Πρεσβυτάτη κυρία 105 Μαΐων, τρόφιμος ενός οίκου ευγηρίας κάπου στις Γαλλικές Αλπεις, εόρτασε, όπως μαθαίνουμε, τα γενέθλιά της, έχοντας μάλιστα νικήσει τον μιαρόν COVID-19. Της προσφέρθηκε μια ανθοδέσμη αλλά – φευ – δεν κόπηκε η καθιερωμένη τούρτα, καθώς τα μέτρα προστασίας δεν το επέτρεπαν. Τι καλά, σκέφτομαι. Αμποτες να φθάσουμε κι εμείς τα δικά της χρόνια κι ας λείπει η τούρτα – έτσι κι αλλιώς στο χωριό μου το έθιμο αυτό δεν πολυσυνηθίζεται…
Ετσι σκέφτηκα. Ετσι ομίλησα. Και ως ομίλησα, μου αποκρίθηκε εκείνος που όλα τα ξέρει για μένα, εκείνος που όλα όσα λέω πρώτος τα ακούει και, το χειρότερο – φευ –, ό,τι κι αν μου περάσει απ’ το μυαλό πρώτος αυτός το διαβάζει, το κρίνει, το ελέγχει και τις περισσότερες φορές το απορρίπτει. Ωσπου να περάσει ο καιρός να ξεχαστούν τα μαθήματά του, να επαναλάβω τα λάθη μου… Φορές αμέτρητες και πάλι τα ίδια. Μου μίλησε, λοιπόν, εκείνος με τον οποίον συνεχώς, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό συνομιλούμε. Χωρίς πάντοτε να φθάνουμε σε συμφωνία.
Αυτού του είδους οι προς εαυτόν ομιλίες συνηθίζονται, πιστεύω, στο τέλος μιας χρονικής περιόδου, συνήθως τα βράδια, ή για όσους δεν ευκαιρούν άλλη ώρα. Ή όποτε τους τύχει να συμβεί κάτι τέτοιο, αν τους συμβεί. Θυμίζω δίκην σχολαστικού τα όσα οι πυθαγόρειοι συνήθιζαν να ερωτούν εαυτούς κάθε βράδυ: Πη παρέβην; Τι δ’ έρρεξα; Τι δε μοι δέον ουκ ετελέσθη; Ποιες οι παραβάσεις της ημέρας μου, ποιες οι πράξεις μου, τι δεν έπραξα από όσα έπρεπε να πράξω;
Και, τέλος πάντων, καλά εγώ που όλα όσα με πράττω και όλες οι αποφάσεις μου μόνο με εμένα έχουν να κάνουν. Καλά και με τους σβησμένους από τη μνήμη μας πυθαγόρειους ή όποιους άλλους στοχαστικούς Ελληνες, παλαιούς και νεότερους. Εδώ όμως προβάλλει το ερώτημα. Οσοι διοικούν και όσοι ορίζουν τη μοίρα και την πορεία αυτού του τόπου, κυβερνητικοί, αντιπολιτευόμενοι, παράγοντες, σύμβουλοι και λοιποί, άραγε βρίσκουν τον χρόνο και, κυρίως, έχουν τη διάθεση να αναρωτηθούν τι στο καλό έπραξαν την πάσα ημέρα, τι παρέβησαν, τι άφησαν ημιτελές και στραπατσαρισμένο; Ποιο το ετήσιο έργο τους που να αντιστοιχεί κάπως στον μισθό τους; Ο καθείς και τα όπλα του, είπε ο ποιητής. Ο καθείς και η μνήμη του, λέω εγώ. Ο καθείς και τα έργα του. Ο καθείς και οι φόβοι του. Ποιοι είναι οι φόβοι της κυβέρνησης, ποιοι της αντιπολίτευσης; Μόνον όσα έχουν να κάνουν με τη διατήρηση ή την απόκτηση της εξουσίας; Μόνον όσα αφορούν το όποιο προσωπικό κέρδος;
Δεν διαθέτουμε τη δύναμη, ούτε, το κυριότερο, έχουμε τη διάθεση να ετάζουμε καρδίες, κυβερνητικές ή μη, ούτε και μας όρισε κάποιος κριτές, επικριτές ή επαινέτες οποιουδήποτε. Ομως καθώς διαβαίνει και χάνεται ένας χρόνος, καθώς δηλαδή κλείνει μια συγκεκριμένη χρονική περίοδος του βίου μας και του βίου του έθνους, όχι μόνο δεν μας επιτρέπεται να ζούμε σε κατάσταση αμεριμνησίας, αλλά ούτε έχουμε τη δυνατότητα να σβήσουμε από τα κιτάπια μας και να διαγράψουμε τα χρέη της προηγούμενης χρονιάς. Χρέη οικονομικά. Πολιτικά. Κοινωνικά. Εκπαιδευτικά. Προσωπικά.
Το χειρότερο: συνεχώς προστίθενται εις βάρος μας νέες υποχρεώσεις, εμφανίζονται νέες ευθύνες, ελλοχεύουν νέοι κίνδυνοι. Ο βίος μας ατομικός, κοινωνικός, εθνικός συνεχώς βρίσκεται εκτεθειμένος σε κινδύνους. Ο Ποιητής το είδε και το είπε ολοκάθαρα: «Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας/ σα μια σειρά κεράκια αναμένα/ χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια. /Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,/ μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·/ τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,/ κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.
Παρά ταύτα η ελπίδα ουδέποτε χάνεται. Συνιστά ένα ουσιώδες στοιχείο του βίου μας. Ακόμη και οι απελπισμένοι μπορούν και έχουν το δικαίωμα να προσβλέπουν σε ένα καλύτερο μέλλον. Αλλωστε οι εορτάσιμες ημέρες που όλο και πλησιάζουν αισιοδοξία προσφέρουν. Ή, τουλάχιστον αυτό θέλουμε να ελπίζουμε. Οπως κάνει η σεβαστή κυρία των 105 ανθηρών ή (ποιος ξέρει;) και πένθιμων Μαΐων.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.