Η πανδημία έχει επηρεάσει όλους τους ανθρώπους του πλανήτη, όχι όμως με τον ίδιο τρόπο. Κάποιες χώρες στηρίζονται περισσότερο σε κλάδους που έχουν πληγεί έντονα από τα περιοριστικά μέτρα, όπως ο τουρισμός και η εστίαση και κάποιες λιγότερο. Κάποιες χώρες πάλι, σχετικά πιο ανεπτυγμένες, έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν εισοδηματικές ενισχύσεις στους πολίτες τους ώστε να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές δυσκολίες ενώ κάποιες άλλες, λιγότερο ανεπτυγμένες, δεν έχουν ούτε τους πόρους ούτε τους κρατικούς μηχανισμούς για κάτι τέτοιο. Επιπρόσθετα, μέσα σε κάθε εθνική οικονομία, η πανδημία έχει επηρεάσει διαφορετικά επιμέρους κατηγορίες νοικοκυριών και επιχειρήσεων καθώς κάποιοι είναι περισσότερο προστατευμένοι από τις αρνητικές οικονομικές συνέπειες από κάποιους άλλους. Κάποιοι μπορούν να εργαστούν εξ αποστάσεως και να διατηρήσουν σχετικά σταθερά τα εισοδήματά τους και κάποιοι όχι. Κάποιοι έχουν τα αποθέματα για να επιβιώσουν ακόμα και σε μια παρατεταμένη διακοπή λειτουργίας και κάποιοι όχι. Εξαιτίας αυτής της ασυμμετρίας των οικονομικών της επιπτώσεων, η τρέχουσα πανδημία αναμένεται να ενισχύσει τις προϋπάρχουσες ανισότητες τόσο μεταξύ των επιμέρους χωρών όσο και μεταξύ των πολιτών κάθε χώρας.
Οι προοπτικές για τη χώρα μας δεν είναι ευνοϊκές. Μεταξύ άλλων, η μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας από τον τουρισμό, το αδύναμο πλαίσιο δημόσιας υγείας και κοινωνικής προστασίας, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, η έκταση της παραοικονομίας έχουν συμβάλει τόσο στην ένταση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας όσο και στην κατανομή του βάρους σε επιμέρους τμήματα των πολιτών. Παρότι το ενδιαφέρον της δημόσιας συζήτησης εστιάζει κατά κύριο λόγο στα συνολικά οικονομικά μεγέθη, όπως ο ρυθμός μεγέθυνσης, αξίζει να πάρουμε μια ιδέα για τις πιθανές αναδιανομές εισοδήματος και πλούτου που θα προκαλέσει η πανδημία. Κάποιες θα τις βρούμε μπροστά μας όταν, με το καλό, τελειώσει.
Υπάρχει, κατ’ αρχάς, ένα τμήμα, κάπου το ένα τρίτο του ενήλικου πληθυσμού, που παραμένει πλήρως προστατευμένο από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Πρόκειται φυσικά για εκείνους που το εισόδημά τους δεν συνδέεται με την ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα και δεν επηρεάζεται από τη διαταραχή της, δηλαδή τους συνταξιούχους και τους δημοσίους υπαλλήλους.
Οσον αφορά τους υπόλοιπους, τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, ουσιαστικά οι εργαζόμενοι σχετικά χαμηλής ειδίκευσης, είναι εκείνοι που υφίστανται τις χειρότερες συνέπειες της πανδημίας. Οσοι εξακολουθούν να εργάζονται είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι στη μετάδοση της πανδημίας αφού κατά κανόνα χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς και αναγκαστικά συγχρωτίζονται καθημερινά με πολλούς ανθρώπους. Οι περισσότεροι, ωστόσο, έχουν σταματήσει να εργάζονται εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που έχουν διακόψει τη λειτουργία σε μια σειρά κλάδους όπως η εστίαση, ο τουρισμός, το εμπόριο, η ψυχαγωγία, που απασχολούν μεγάλο μέρος αυτής της κατηγορίας εργαζομένων. Οσοι από αυτούς εργάζονταν με τυπικούς όρους, δηλαδή με κοινωνική ασφάλιση, στηρίζονται πλέον αποκλειστικά στα έκτακτα επιδόματα. Οσοι, από την άλλη, εργάζονταν ανασφάλιστοι – και, δυστυχώς, ξέρουμε ότι δεν είναι λίγοι – έχουν βρεθεί οικονομικά εκτεθειμένοι με μηδενικό εισόδημα.
