Ο καλούμενος «συμβιβασμός» έλαβε λοιπόν χώρα. Η Συμφωνία για το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ 2021-2027) και το Ταμείο Ανασυγκρότησης από τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού επετεύχθη τελικά στη Σύνοδο Κορυφής και εγκρίθηκε και από τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η επίσημη, «εύπεπτη» εκδοχή ομιλεί για «κάμψη των αντιρρήσεων της Ουγγαρίας και της Πολωνίας» που απειλούσαν με άσκηση βέτο αν υιοθετείτο η πρόταση για τη διασύνδεση της χορήγησης πόρων από το Ταμείο με την τήρηση βασικών δικαιοκρατικών αρχών (Rule of law conditionality). Τέτοια ήταν η έκταση της «υποχώρησης» εκ μέρους των δύο κρατών, τα οποία κυβερνώνται από τους γνωστής και συνεπούς προσήλωσης στις αρχές του κράτους Δικαίου πρωθυπουργούς Ορμπαν και Μοραβιέτσκι, που ο εκπρόσωπος του Ορμπαν, μάλλον δικαίως, σχολίασε μέσω Twitter: «Νικήσαμε. Στη δύσκολη περίοδο της πανδημίας, της οικονομικής κρίσης, δεν είναι ώρα να κάνουμε πολιτικές και ιδεολογικές συζητήσεις που μας εμποδίζουν να αναλάβουμε δράση». Αλλά και ο ίδιος ο Μοραβιέτσκι μίλησε για «διπλή νίκη».
Επί της ουσίας και δίχως ωραιοποιήσεις: Ο μηχανισμός διασύνδεσης της χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό της ΕΕ με την τήρηση των αρχών του κράτους Δικαίου παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες, και μάλιστα όχι με συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, αλλά τέθηκε υπό τον ασαφή όρο της διερεύνησης της νομιμότητας των αρχικών σχετικών κανονιστικών διατάξεων από το Δικαστήριο της ΕΕ, το οποίο για μια ακόμη φορά καλείται να δώσει διεξόδους στην έλλειψη βούλησης και θεσμικής ευπρέπειας από τις ενωσιακές πολιτικές ελίτ. Οι τελικώς υιοθετηθείσες διατυπώσεις και η επιτευχθείσα συμφωνία είναι νομικά δομικά προβληματικές. Δεν είναι εδώ ο χώρος για την τεχνική ανάδειξη των πλειόνων νομικών ακροβασιών που συνεπάγονται τα συμφωνηθέντα. Ας λεχθεί απλώς ότι οι διέπουσες τις θεσμικές οριοθετήσεις αρμοδιοτήτων μεταξύ των ενωσιακών οργάνων ρυθμίσεις των Συνθηκών αλλά και η δεσμευτικότητα των ενωσιακών πηγών δικαίου ετέθησαν εν αμφιβόλω.
Ας περιορισθούμε στην ανάδειξη των αρνητικών συνεπειών αυτής της εξέλιξης για τη δικαιοκρατική φυσιογνωμία της ευρωπαϊκής ενοποιητικής πορείας και της συνταγματικής της αρχιτεκτονικής. Διερωτάται κανείς: Τι είναι εν τέλει η Ευρωπαϊκή Ενωση και ποια στοιχεία της φύσης και προοπτικής της υπόκεινται σε «συμβιβασμούς»; Για τους θιασώτες της άποψης ότι η Ενωση οφείλει να αρκείται στο να είναι ένας υπερεθνικός θεσμός χαλαρής συνεύρεσης για τη διενέργεια παζαριών ποικίλης φύσεως ερήμην αρχών (ας δούμε λ.χ. στα καθ’ υμάς τη στάση στο περιβόητο θέμα των κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας) και τη διευθέτηση οικονομικών συναλλαγών και διευθετήσεων, ζητήματα αξιακής σύμπλευσης και συμπόρευσης με τις παραδόσεις και καταστατικές δομικές παραδοχές του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού ίσως όντως είναι δευτερευούσης σημασίας. Κινούμενος κανείς σε αυτό το πλαίσιο θεώρησης, ως αντιλαμβάνομαι, λ.χ. η θεσμοθέτηση στην Πολωνία ζωνών απαγόρευσης πρόσβασης ανάλογα με τον σεξουαλικό προσανατολισμό (!) εκάστου πολίτη ή ο απηνής διωγμός μη φίλα προσκείμενων δικαστών και η εν μια νυκτί καθαίρεση της ηγεσίας ανωτάτων δικαστηρίων με κριτήριο την προσήλωσή τους στο κυβερνών κόμμα, συνιστούν θέματα ήσσονος βαρύτητας. Το αυτό ισχύει, εικάζω, και για τον κίνδυνο σταδιακής εξοικείωσης με μια αισθητική και πολιτειακή βαρβαρότητα και ευτελισμό των δικαιοκρατικών και θεσμικών εγγυήσεων που συνιστούν τη βάση του ευρωπαϊκού συνταγματισμού και δημοκρατικού προτύπου.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει μια επισήμανση, ιστορικά όχι ανακριβής, ότι η Ενωση πάντα προχωρά μέσα από συμβιβασμούς. Εν προκειμένω εν τούτοις προσεγγίζουμε πλέον ένα σημείο όλως οριακό. Συμβιβασμούς άραγε με ποιους, για ποιο υποκείμενο σε διάθεση διακύβευμα και σε ποια βάση; Το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα είναι, υποτίθεται, προσανατολισμένο σε μια συγκεκριμένη τελολογία πολιτικής σύζευξης στηριζόμενης σε σαφές αξιολογικό πλαίσιο και ταυτοτικές αναφορές αναγόμενες, ως προανέφερα, στις δομικές αρχές του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Γνωρίζω ότι αυτά ηχούν σε κάποιους υπέρμαχους μιας δήθεν Realpolitik κάπως ακαδημαϊκά και θεωρητικά. Η ιστορική εμπειρία εν τούτοις άλλα δηλοί. Υπάρχουν οριακές ιστορικές στιγμές και συγκυρίες που ο στενός χρησιμοθηρικός ρασιοναλισμός του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», η παραπομπή στα υλικά οφέλη και στις εμπορικές και οικονομικές συνέργειες μιας ενιαίας αγοράς απλώς δεν επαρκούν, καθότι οι διακυβεύσεις και αγωνίες είναι δομικές και βαθύτερες. Ως και αλλού έχω γράψει, η συγκρότηση ταυτοτικών τόπων συνιστά μείζον διακύβευμα για την ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία (Α. Μεταξάς, «Η ποιοτική ιδιαιτερότητα της ενωσιακής έννομης τάξης – Αλληλένθεση – Κρίση – Εξαίρεση», εκδ. Σάκκουλα, 2020). Ζητούμενο είναι η δημιουργία ταυτίσεων με το ενωσιακό πεδίο και η διασύνδεση των τελευταίων με το συλλογικό και ατομικό φαντασιακό. Τι είναι η «ταυτότητα» αν όχι συγκρότηση διόδων και τόπων ασφάλειας για τον πολίτη σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο με αναφορά και σε έναν κοινό αξιακό προσανατολισμό; Το αίτημα της ασφάλειας ως σύνθετη, ανθρωπολογική εν τέλει, σταθερά δεν μπορεί να υποκατασταθεί ή να υποστασιοποιηθεί μόνο από αριθμούς και οικονομικά μεγέθη, τα οποία σε τελική ανάλυση δεν μπορεί πάντα να είναι θετικά και ρόδινα, ως ίσως και το άμεσο μέλλον θα δείξει.
Σε κάθε περίπτωση πλέον, οι διακριτές επιλογές πορείας για την Ενωση διαγράφονται σαφείς: συνέχιση της πορείας προς τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής Συμπολιτείας με στοιχεία μιας δημοκρατικής πολιτικής ένωσης ή γοργή επανάκαμψη σε ένα μοντέλο χαλαρής οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας (όταν και όποτε, εννοείται, τα όποια παζάρια με το όποιο κόστος τελεσφορούν).
*Ο κ. Αντώνης Μεταξάς είναι επίκουρος καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου.