Καθώς διανύουμε τις τελευταίες ημέρες ενός έτους που ήδη έχει αποκτήσει ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ανθρωπότητας, και εν μέσω του δεύτερου εντονότερου κύματος COVID-19, αδιαμφισβήτητα το ενδιαφέρον όλων επικεντρώνεται στη διαχείριση των πολλαπλών επίπεδων της πανδημικής κρίσης.
Στο υγειονομικό σκέλος πέραν των σημαντικών ζητημάτων όπως του περιορισμού της εξάπλωσης των κρουσμάτων, της διαχειριστικής επάρκειας των συστημάτων υγείας και της παροχής ιατρικής φροντίδας στους ασθενείς, τα θέματα της έγκρισης των εμβολίων και της κατάλληλης προετοιμασίας για τον εμβολιασμό των πολιτών αποτελούν δικαιολογημένα τις κορυφαίες προτεραιότητες διεθνώς.
Στο οικονομικό σκέλος η ενίσχυση της οικονομιών, των εργαζομένων και των επιχειρήσεων συνεχίζεται από το σύνολο των κυβερνήσεων και των υπερεθνικών θεσμών καθώς αυξάνεται η ανησυχία για επιδείνωση των μακροοικονομικών δεδομένων με συνεπακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις στο κοινωνικό επίπεδο.
Παρόλο που η εστίαση των περισσοτέρων αφορά τη διαχείριση της παρούσας κατάστασης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά η συζήτηση για την επόμενη ημέρα.
Μια επόμενη ημέρα, που δεν θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στη χθεσινή «κανονικότητα».
Η νέα κατάσταση θα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά ως το αποτέλεσμα της εκδήλωσης φαινομένων που εξελίσσονταν για πολλά χρόνια, με την πανδημική κρίση να συμβάλλει στην επιτάχυνση της εκδήλωσής τους. Η κλιματική αλλαγή και η 4η βιομηχανική – τεχνολογική επανάσταση αποτελούν τα κυριότερα κεφάλαια, ενώ παγκόσμιας εμβέλειας ζητήματα όπως η ανάπτυξη, διεθνείς συνεργασίες, εργασιακές σχέσεις, διακυβέρνηση, το εμπόριο, τα δικαιώματα, το επίπεδο της δημοκρατίας αποτελούν σημαντικά μέρη της συνολικής ατζέντας.
Το World Economic Forum κάνει λόγο για το Great Reset, τονίζοντας την αναγκαιότητα μεταρρύθμισης του καπιταλιστικού συστήματος (χρησιμοποιώντας όρους όπως shareholder capitalism και shareholder economy), θέτοντας ως προαπαιτούμενο τη συνεργασία κυβερνήσεων, οργανισμών, επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα προειδοποιεί για κινδύνους εκδήλωσης ακραίων φαινομένων αυταρχισμού και αρνητικών κοινωνικών φαινομένων.
Την στιγμή λοιπόν που αυτά συμβαίνουν στον διεθνή περίγυρο, στη χώρα μας παρατηρείται εκ νέου το φαινόμενο η συζήτηση να μην έχει τα αναγκαία ευρεία χαρακτηριστικά αλλά να περιορίζεται σε ορισμένα, σημαντικά η αλήθεια, θέματα. Ταυτόχρονα η ανάγκη εύρεσης ενός έστω ελάχιστου κοινού υποσυνόλου θέσεων, ιδεών, προταγμάτων δεν αποτελεί μέρος της συνολικής εξίσωσης, η λύση της οποίας θα συνέβαλλε στην ισχυροποίηση της θέσης της χώρας στο διαμορφούμενο νέο διεθνές περιβάλλον.
Παράδειγμα πρώτο, η έκθεση Πισσαρίδη και το προσχέδιο της κυβέρνησης για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης που προκάλεσαν όπως ήταν αναμενόμενο την αντιπαράθεση – μεταξύ άλλων – των πολιτικών κομμάτων για τις κατευθυντήριες γραμμές της επόμενης ημέρας της οικονομίας. Ωστόσο αντί ο δημόσιος διάλογος να διεξάγεται με τρόπο οργανωμένο, η πολιτική συζήτηση περιορίζεται στο σύνηθες φαινόμενο επικοινωνιακής εκμετάλλευσης των αντιπαρατιθεμένων απόψεων.
Ειδικά το θέμα του Ταμείου Ανάκαμψης και των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να το συνοδεύουν, λόγω της διάρκειάς του, που υπερβαίνει τη συνταγματικά προκαθορισμένη θητεία της παρούσας κυβέρνησης, και του όρου της δεσμευτικότητας και της συνεπακόλουθης εποπτείας της εφαρμογής του από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα έπρεπε να προκαλέσει τις προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή ενός ευρύτατου, ανοιχτού δημοσίου διαλόγου με τη συμμετοχή των πολιτικών, επιστημονικών και παραγωγικών δυνάμεων της χώρας.
Είναι προφανές ότι το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής ευθύνης ενός τέτοιου εγχειρήματος «πέφτει» στην (εκάστοτε) κυβέρνηση, ωστόσο η επίτευξη ενός ελάχιστου επιπέδου συναίνεσης για την εύρεση του κατάλληλου μείγματος μεταρρυθμίσεων, αλλαγών και χρηματοδοτούμενων έργων και υποδομών θα ικανοποιούσε τη βασική παράμετρο ενός ποιοτικού στόχου, της υιοθέτησης, από το σύνολο της εμπλεκομένων της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου, ενός εθνικού σχεδίου. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των τελευταίων ημερών σαφώς δεν ευνοεί μια τέτοια προσέγγιση, παρά τον προφανή θετικό αντίκτυπο που θα είχε η εύρεση συναινέσεων στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της συγκυρίας, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης των κρίσιμων και ευαίσθητων ζητημάτων της εξωτερικής πολιτικής, των εθνικών θεμάτων.
Το δεύτερο παράδειγμα, αφορά τις επικείμενες εξελίξεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο που άπτονται του κρίσιμου ζητήματος της άσκησης οικονομικής πολιτικής και πιο συγκεκριμένα του δημοσιονομικού πλαισίου μετά την COVID-19 εποχή. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες ορθώς προχώρησαν στην αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας για το 2020 και το 2021 επιτυγχάνοντας για πρώτη φορά τον συντονισμό με τη νομισματική πολιτική, προκειμένου να ενισχυθεί το οπλοστάσιο των κυβερνήσεων στην αντιμετώπιση της πολυεπίπεδης πανδημικής κρίσης. Η αύξηση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους ήταν συνεπακόλουθα της σημαντικής αύξησης των δαπανών των προϋπολογισμών, δημιουργώντας ερωτηματικά για τη μελλοντική διαχείρισή τους.
Παρά την ιστορική απόφαση της δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης, η αργή ενεργοποίησή του είχε ως αποτέλεσμα το κύριο βάρος επούλωσης των άμεσων οικονομικών επιπτώσεων να «πέσει» στους εθνικούς προϋπολογισμούς, γεγονός που με τη σειρά του επέφερε, λόγω των διαφορετικών περιθωρίων, το ανισοβαρές των εθνικών παρεμβάσεων και ως εκ τούτου την όξυνση των ανισοτήτων και τη διεύρυνση της απόκλισης μεταξύ των χωρών-μελών.
Παρ’ όλα αυτά ήδη ακούγονται ψίθυροι για την ανάγκη επιστροφής στους ισχύοντες δημοσιονομικούς κανόνες λόγω ελλείμματος και δημόσιου χρέους. Ωστόσο, τυχόν επαναφορά στους ακριβείς στόχους των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, ως την κλασική μέθοδο τιθάσευσης του χρέους, ενδέχεται να προκαλέσει νέο γύρο οικονομικών και κυρίως κοινωνικών προβλημάτων. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο απαιτούμενος χρόνος επούλωσης των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερος του αντίστοιχου χρόνου λήξης του υγειονομικού σκέλους της πανδημικής κρίσης.
Το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό συμβούλιο ήδη έθεσε στο τραπέζι ιδέες όπως η μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, μέσω της παροχής ευελιξίας στις παραμέτρους μείωσης του χρέους και της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων και η υιοθέτηση ενός μόνιμου δημοσιονομικού μηχανισμού εξισορρόπησης στα πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης. Η διεξαγωγή ενός εσωτερικού δημόσιου διαλόγου με στόχους τη δημιουργία ενός κοινού-συλλογικού πλαισίου διεκδικήσεων και την επίτευξη συμμαχιών σε ευρωπαϊκό πεδίο θα αύξανε σημαντικά τις πιθανότητες θετικών εξελίξεων.
Σαφέστατα το επόμενο διάστημα θα είναι δύσκολο λόγω της διατήρησης της πανδημίας σε επικίνδυνα υψηλά επίπεδα και θα απαιτηθεί συντονισμένη και διαρκής προσπάθεια στην εύρεση των λύσεων για τη διαχείριση και αντιμετώπιση των υγειονομικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων.
Οι πρόσφατες εξελίξεις από το μέτωπο της προληπτικής φαρμακευτικής αγωγής προκαλούν την αισιοδοξία όλων ότι το τέλος της πρωτόγνωρης κατάστασης είναι κοντά. Τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν την επαύριον της πανδημίας είναι πολλά, σημαντικά και αφορούν το σύνολο της κοινωνίας. Ας μη διαφύγει την προσοχή μας ότι η αντιμετώπισή τους είναι πιο κοντά από όσο – μέχρι σήμερα λόγω των έκτακτων συνθηκών – νομίζουμε και ας προετοιμαστούμε κατάλληλα, ξεκινώντας μια μεγάλη αλλά απαραίτητη συζήτηση.
Ο κ. Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος, πρώην υφυπουργός.