Ο παραλογισμός. Η ανθρωπότητα συνολικά αντιμετωπίζει τη φονικότερη απειλή εδώ και 100 χρόνια περίπου – την πανδημία COVID-19 με την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών, την αποσάθρωση των κοινωνιών, την κατάρρευση των οικονομιών, την εκτόξευση της ανεργίας, την αύξηση της φτώχειας, την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και πολλά άλλα. Διαπιστώθηκε έτσι με τον πλέον τραγικό τρόπο ότι η ασφάλεια των πολιτών (η ύπαρξή τους, η ζωή τους δηλαδή) δεν «χτυπήθηκε» κυρίως από τις παραδοσιακές απειλές που κατά κανόνα συζητάμε (εξωτερική επίθεση, κ.λπ.) αλλά από έναν ύπουλο εσωτερικό και διεθνικό ταυτόχρονα εχθρό – την πανδημία – για τον οποίο ούτε είχαμε προετοιμαστεί επαρκώς, αν και προβλέπαμε ότι κάποια στιγμή μπορεί να έλθει, αλλά ούτε επενδύσαμε επαρκώς σε έρευνα, κ.λπ. Κάτι που πιστοποιεί ότι δεν είχαμε και την πλήρως ορθολογική διάταξη προτεραιοτήτων και την περιεκτική έννοια της εθνικής ασφάλειας για την προστασία της ζωής των πολιτών αλλά και των κοινωνιών και της οικονομίας.

Βέβαια για τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών αποτελούσε την κύρια προτεραιότητά του ειδικά για τις ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ. Επέμενε ότι οι 30 χώρες-μέλη της Συμμαχίας θα έπρεπε να αυξήσουν στο 2% το ύψος των στρατιωτικών δαπανών επί του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Ως αποτέλεσμα και αυτής της πίεσης η ανθρωπότητα φαίνεται να έχει μπει σε μια κούρσα αύξησης των στρατιωτικών δαπανών. Η μία μετά την άλλη οι χώρες αυξάνουν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους παρά την πανδημία και την οικονομική κρίση. Μόλις πριν από λίγες ημέρες το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) ανακοίνωσε αύξηση των στρατιωτικών δαπανών κατά 16,5 δισ. στερλίνες για την επόμενη τετραετία. Οι αυξήσεις αυτές «δικαιολογούνται» κυρίως με τις απειλές που θέτουν για το παγκόσμιο σύστημα Κίνα και Ρωσία αλλά και ο πολλαπλασιασμός των περιφερειακών συγκρούσεων.

Σύμφωνα με στοιχεία του ΝΑΤΟ, από το 2015 και μετά καταγράφεται εντυπωσιακή αύξηση των συνολικών αμυντικών δαπανών (ενώ το 2013, 2014 είχε σημειωθεί κάποια υποχώρηση γύρω στο 1%). Η αύξηση φθάνει σήμερα (2020) σύμφωνα με εκτιμήσεις στο 4,3%. Ετσι οι συνολικές αμυντικές δαπάνες που έφθαναν τα 896 δισ. δολάρια το 2015 εκτινάχθηκαν στα 1.030 δισ. το 2020 και αντιστοιχούν στο 2,52% του ΑΕΠ συνολικά για όλο το ΝΑΤΟ (περιλαμβανομένων και των ΗΠΑ) αλλά και 1,57% για τις χώρες της Ευρώπης με Καναδά (NATO Europe Canada). Και στην εικόνα αυτή έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον η θέση της Ελλάδας. Η Ελλάδα εμφανίζεται να κατέχει τη δεύτερη θέση μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) με 2,58% (ΗΠΑ 3,87%). Αν και η Ελλάδα δαπανά ένα σχετικά χαμηλό ποσοστό δαπανών (12,1%) σε equipment (Τουρκία 36,9%). Οι συνολικές αμυντικές δαπάνες της Τουρκίας φθάνουν το 1,9% του ΑΕΠ. Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα σε ύψος αμυντικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αλλες μικρότερες χώρες δαπανούν γύρω στο 1%-1,5% του ΑΕΠ. Οι αμυντικές δαπάνες στην Ελλάδα έφθασαν από 4,073 δισ. ευρώ το 2015 σε 4,398 δισ. το 2020. Το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων αριθμεί 107,6 άτομα σήμερα (Τουρκία 437,2).

Ωστόσο από τις χώρες του ΝΑΤΟ ορισμένες αρνούνται να προχωρήσουν στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών τους παρά τις πιέσεις που ασκήθηκαν από τις ΗΠΑ (και που ελπίζεται ότι θα χαλαρώσουν με την προεδρία Μπάιντεν). Η Γερμανία, π.χ., προβάλλει μια δέσμη επιχειρημάτων που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως ότι η συμβολή μιας χώρας στη σταθερότητα, αποτροπή ή επίλυση συγκρούσεων είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και όχι απλά και μόνο του ύψους των στρατιωτικών δαπανών. Παρεμφερή επιχειρήματα προβάλλει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το ύψος, π.χ., της ανθρωπιστικής και αναπτυξιακής βοήθειας που διατίθεται από κάθε χώρα ή ομάδα χωρών είναι ένα κρίσιμο αλλά περισσότερο ευεργετικό μέγεθος. Συμβάλλει πολύ πιο αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση – ακύρωση των γενεσιουργών αιτιών της αστάθειας, συγκρούσεων, κλπ. από οποιοδήποτε ύψος στρατιωτικών δαπανών. Και στο πεδίο αυτό η Ευρώπη έχει τις καλύτερες συγκριτικά επιδόσεις. Δαπανά το 0,46% του ΑΕΠ σε αναπτυξιακή βοήθεια έναντι 0,12% των ΗΠΑ, οι οποίες, από την άλλη μεριά, αφιερώνουν το υψηλό ποσοστό του 3,87% ΑΕΠ σε αμυντικές δαπάνες (το κολοσσιαίο ποσό των 696 δισ. δολαρίων – τέσσερις φορές ο ελληνικός γενικός προϋπολογισμός περίπου).

Στην Ελλάδα όσο κατανοητή κι αν είναι η αύξηση των αμυντικών δαπανών δεδομένων των δύσκολων συνθηκών (δεν γειτονεύουμε με Ολλανδία και Λουξεμβούργο), δεν μπορεί πάντως και να γίνεται χωρίς καμιά σε βάθος συζήτηση.

Και πάντως για τη μείωση των στρατιωτικών δαπανών δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε κάποιο… εμβόλιο. Στρατηγική για την επίλυση των προβλημάτων χρειαζόμαστε.

*Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομ. καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο το νέο του βιβλίο με τίτλο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης».