Οι επαγγελματίες υγείας βρέθηκαν στο προσκήνιο το 2020. Γιατροί και νοσηλευτές βούτηξαν στα βαθιά στη μάχη ενάντια στον κορωνοϊό. Και οι μέχρι πρότινος άγνωστοι στο ευρύ κοινό επιστήμονες έγιναν οι άνθρωποι για τους οποίους μιλούμε νυχθημερόν και παρακολουθούμε με προσοχή κάθε τους δήλωση. Υπάρχουν ωστόσο και οι αφανείς ήρωες των νοσοκομείων. Υγειονομικοί που δεν έχουν βγει μπροστά, αλλά βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης.
«Είχα άγχος να μη μεταφέρω κάτι σπίτι»
Ο Παύλος Κουτσιάδης εργάζεται ως φυσικοθεραπευτής στο «Σωτηρία» τα τελευταία 10 χρόνια. Για πολλούς η ειδικότητα αυτή μοιάζει να μη σχετίζεται με τους ασθενείς COVID-19, εκείνοι όμως είναι που φροντίζουν για την αναπνευστική και κινητική φυσικοθεραπεία των ασθενών πριν και μετά τη διασωλήνωση. «Είμαστε ακριβώς στην πρώτη γραμμή. Βοηθάμε έναν ασθενή που έχει δύσπνοια, του διδάσκουμε ξανά τον σωστό τρόπο αναπνοής, βοηθάμε στη παροχέτευση των εκκρίσεων.
Για να καταλάβετε, το βασικό παράγγελμα που λέω σε έναν ασθενή μόλις έχει ξυπνήσει είναι “βήξε μου”. Χωρίς να φαίνεται, εγώ έχω άμεση επαφή με τον ασθενή και σε αυτή τη φάση με τον ιό» εξηγεί.
Η πρώτη επαφή του με ασθενή κορωνοϊού ήταν στις 23 Μαρτίου, έκτοτε έχει βρεθεί στο πλάι δεκάδων ασθενών.
Στην αρχή, το συναίσθημα που τον είχε κατακλύσει ήταν εκείνο του φόβου και της αγωνίας. Αφενός γιατί το τοπίο γύρω από τον ιό ήταν θολό και αφετέρου γιατί στο σπίτι τον περίμεναν τα τρία του παιδιά, η σύζυγος και η μητέρα του, που περνά τον χειμώνα μαζί τους. Αυτή η συνθήκη άλλαξε την καθημερινότητά του άρδην.
«Είχα ένα άγχος να μη μεταφέρω κάτι. Η καθημερινότητά μου ήταν: μπάνιο στο νοσοκομείο, τελειώνοντας τη βάρδια, στο σπίτι η γυναίκα μου με ψέκαζε πριν μπω, μετά έβγαινα στη βεράντα, ξεντυνόμουν και πήγαινα απευθείας για μπάνιο. Ηταν ένα πράγμα πρωτόγνωρο, και εξακολουθεί να είναι, απλά είμαστε λίγο πιο εξοικειωμένοι γιατί το ζούμε εννέα μήνες».
«Σε ευχαριστώ που μου μίλησες»
Ολο αυτό το διάστημα, μέσα στις ΜΕΘ και τις κλινικές του «Σωτηρία» έχει ζήσει πολλές και έντονες καταστάσεις. Μία από αυτές όμως που δεν θα ξεχάσει ήταν η φράση ενός ασθενούς από τον Βόλο. «Οταν πήγα και τον είδα πρώτη φορά προσπάθησα να κερδίσω την εμπιστοσύνη του και άρχισα να του μιλάω. Από πού είναι, εάν έχει οικογένεια, πώς αισθάνεται και στο τέλος του είπα μόλις γίνει καλά να πιούμε κανένα τσίπουρο. Οταν έφυγα μου είπε κλαίγοντας “σε ευχαριστώ που μου μίλησες”. Οχι που με βοήθησες ή για αυτό που μου πρόσφερες. Μου είπε ευχαριστώ που του μίλησα. Συγκλονίστηκα…» περιγράφει ο κ. Κουτσιάδης.
Υπήρχαν στιγμές που και εκείνος λύγισε, ειδικά όταν κάποιος ασθενής δεν τα κατάφερνε. «Τη σωματική κόπωση την ξεπερνάς, η πνευματική είναι χειρότερη. Η μεγαλύτερή μας επιτυχία ήταν να βγει κάποιος από τη ΜΕΘ και να πάει στην κλινική και στο τέλος να επιστρέψει σπίτι του. Το άσχημο ήταν όταν έφευγα Παρασκευή και τη Δευτέρα που επέστρεφα έβλεπα άδειο κρεβάτι. Ο θάνατος είναι μέρος της δουλειάς μας, αλλά γινόταν σε τέτοιον βαθμό που δεν μπορείς, κάποια στιγμή λυγίζεις».
Βέβαια υπήρχαν και οι στιγμές που του έδιναν θάρρος και τον εμψύχωναν, όπως εκείνη ενός 88χρονου συμπολίτη μας, ο οποίος ήταν και ο πρώτος ασθενής που κλήθηκε να δει στις 23 Μαρτίου. Ο άνθρωπος αυτός δεν νοσούσε από COVID αλλά και από Η1Ν1, με τις ελπίδες να μην είναι με το μέρος του. Μετά από 86 μέρες στην εντατική κατάφερε να βγει όρθιος. «Αν δεν σου δώσει θάρρος αυτό το πράγμα, τι θα σου δώσει;» λέει.
Χριστούγεννα στο νοσοκομείο
Τα φετινά Χριστούγεννα θα είναι πιο δύσκολα για τον κ. Κουτσιάδη και την οικογένειά του. Η αλλαγή του χρόνου θα τον βρει στο νοσοκομείο παρέα με τους ασθενείς και τους συναδέλφους του, αλλά όπως χαρακτηριστικά λέει «δεν έγινε και τίποτα. Δεν πειράζει, δεν θα είναι η πρώτη φορά».
«Οι αξονικές είναι το Α και το Ω»
«Μακάρι να μπορούσα να σας δώσω τα μάτια μου, να δείτε αυτά που βλέπω για να καταλάβετε πόσο σημαντικό είναι να προσέχουμε, πόσο σημαντικό είναι να φοράμε τη μάσκα, να πλένουμε τα χέρια μας». Με αυτή τη φράση απαντά η Αμαλία Φειδά, τεχνολόγος-ακτινολόγος στο «Σωτηρία», σε όσους τη ρωτούν εάν αυτό που βιώνουμε είναι σοβαρό, είναι αλήθεια και δεν είναι μια απλή ίωση.
«Δεν λέω να μην έχουμε επαφές με ανθρώπους, ούτε να γίνουμε ερημίτες, αλλά ό,τι κάνουμε να το κάνουμε με προσοχή και να αποφεύγουμε να ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες» δηλώνει στο «Βήμα».
Η Αμαλία Φειδά ανήκει στους 4.000 συμβασιούχους του ΟΑΕΔ στην υγεία και τα τελευταία 4 χρόνια εργάζεται στο ακτινολογικό τμήμα του «Σωτηρία». Οπως λέει, «οι ακτινογραφίες και οι αξονικές είναι το Α και το Ω, χωρίς αυτές δεν μπορεί να γίνει διάγνωση. Είναι αρκετά τμήματα μέσα στα νοσοκομεία που δεν ακούγονται, αλλά βρίσκονται στην πρώτη γραμμή».
«Οταν βλέπεις τις βλάβες του ιού τρομοκρατείσαι»
Αυτούς τους περίπου 10 μήνες που η χώρα μαστίζεται από την πανδημία της COVID-19 τα μάτια της έχουν δει πολλά και υπάρχουν στιγμές που σκέφτεται εάν θα επιζήσει από αυτό για να δει την… απόλυσή της. «Οταν βλέπεις, ειδικά στο απεικονιστικό κομμάτι, τις βλάβες που προκαλεί η COVID, τρομοκρατείσαι. Οχι τόσο ότι θα κολλήσεις και θα πεθάνεις, ίσως ο φόβος για τον εαυτό σου να είναι λίγο λιγότερος, αλλά ότι οι περισσότεροι από εμάς θα γυρίσουμε σπίτι στην οικογένειά μας, σε γονείς, σε παιδιά σε ευπαθείς ομάδες και θα τους μεταφέρουμε κάτι και μπορεί να τους χάσουμε. Είναι φρικιαστικό».
Υπό τον φόβο αυτόν αποφάσισε να μετακομίσει για να προστατεύσει την καρκινοπαθή μητέρα της, με την οποία επικοινωνούν πλέον με βιντεοκλήσεις. «Στενοχωρήθηκε πάρα πολύ. Υπάρχουν φορές που θα με πάρει και θα μου πει ότι της λείπει που δεν μπορεί να με πάρει μια αγκαλιά που είμαι μόνη μου…».
Το σοκαριστικό περιστατικό
Στο πρώτο κύμα της πανδημίας τα πράγματα ήταν πιο ήπια. Τώρα το κλίμα στο νοσοκομείο είναι βαρύ. «Βλέπουμε και πολλούς συναδέλφους μας που αρρωσταίνουν, και χάνουμε συναδέλφους. Υπάρχει ένα κλίμα αρκετά άσχημο, προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να μη μας παίρνει από κάτω, αλλά δεν έχουμε το ίδιο κέφι, είμαστε φοβισμένοι πολύ».
Ενα από τα περιστατικά που δεν θα ξεχάσει είναι μέσα στη μονάδα. Την έχουν φωνάξει για μια επείγουσα ακτινογραφία. «Γιατροί και νοσηλευτές προσπαθούν να επαναφέρουν έναν ασθενή, και τους παρακολουθώ περιμένοντας, βλέποντάς τους να κάνουν ΚΑΡΠΑ. Προσπαθούν επί μισή ώρα, καταϊδρωμένοι, κατάκοποι. Αλλάζουν χέρια ο ένας με τον άλλον» περιγράφει.
Δυστυχώς ο ασθενής κατέληξε. «Είναι συγκλονιστικό. Ολη αυτή η προσπάθεια να μη φύγει αυτή η ζωή και εσύ είσαι εκεί με δεμένα χέρια και απλά κοιτάς και λες ότι περιμένω να κάνω αυτό που πρέπει να κάνω όταν έρθει η στιγμή και αν…» τονίζει.
«Ανταπόκριση» από το «Σωτηρία»
Στους πρωταγωνιστές της χρονιάς που σε λίγο φεύγει ο γιατροί είναι αυτοί που πάνω τους ακουμπάμε τις ζωές και τις ελπίδες μας. Ανάμεσα σε αυτούς και η Σταματούλα Τσικρικά, πνευμονολόγος στο νοσοκομείο «Σωτηρία».
Οπως περιγράφει μιλώντας στο «Βήμα» «η πανδημία του κορωνοϊού είναι μια συνθήκη ζωής και εργασίας πρωτόγνωρη για όλους μας. Αν και ως επιστήμονες αναμέναμε πιθανά την έλευση ενός λοιμογόνου παράγοντα σε πληθυσμούς χωρίς ανοσία, ο τρόπος που το βιώνουμε σε κάθε επίπεδο – είτε επαγγελματικό – οικονομικοκοινωνικό – προσωπικό αφήνει ένα σημαντικό αποτύπωμα αναδιάρθρωσης του τρόπου ζωής και σκέψης μας».
Από την πρώτη στιγμή, ως πνευμονολόγος σε νοσοκομείο αναφοράς, κλήθηκε να περιθάλψει ασθενείς φορώντας ολόσωμες στολές, γάντια και μάσκες. «Δύσκολες και ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας τόσο για εμάς, αλλά το ίδιο δύσκολες και για τους ασθενείς που στα μάτια τους διαφαίνονται καθαρά το άγχος και ο φόβος, συναισθήματα που κυριαρχούν όταν βρίσκεσαι μπροστά σε κάτι καινούργιο και συνάμα τόσο επικίνδυνο».
«Υπάρχουν στιγμές που σε κάνουν να λυγίζεις»
Τα συναισθήματά της έντονα, με τον φόβο και το άγχος να εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά όχι στο μέτρο που τα βίωσε στο πρώτο κύμα. «Η χαρά και η ελπίδα όταν ένας ασθενής παίρνει εξιτήριο και επιστρέφει στους αγαπημένους του είναι εκείνη που φορτίζει τις μπαταρίες της ψυχής και του πνεύματος, αφήνοντας σε βαθιά λήθη την απίστευτη σωματική κούραση» λέει.
«Βέβαια, υπάρχουν και πολλές δύσκολες στιγμές που σε κάνουν να λυγίζεις, να κλάψεις, όπως είναι το άκουσμα απώλειας συναδέλφων και συνεργατών που έχασαν τη ζωή τους στο καθήκον και που μέχρι χθες δούλευες μαζί στη βάρδια. Μία από αυτές τις πολύ δύσκολες και μελανές στιγμές για την πνευμονολογική οικογένεια η οποία βυθίστηκε στο πένθος ήταν όταν χάθηκε τόσο πρόωρα ο 42χρονος συνάδελφός μας, ένας εξαίρετος νέος επιστήμονας και πατέρας τριών παιδιών».