Είναι λογικό να υπάρχει κάποια κούραση αλλά και κάποια απαισιοδοξία μετά από τρεις κρίσεις οι οποίες προέκυψαν μέσα σχεδόν στην τελευταία δεκαετία. Η τελευταία μάλιστα έχει πραγματικά αλλάξει τις ζωές μας, ενώ η ύφεση τη χρονιά που φεύγει αναμένεται να ξεπεράσει και τη χειρότερη χρονιά της προηγούμενης οικονομικής κρίσης. Δεν είναι όμως από ανάγκη λόγω των ημερών που πιστεύω πως πρέπει να είμαστε πιο αισιόδοξοι.
Η σημερινή κρίση έχει δύο χαρακτηριστικά τα οποία επιτρέπουν στην κυβέρνηση να είναι πιο «γενναιόδωρη» στις παρεμβάσεις της για την αντιμετώπισή της, στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά να μπορούν να σχεδιάζουν την επόμενη μέρα, και στην Ευρωζώνη να χρησιμοποιεί χωρίς ιδιαίτερους δισταγμούς το «οπλοστάσιο» των παρεμβάσεων που διαθέτει.
Το πρώτο από τα εν λόγω χαρακτηριστικά είναι αυτό της προσωρινότητας και το δεύτερο η έλλειψη ηθικού κινδύνου.
Η προσωρινότητα της σημερινής κρίσης ενισχύθηκε από τις πολύ θετικές εξελίξεις για τα εμβόλια τον προηγούμενο μήνα και την αναμενόμενη εντός του 2021 επίτευξη ανοσίας με την ολοκλήρωση των εμβολιασμών. Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα τον σημαντικό περιορισμό της αβεβαιότητας, κάτι που φάνηκε και στο ελληνικό Χρηματιστήριο, και οριοθέτησε την έναρξη μιας επιστροφής στην κανονικότητα.
Γνωρίζουμε τώρα ότι πρέπει να καταβάλουμε μια ακόμα προσπάθεια για να περάσουμε τον «κάβο» του 2021 πριν βγούμε σε πιο ήρεμα νερά, όπου θα μπορέσουμε να επιταχύνουμε, να καλύψουμε το χαμένο έδαφος αλλά και να αξιοποιήσουμε το αναπτυξιακό απόθεμα της χώρας, το οποίο έχει δημιουργηθεί μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεων που έγιναν την τελευταία δεκαετία.
Η προσωρινότητα της κρίσης μετατρέπει σε προσωρινά και τα σημαντικά ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, τα οποία αναμένεται να εκλείψουν με την επιστροφή στην κανονικότητα, επιβαρύνουν όμως το δημόσιο χρέος. Αλλά και η ίδια η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους γίνεται πιο ευνοϊκή χάρη στις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Παρά την προσωρινότητά της, και η τωρινή κρίση έχει θύματα και είναι βέβαιο ότι θα έχει και περισσότερα στο κοντινό μέλλον, ιδιαίτερα μάλιστα σε κάποιους πιο ευάλωτους τομείς. Είναι ωστόσο επίσης βέβαιο ότι εάν τα δύο αυτά χαρακτηριστικά εξέλιπαν (προσωρινότητα και απουσία ηθικού κινδύνου), δεν θα υπήρχαν και τόσοι πόροι διαθέσιμοι για τη στήριξη της οικονομίας και τα οδυνηρά αποτελέσματα αυτής της κρίσης θα ήταν αρκετά πλησιέστερα σε αυτά της προηγούμενης.
Σημαντικά είναι τα «πολεμοφόδια» για την επόμενη μέρα. Κατ’ αρχήν, θα απελευθερωθούν οι συμπιεσμένες για πολλά χρόνια, εκτός από ένα μικρό διάλειμμα, θετικές προσδοκίες, οι οποίες θα κινήσουν την οικονομία. Δεύτερον, θα πρέπει να αναπληρωθεί το σημαντικό παραγωγικό κενό που δημιουργήθηκε με την οικονομία να λειτουργεί αρκετά κάτω από τις δυνατότητές της. Τρίτον, και σημαντικότερο, τα επόμενα 6-7 χρόνια αναμένεται να υλοποιηθεί στη χώρα μας το μεγαλύτερο επενδυτικό πρόγραμμα από την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων, στηριζόμενο στους μεγάλους ευρωπαϊκούς αναπτυξιακούς πόρους (πάνω από δύο ΕΣΠΑ) που δημιουργήθηκαν ακριβώς λόγω έλλειψης ηθικού κινδύνου. Τέταρτον, κάποιες επιλογές οικονομικής πολιτικής, όπως η μείωση ασφαλιστικών εισφορών αντί για μείωση ΦΠΑ, ενισχύουν την εξωστρέφεια της οικονομίας και στηρίζουν ένα πιο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.
Υπάρχουν, τέλος, κάποιες προϋποθέσεις οι οποίες λειτουργούν ως επιταχυντές της ανάπτυξης που θα έρθει. Αυτές αφορούν: την περαιτέρω εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, το οποίο επίσης επιβαρύνεται και από αυτή την κρίση και το οποίο θα κληθεί να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη της επόμενης ημέρας, τη μεγάλη πρόκληση της αποτελεσματικής υλοποίησης του τεράστιου επενδυτικού προγράμματος που υπάρχει, τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας καθώς και της αξιοπιστίας της χώρας, αξιοπιστία που όπως έχουμε διαπιστώσει πολλάκις δύσκολα κατακτάται και εύκολα χάνεται.
Ο κ. Γιώργος Π. Ζανιάς είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος της Eurobank.