Με 32 δισ. ευρώ τα οποία θα διοχετευθούν στην ελληνική οικονομία μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης από το 2021 έως και το 2025, το μοναδικό ερώτημα που τίθεται είναι με ποιον τρόπο η Κυβέρνηση θα μπορέσει να άρει τις αμφιβολίες και των πλέον δύσπιστων, εν προκειμένω των θεσμών και των διεθνών οργανισμών, ότι πράγματι τα συγκεκριμένα κονδύλια θα εξασφαλίσουν τη βιώσιμη ανάπτυξη στη χώρα την επόμενη δεκαετία. Η χώρα μας έχει εξασφαλίσει ένα μεγάλο ποσό για την ανάκαμψη της οικονομίας, γεγονός που από μόνο του αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση μετά τη μεταπολίτευση για να μπορέσει η χώρα μας να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο, μεγεθύνοντας τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ο «Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος» (ΣΒΕ) υποστηρίζει ότι οι κάθε είδους επενδύσεις, αλλά ειδικά οι παραγωγικές επενδύσεις, είναι αυτές που θα τοποθετήσουν τη χώρα μας εκ νέου στις ανεπτυγμένες χώρες του Δυτικού Κόσμου. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στην άρση των παθογενειών του παρελθόντος. Παθογένειες που σχετίζονται ευθέως με την «κατεύθυνση» των κονδυλίων για την επίτευξη της ανάπτυξης της χώρας. Δυστυχώς το παρελθόν αποδεικνύει ότι η ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών πολιτικών στην ελληνική πραγματικότητα δεν έγινε με επιτυχία τα προηγούμενα 30 χρόνια, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται τόσο με τη διαχρονική αποτυχία μείωσης των περιφερειακών ανισοτήτων στη χώρα μας όσο και με την επίτευξη ρυθμών ανάπτυξης που θα οδηγούσαν σε μικρότερες αρνητικές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία σε περιόδους κρίσεων, όπως η χρηματοοικονομική της περασμένης δεκαετίας και η τρέχουσα της πανδημίας.
Οι στρατηγικές και διαχειριστικές αστοχίες του παρελθόντος είναι αυτές που ωθούν οργανισμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να υποστηρίζει ότι για καθένα ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και θα κατευθύνεται για τη χρηματοδότηση επενδύσεων, θα δημιουργείται προστιθέμενη αξία στην οικονομία ύψους 0,8 ευρώ. Μάλιστα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι σε μακροπρόθεσμη βάση η συγκεκριμένη προστιθέμενη αξία μειώνεται σε 0,6 ευρώ.
Είναι λοιπόν φανερό ότι τέτοιου είδους προβλέψεις πρέπει να ανατραπούν, με σχέδιο, με ξεκάθαρες δομές διακυβέρνησης, με σαφή και ρεαλιστικά χρονοδιαγράμματα, με μετρήσιμα αποτελέσματα, αλλά πάνω απ’ όλα με τη δημιουργία των κατάλληλων ομάδων ανθρώπων που θα κληθούν να διαχειριστούν τα συγκεκριμένα κονδύλια. Βεβαίως, τον πλέον αποφασιστικό ρόλο θα διαδραματίσει το πολιτικό προσωπικό της χώρας, το οποίο θα λάβει τις τελικές αποφάσεις για την αναπτυξιακή κατεύθυνση την επόμενη δεκαετία.
Για μεν την αναπτυξιακή κατεύθυνση της χώρας την επόμενη δεκαετία, για εμάς στον ΣΒΕ, αυτή θα πρέπει να έχει δύο στοχεύσεις:
1. Την ουσιαστική επανεκτίμηση της αναπτυξιακής συνεισφοράς της βιομηχανίας και της μεταποίησης, για την επαναφορά της στην πρώτη θέση υποστήριξης τα επόμενα χρόνια, και,
2. Τη θεσμοθέτηση των κατάλληλων πολιτικών για τη μείωση των περιφερειακών και ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων, που θα διαφυλάξουν τον κοινωνικό ιστό στην ελληνική περιφέρεια και θα δημιουργήσουν σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Για δε το πολιτικό προσωπικό που θα λάβει τις κατάλληλες αποφάσεις, θεωρώ ότι η κρίση της πανδημίας και η διαχείρισή της, ανέδειξε όλες τις πτυχές και όλες τις παραμέτρους των χρονιζόντων προβλημάτων για τη βιομηχανία και τη μεταποίηση, και κατ’ επέκταση για όλες τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Αντιλαμβανόμαστε ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πολιτικού προσωπικού της χώρας έχει κατανοήσει ότι είναι μονόδρομος η έμπρακτη ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και ειδικά της βιομηχανίας.
Για τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας, και ειδικά για τη μικρομεσαία μεταποιητική επιχείρηση που έχει έδρα στην Ελληνική Περιφέρεια, η κατά προτεραιότητα χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να κατευθυνθεί αφενός σε παραγωγικές επενδύσεις και αφετέρου σε ώριμα επιχειρηματικά σχέδια, που θα έχουν μικρό χρόνο έναρξης λειτουργίας και γρήγορα αποτελέσματα. Ο ΣΒΕ προτείνει να αξιολογούνται κατά προτεραιότητα επενδυτικά σχέδια που προτείνεται να υλοποιηθούν στην Ελληνική Περιφέρεια. Η διαδικασία αυτή θα πρέπει να εφαρμοσθεί, αν θέλουμε να πετύχουμε ισόρροπη ανάπτυξη στη χώρα και να μειώσουμε την αστυφιλία. Εν κατακλείδι, υποστηρίζουμε ότι η επαναβιομηχάνιση της χώρας μας θα πρέπει να αποτελέσει το επόμενο αναπτυξιακό όραμα.
Επίσης, η υπερ-δέσμευση πόρων του προϋπολογισμού για τις δημόσιες επενδύσεις για την υλοποίηση μεγάλων έργων αποτελεί κυβερνητική απόφαση προς τη σωστή κατεύθυνση. Η επανεκκίνηση της υλοποίησης των μεγάλων τεχνικών έργων σε συνδυασμό με τη στρατηγική για τον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημόσιου τομέα, μας δημιουργούν αισθήματα αισιοδοξίας ότι από το 2021 θα επανεκκινήσει η λειτουργία του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και το κράτος θα αρχίζει να αναμορφώνεται και να συντονίζεται σε όσα ήδη έχουν εφαρμόσει εδώ και αρκετά χρόνια πολλές χώρες της Ευρώπης.
Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η πρόταση του ΣΒΕ για την «επαναβιομηχάνιση» της χώρας δεν θα μπορέσει να υλοποιηθεί αν δεν δημιουργήσουμε τη δική μας στρατηγική και το δικό μας πρόγραμμα για την ορθή αντιμετώπιση πλήθους προκλήσεων λόγω της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Πολλές χώρες της Ευρώπης έχουν τα δικά τους «προγράμματα» προσαρμογής της παραγωγικής τους βάσης στις επιταγές της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Είναι ώριμες οι συνθήκες, παρά την κρίση, η Ελλάδα να δημιουργήσει το δικό της πρόγραμμα, δίνοντας έτσι το μήνυμα ότι η «επαναβιομηχάνιση» είναι μεν το νέο όραμα για τη χώρα, αλλά υπάρχει ρεαλιστικό σχέδιο προσαρμογής στις νέες συνθήκες που θα καταφέρει να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο κ. Αθανάσιος Σαββάκης είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος.