεία και στη σύγκριση των στατιστικών στοιχείων, και ιδιαίτερα όταν παρουσιάζονται αριθμοδείκτες που έχουν ως παρονομαστή το ΑΕΠ.
Επιπλέον, η βαθύτερη επεξεργασία των συγκεκριμένων στατιστικών στοιχείων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα το 2009, σύμφωνα και με τη Eurostat, οι κοινωνικές δαπάνες αντιστοιχούσαν στο 24,8% του ΑΕΠ (μέσος όρος ΕΕ 29% του ΑΕΠ), το 2018 ήταν 25,3% του ΑΕΠ και το 2019 οι κοινωνικές δαπάνες μειώθηκαν στο 24,7% του ΑΕΠ (μέσος όρος των χωρών της ΕΕ 28,7%), δηλαδή τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο από τον μέσο όρο των κοινωνικών δαπανών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ομως, από μεθοδολογική άποψη η ουσιαστική και ασφαλής σύγκριση, μεταξύ των άλλων, των συγκεκριμένων στοιχείων αποτελεί η κατά κεφαλή κοινωνική δαπάνη τόσο μεταξύ των κρατών-μελών όσο και μεταξύ αυτών και του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Από την άποψη αυτή, η κατά κεφαλή κοινωνική δαπάνη στην Ελλάδα το 2009 ήταν 5.250 ευρώ, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 8.300 ευρώ και το 2019 η κατά κεφαλή δαπάνη στη χώρα μας μειώθηκε στα 4.350 ευρώ (μείωση 17,2%), όταν ο μέσος όρος της κατά κεφαλή δαπάνης της ΕΕ το 2019, ήταν 8.900 ευρώ, δηλαδή διπλάσια από αυτή της χώρας μας. Παράλληλα, όσον αφορά τις δαπάνες για συντάξεις στη χώρα μας, το 2009 ήταν 13,7% του ΑΕΠ (33 δισ. ευρώ), ενώ το 2019 ήταν 15,5% του ΑΕΠ (25,5 δισ. ευρώ). Με άλλα λόγια, ενώ ο δείκτης δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ τη δεκαετία 2009-2019 αυξήθηκε κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες, οι συντάξεις μειώθηκαν κατά 7,5 δισ. ευρώ (4% του ΑΕΠ).
Οι εξελίξεις αυτές οφείλονται σε δύο βασικούς λόγους: α) το ΑΕΠ (παρονομαστής) μειώθηκε κατά 27% εξαιτίας των πολιτικών λιτότητας των μνημονίων 1, 2 και 3 και β) το 2013 λόγω της υψηλής ανεργίας (27%) σημαντικός αριθμός εργαζομένων που απώλεσαν την εργασία τους, επέλεξαν τη συνταξιοδότησή τους, σε πολλές περιπτώσεις και με μειωμένη σύνταξη, προκειμένου να εξασφαλίσουν βραχυ-μακροπρόθεσμα ένα σταθερότερο εισόδημα σε σχέση με το βραχυχρόνιο και χαμηλότερο επίδομα ανεργίας. Η πλειονότητα αυτών των συνταξιούχων ήταν άτομα άνω των 55 ετών.
Ετσι υπήρξε έκρηξη συνταξιοδοτήσεων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός τους (400.000-500.000 νέες συνταξιοδοτήσεις). Στις δυσμενείς αυτές συνθήκες που προκάλεσαν οι ασκούμενες μνημονιακές πολιτικές, η άμεση μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης στην Ελλάδα, όπως υποστηρίζει η Εκθεση Πισσαρίδη, στο επίπεδο του 12% του ΑΕΠ (22,5 δισ. ευρώ) από 15,6% του ΑΕΠ (25,5 δισ. ευρώ) το 2019 (δεν λαμβάνεται υπόψη το επίπεδο του ΑΕΠ μετά την πανδημία), θα σημαίνει ότι η μέση σύνταξη (κύρια και επικουρική) θα μειωθεί από 930 ευρώ (μεικτά) σε 710 ευρώ (μεικτά). Με άλλα λόγια, σε κάθε απόμαχο της εργασίας θα μειωθεί το ετήσιο συνταξιοδοτικό του εισόδημα κατά 2.520 ευρώ κατά μέσο όρο, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων και την κοινωνική συνοχή στη χώρα μας.
* Ο κ. Σ. Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Β. Μπέτσης, αναλογιστής, υποψήφιος διδάκτορας του ίδιου πανεπιστημίου.