Εχουμε πρόβλημα στην αφήγηση. Ενα εμφανέστατο έλλειμμα στο να πούμε μια ιστορία. Είμαστε πολύ καλοί στη μικρή φόρμα, που δεν απαιτεί ανάπτυξη και χτίσιμο χαρακτήρων, αλλά δυνατές αποτυπώσεις της στιγμής, του επίκαιρου αισθήματος. Δεν είναι καθόλου λίγο, αλλά είναι διαφορετικό. Το συναντάμε στην τέχνη μας, που έχουμε σπουδαία δείγματα μικρής φόρμας (τραγούδια, ποίηση, διηγήματα) αλλά πολύ λιγότερα στη μεγάλη φόρμα (μυθιστόρημα, ταινία, θεατρικό). Χωλαίνουμε στο γράψιμμο σεναρίου, που να μην αφήνει μετέωρους τους χαρακτήρες, να μην έχει ανακολουθίες, να μην είναι «ξεκούμπωτο», να μην είναι γεμάτο νοηματικά άλματα, να μη λείπουν σκαλοπάτια τα οποία εμείς τα έχουμε στο μυαλό μας αλλά δεν αποτυπώνονται στο αποτέλεσμα.

Αυτό το πρόβλημα δεν θα μπορούσε να μην επεκταθεί και στην αφήγηση της μεγάλης, της κοινής μας Ιστορίας. Απομονώνουμε φωτογραφίες και θεωρούμε πως το άθροισμά τους μπορεί να γίνει ταινία. Δεν μπορεί, είναι άλλος κώδικας, είναι άλλη τέχνη. Μας έλκουν η εξαίρεση, το ακραίο παράδειγμα, οι πολύ έντονες αποχρώσεις – όπως ο ηρωισμός και η προδοσία – και αδυνατούμε να δούμε όλες τις ενδιάμεσες, που είναι και το κυρίως σώμα της Ιστορίας. Αν σε αυτά συνυπολογίσουμε και την έλλειψη «ενσυναίσθησης» διαφορετικών εποχών και συγκυριών που μας παρασύρει στο να κρίνουμε ανθρώπους και πράξεις με βάση τις παραμέτρους – ηθικές ή άλλες – της δικής μας εποχής, τότε η διάθλαση τόσο της Ιστορίας όσο και ημών των ιδίων είναι σίγουρη.

Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για το τι μας συμβαίνει. Δεν έχουμε μάθει πώς γίνεται, ή δεν θέλουμε, ή δεν μας νοιάζει. Οι μικροί ή μεγάλοι φανατισμοί, η πεποίθηση πως κατέχουμε όλη την αλήθεια και όλο το δίκιο θεωρούνται επαρκή για να επιχειρήσουμε τη δική μας αφήγηση για την εποχή. Αλλά μας λείπουν κομμάτια. Δεν βλέπουμε, ή δεν θέλουμε να δούμε, ολόκληρους τόπους που τους κρύβει η οπτική μας γωνία, δεν ξεκουνιόμαστε και από τη θέση μας, καθόμαστε ακίνητοι και χαζεύουμε ένα ποτάμι να περνάει από μπροστά μας και πιστεύουμε πως αυτή η εικόνα είναι αρκετή για να περιγράψουμε τη θάλασσα. Δεν ξέρουμε να γράφουμε σενάριο. Μας καίει περισσότερο ένα συμπέρασμα, ένα ηθικό δίδαγμα, ένα δυνατό και έξυπνο απόφθεγμα, λες και αυτά δεν είναι αποτελέσματα συμπυκνωμένης εμπειρίας, αλλά στιγμιαίας διαύγειας.

Το κάνουμε στα τραγούδια μας, το κάνουμε στα ποιήματά μας. Σε τελική ανάλυση, αυτός είναι ο ρόλος τους, καλά κάνουμε. Αλλά δεν μπορείς να κρίνεις μια φωτογραφία με όρους σινεμά, ούτε ένα τραγούδι με όρους μυθιστορήματος. Αλλος κώδικας, άλλη λειτουργία και ενίοτε και άλλος σκοπός.

Θα πω κάτι που ίσως ακουστεί ακραίο, αλλά δεν είναι τυχαίο πως ορισμένες από τις πιο εύστοχες αποτυπώσεις της Ιστορίας μας τις έχουμε διαβάσει από ξένους ιστορικούς.

Βέβαια προσωπικά, αν πρέπει να επιλέξω μόνο ένα πράγμα, προτιμώ μια χώρα με σπουδαίους καλλιτέχνες – έστω και αποκλειστικά μικρής φόρμας – από μια χώρα με σπουδαίους ιστορικούς. Αν και το καλύτερο όλων θα ήταν μια χώρα με σπουδαίους πολίτες. Που να μπορούν να πουν ωραία και τη δική τους προσωπική ιστορία.