Ανεβαίνοντας στην εισοδηματική κλίμακα, τα λεγόμενα μεσαία στρώματα παρουσιάζουν φυγόκεντρες τάσεις. Ενα μέρος από αυτούς, σχετικά υψηλής ειδίκευσης, μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται εξ αποστάσεως και να διατηρεί το εισόδημά του αμετάβλητο, όμως οι υπόλοιποι που επηρεάζονται από τις διακοπές λειτουργίας υποβαθμίζονται ραγδαία καθώς τα κρατικά επιδόματα είναι χαμηλότερα από τις προηγούμενες αποδοχές τους. Κάποιοι λίγοι πάλι που απασχολούνταν στους κλάδους που ευνοήθηκαν από την κρίση μπορεί να βγουν κερδισμένοι και να αναβαθμιστούν.
Τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, τέλος, ιδιαίτερα εκείνοι που ο πλούτος τους αποτελείται από σχετικά «ασφαλή» περιουσιακά στοιχεία (ομόλογα ανεπτυγμένων κρατών, μετοχές ισχυρών επιχειρήσεων, χρυσό, κ.λπ.), βρίσκονται στην ευχάριστη θέση να παρακολουθούν τον πλούτο τους να πολλαπλασιάζεται λόγω της υπερτίμησης που προκαλεί η αυξημένη ζήτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων σε συνθήκες αβεβαιότητας. Αυτή η παράπλευρη συνέπεια της πανδημίας, έρχεται σε μια ήδη φουσκωμένη αγορά χρηματοοικονομικών στοιχείων εξαιτίας της παρατεταμένης περιόδου χαμηλών επιτοκίων.
Ολα τα παραπάνω φυσικά οφείλονται στις διαταραχές που προκάλεσε η πανδημία, ωστόσο δεν θα εξαφανιστούν μόλις τελειώσει. Οι μεγάλες μεταβολές στη διανομή του εισοδήματος που προκαλούνται από δραστικά γεγονότα, όπως η πανδημία, δεν αποκαθίστανται από μόνες τους αν δεν μεσολαβήσει κάποιο εξίσου δραστικό γεγονός. Οι άνθρωποι που έχασαν τις θέσεις εργασίας τους δεν έχουν μεγάλες πιθανότητες να τις ξαναβρούν αν οι επιχειρήσεις που απασχολούνταν δεν καταφέρουν να επαναλειτουργήσουν. Από την άλλη, οι περιουσίες που αυξήθηκαν δεν αναμένεται να μειωθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα, εκτός αν επέλθει μια γρήγορη υποτίμηση αυτών των αξιών ή αν φορολογηθούν με υψηλούς συντελεστές.
Με άλλα λόγια, η όξυνση των ανισοτήτων που πιθανότατα θα ακολουθήσει μετά το τέλος της πανδημίας και το κοινωνικό πρόβλημα που θα τη συνοδεύει είναι κρίσιμα ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι η ανισότητες είχαν μπει για τα καλά στον δημόσιο πολιτικό διάλογο, ήδη πριν την εμφάνιση της πανδημίας, είναι εύλογο να αναμένουμε την ακόμα εντονότερη σημασία τους στο πολιτικό πεδίο.
Τα καλά νέα είναι ότι η πανδημία θα τελειώσει κάποτε. Δεν ξέρουμε το πότε και, το κυριότερο, δεν ξέρουμε τι θα ακολουθήσει. Ο κόσμος δεν θα είναι ο ίδιος και θα βρεθούμε μπροστά σε μια σειρά προβλήματα. Είναι μια πρόκληση λοιπόν για το σύνολο του πολιτικού προσωπικού να βρει εκείνα τα εργαλεία που θα αμβλύνουν τις ανισότητες στη μετά COVID εποχή. Το εργαλείο που αποτελεί την πλέον ισχυρή υποψηφιότητα, και συζητείται εκτενώς σε παγκόσμια κλίμακα, είναι η επιβολή ενός φόρου περιουσίας που θα αναδιανείμει εισόδημα από εκείνους που ευνοήθηκαν χάρη στην πανδημία προς εκείνους που καταστράφηκαν οικονομικά εξαιτίας της.
Ο κ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης είναι συντονιστής Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή.