Στον δημόσιο διάλογο για τη συνεπιμέλεια, στο πλαίσιο της αλλαγής του Οικογενειακού Δικαίου, παρατηρείται ένας αρνητικός αντίλογος από άτομα κύρους και επιρροής, σε μία προσπάθεια, τόσο ποδηγέτησης της πολιτικής βούλησης, όσο και σκόπιμης παραγνώρισης της -αδήριτης- κοινωνικής ανάγκης να θεσμοθετηθεί η συνεπιμέλεια ως τεκμήριο νόμου.
Το φαινόμενο της αυθαίρετης δήλωσης καθώς και η επιρροή του σε αποφάσεις επιμέλειας παιδιού έχει διεθνώς περιγραφεί: άτομα κύρους κι επιρροής, επανειλημμένα, προωθούν μίαν άποψη, ειδικά στα ΜΜΕ, ως αντιπροσωπευτική της έρευνας αναφορικά με ένα θέμα, προβαίνοντας σε σαρωτικές και ατεκμηρίωτες γενικεύσεις βάσει επιλεγμένων και μεροληπτικών ευρημάτων, δίνοντας ελάσσονα σημασία σε αυτές που υποστηρίζουν την έγκριτη επιστημονική άποψη.
Στο πλαίσιο αυτών των αυθαίρετων δηλώσεων δημοσιεύονται απόψεις από άτομα κύρους, κυρίως των νομικών κύκλων, αλλά και άλλων, οι οποίοι προσπαθούν να επιβάλουν τις θέσεις τους, αγνοώντας τα επιστημονικά τεκμηριωμένα πορίσματα για την συνεπιμέλεια των κατεξοχήν ειδικών επιστημόνων – ακαδημαϊκών (Ελληνική Ψυχολογική Εταιρία) καθώς και των συλλόγων επαγγελματιών ψυχολόγων και κοινωνιολόγων που ουσιαστικά ασχολούνται με το διαζύγιο και τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις του στα παιδιά.
Συγκεκριμένα, προσφάτως, αναφέρθηκε από νομικό πρόσωπο κύρους ότι «δεν υπάρχουν μελέτες που έχουν διερευνηθεί στην Ελλάδα, αλλά σε χώρες με διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες». Επειδή, οι περιπτώσεις συνεπιμέλειας με εναλλασσόμενη κατοικία είναι ελάχιστες στην Ελλάδα, δεν υφίσταται και σχετική ελληνική έρευνα. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της ψυχολογικής έρευνας σε διεθνές επίπεδο όσον αφορά στην ανθρώπινη συμπεριφορά, δύνανται να γενικευθούν σε μία χώρα του δυτικού πολιτισμού όπως η Ελλάδα, καθώς οι οικογενειακές συνθήκες δεν διαφοροποιούνται. Το διαζύγιο κι ο αποχωρισμός από τον έναν γονέα έχει την ίδια ψυχολογική επιβάρυνση στο παιδί σε όλες τις χώρες του δυτικού πολιτισμού.
Πάρα ταύτα, υπάρχει σημαντική ελληνική βιβλιογραφία κι έρευνα, από Έλληνες ακαδημαϊκούς, που επεξεργάζονται θέματα γονικών σχέσεων και γονικής αποξένωσης που συνδέονται άρρηκτα με τον θεσμό της συνεπιμέλειας. Ειδικότερα, ο καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ηλίας Κουρκούτας, έχει σημαντικό ερευνητικό έργο σχετικό με τον ρόλο του πατέρα – τόσο στον γάμο όσο και στο διαζύγιο – στην υγιή, ολοκληρωμένη ανάπτυξη και ψυχική υγεία του παιδιού. Παρομοίως, ο καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ευστράτιος Παπάνης έχει διερευνήσει το θέμα της γονικής αποξένωσης. Επιπλέον, από έρευνα του Πανεπιστημίου Αιγαίου (2015) προέκυψε ότι το 73% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα πιστεύει πως ο πατέρας είναι εξίσου ικανός με την μητέρα στην ανατροφή των παιδιών, ενώ το 86% πιστεύει ότι το κράτος πρέπει να θεσπίσει νόμους για την συνεπιμέλεια.
Ο καθηγητής Γεράσιμος Κολαϊτης (2009), αναφέρθηκε στο σύνδρομο της γονικής αποξένωσης και τους ψευδείς ισχυρισμούς για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στα πλαίσια διαζυγίου, τονίζοντας τον αυξημένο αριθμό περιστατικών ψευδών καταγγελιών (συνήθως από μητέρες) για κακοποίηση παιδιών από τον άλλο γονέα σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας στα πλαίσια της γονικής αποξένωσης. Ο καθηγητής ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ευάγγελος Καλαϊτζάκης (2020), διερεύνησε τις συμπεριφορές γονικής αποξένωσης με παρόμοια ευρήματα με εκείνα της Δανίας. Προσφάτως, διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου ημερίδα με θέμα την «Συνεπιμέλεια», στην οποία συμμετείχε και η επιφανής ερευνήτρια ψυχολόγος σε θέματα κοινής ανατροφής από το Karolinska Institute της Σουηδίας M. Bergstrom και παρουσιάστηκαν σημαντικά ερευνητικά δεδομένα.
Αγνοώντας τα τεκμηριωμένα πορίσματα των ειδικών επιστημόνων, υποστηρίχθηκε ότι: «δεν υπάρχουν αξιόπιστες έρευνες που να δείχνουν ότι η ίσου χρόνου εναλλασσόμενη κατοικία ωφελεί τα παιδιά, υπάρχουν έρευνες με αντικρουόμενα πορίσματα, οι έρευνες οι οποίες δείχνουν ότι τα παιδιά ωφελούνται αφορούν περιπτώσεις στις οποίες οι γονείς έχουν συμφωνήσει στην εναλλασσόμενη κατοικία και δεν αντιδικούν». Οι παραπάνω δηλώσεις απέχουν από την πραγματικότητα. Υπάρχουν μεν αντικρουόμενες μελέτες αλλά μεμονωμένες, παρωχημένες, μεθοδολογικά μη έγκυρες και δεν αντικατοπτρίζουν την έγκριτη ερευνητική βιβλιογραφία, όπως προκύπτει από δύο σημαντικές επιστημονικές συναντήσεις διεθνώς αναγνωρισμένων επιστημόνων, που ανασκόπησαν το σύνολο της σχετικής ερευνητικής βιβλιογραφίας. Συγκεκριμένα, σε ανασκόπηση – σταθμό της όλης σχετικής βιβλιογραφίας του αναγνωρισμένου ερευνητή ψυχολόγου Warshak (2014), αυθεντία σε θέματα επιμέλειας παιδιών, που δημοσιεύτηκε υπό την έγκριση του κορυφαίου American Psychological Association, και προσυπογράφουν 110 εξέχοντες διεθνείς ερευνητές -επιστήμονες, προέκυψαν τα παρακάτω:
α) Η κοινή ανατροφή θα έπρεπε να είναι ο κανόνας για τα παιδιά όλων των ηλικιών, περιλαμβανομένων βρεφών και νηπίων.
β) Για να μεγιστοποιήσουμε τις πιθανότητες των παιδιών να έχουν μία καλή και ασφαλή σχέση με κάθε γονέα- καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη τους- ενθαρρύνουμε και τους δύο να αυξήσουν στο έπακρο τον χρόνο που περνάνε με τα παιδιά τους και να μοιράζονται τη φροντίδα έως και 50/50.
γ) Η έρευνα για διανυκτερεύσεις των παιδιών με τους πατέρες τους, τάσσεται υπέρ της νυχτερινής φροντίδας για παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών από κάθε γονιό αντί της διανυκτέρευσης κάθε βράδυ στο ίδιο σπίτι.
Αντίθετα, τα σχέδια ανατροφής που προσφέρουν στον πατέρα δίωρα επαφής δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα, μπορεί να προκαλέσουν υπέρμετρη ένταση στις επαφές τους. Επιπλέον, οι διανυκτερεύσεις επιτρέπουν στον γονέα να επιστρέφει το παιδί στον παιδικό σταθμό έτσι, θα αποφεύγεται η συνάντηση με τον άλλο γονέα προς αποφυγή συγκρούσεων, καταλήγοντας ότι οι λήπτες αποφάσεων θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι το να στερούν από μικρά παιδιά τις διανυκτερεύσεις με τους πατέρες τους θα μπορούσε να εκθέσει σε κίνδυνο την ποιότητα της αναπτυσσόμενης σχέσης. Επιπλέον, στην ίδια έκθεση αποδομούνται με συστηματικό τρόπο οι μελέτες της McIntosh (2010) και της Tornello (2013) που επεσήμαιναν κινδύνους με την κοινή φυσική επιμέλεια μικρών παιδιών, κι έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον κατά της εναλλασσόμενης κατοικίας, με την έννοια της μεροληπτικής ερμηνείας της έρευνας, ως μεθοδολογικά μη έγκυρες, υποδεικνύοντας ότι τα συμπεράσματα βασίζονται σε ιδεολογικές μεροληψίες παρά σε ακριβή επιστημονικά δεδομένα.
Σε διεθνές συνέδριο (2017), συναντήθηκαν 12 εξέχοντες ερευνητές – αυθεντίες, λαμβάνοντας υπόψη την ανασκόπηση της συνολικής σχετικής βιβλιογραφίας, τεκμηρίωσαν τα οφέλη της συνεπιμέλειας και συμφώνησαν στα κάτωθι (Braver και Lamb, 2017): «Τα ευεργετικά αποτελέσματα της συνεπιμέλειας είναι εμφανή σε ένα ευρύ φάσμα αξιολογήσεων που αφορούν στην ψυχοσωματική λειτουργία των παιδιών, (α) χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψης, άγχους και γενικότερα ψυχικής δυσφορίας, (β) χαμηλότερη επιθετικότητα και προβλήματα συμπεριφοράς, μειωμένη χρήση αλκοόλ και ουσιών, (γ) καλύτερη σχολική απόδοση και καλύτερη γνωστική ανάπτυξη, (δ) καλύτερη σωματική υγεία, ε) χαμηλότερα ποσοστά καπνίσματος και (στ) καλύτερες οικογενειακές σχέσεις. Στο ίδιο συνέδριο τέθηκε το ερώτημα εάν θα πρέπει η υψηλή γονική σύγκρουση ή η αντίθεση ενός γονέα για την κοινή επιμέλεια να αποτελέσουν βάση για εξαίρεση.
Ωστόσο, οι ειδικοί δεν συμμερίζονται αυτή την άποψη, δεδομένης της πληθώρας αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν το αντίθετο. Συγκεκριμένα, η Nielsen εξέτασε 27 διαφορετικές μελέτες, που δείχνουν ότι τα παιδιά ωφελήθηκαν σημαντικά από την κοινή επιμέλεια, ακόμα και όταν οι γονείς είχαν υψηλά επίπεδα συγκρούσεων. Από τα ευρήματα της Bergstrom (2015), συμπεραίνεται ότι η κοινή επιμέλεια ωφελεί τα παιδιά ακόμη κι όταν ένας από τους δύο γονείς αρχικά αντιτίθεται. Παρομοίως, η Nielsen (2017) εξέτασε 6 διαφορετικές μελέτες που δείχνουν ότι τα παιδιά ωφελήθηκαν σημαντικά από την κοινή επιμέλεια ακόμη κι όταν ο ένας γονέας αντιτάχθηκε αρχικά στο σχέδιο της κοινής ανατροφής .
Συμπερασματικά, και οι 12 ειδικοί ερευνητές συμφώνησαν ευρέως ότι η κοινή επιμέλεια θα πρέπει να αποτελεί νομικό τεκμήριο, και ότι κατ’ ελάχιστο το 35% του χρόνου του παιδιού θα πρέπει να κατανέμεται σε κάθε γονέα με εναλλασσόμενη κατοικία, ώστε το παιδί να δρέπει τα οφέλη της, και ότι η ύπαρξη σύγκρουσης μεταξύ των γονέων ή εναντίωσης από τον ένα γονέα στην κοινή επιμέλεια δεν θα πρέπει να αποτελεί λόγο για την αποτροπή ή αντίκρουσή της. Φαίνεται ότι η σύγκρουση δεν είναι στατική και σταθερή καθώς το ίδιο το δικαστικό περιβάλλον την υποκινεί, και μειώνεται μετά τη λήξη των διαφορών (Kelly, 2007). Η αποκλειστική επιμέλεια πυροδοτεί τη σύγκρουση, καθώς στις χώρες όπου εφαρμόστηκε η συνεπιμέλεια (Βαλένθια, Καταλονία που έχουν παρόμοια κουλτούρα με την ελληνική) η σύγκρουση και η αντιδικία μειώθηκαν σημαντικά.
Τέλος, νομικό πρόσωπο κύρους πρότεινε «τη συμμετοχή και των δύο γονιών στα πιο σημαντικά θέματα όπως είναι η ονοματοδοσία, το θρήσκευμα και η εκπαίδευση και διευρυμένη επικοινωνία με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια». Ωστόσο, τα πιο σημαντικά οφέλη για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού, προέρχονται κυρίως από την καθημερινή/βιωματική ανατροφή με τον κάθε γονέα μέσω της συναισθηματικής στήριξης κι επιρροής που ασκεί ο καθένας χωριστά σε διαφορετικά θέματα ανάπτυξης, καθώς κανείς γονέας δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον άλλον. Η επικοινωνία δεν δύναται να επιδράσει σημαντικά στην ολοκληρωμένη ηθική, γνωστική, κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και δεν «οικοδομεί» ικανά πρότυπα και υγιείς ταυτίσεις. Επικοινωνία μέσω διαδικτύου δεν δημιουργεί δεσμό, δεν παρέχει συναισθηματική στήριξη.
Η θέσπιση της συνεπιμέλειας με την ισόχρονη συμμετοχή των γονέων στην καθημερινή/βιωματική ανατροφή του παιδιού κι εναλλασσόμενη κατοικία, δεν είναι ένα απλό αίτημα κάποιων ομάδων πατέρων, ούτε πεδίο αντιπαλότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, όπως αυθαίρετα αναφέρεται κι αναπαράγεται. Είναι το αναφαίρετο δικαίωμα και η ανάγκη χιλιάδων παιδιών λυθέντων γάμων ή παιδιών εκτός γάμου που προστίθενται κάθε χρόνο (16.100 παιδιά το 2017), να ανατρέφονται κι από τους δύο γονείς τους. Είναι η ανάγκη χιλιάδων οικογενειών που αποξενώθηκαν από τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, είναι η βαθιά συναισθηματική ανάγκη χιλιάδων παιδιών που στερούνται αναίτια τον έναν τους γονέα.
Η γονική αποξένωση ως απόρροια της αποκλειστικής επιμέλειας ολοένα και γιγαντώνεται και συνιστά κακοποίηση του παιδιού και του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια. Η πολιτεία και ο νομοθέτης επιβάλλεται να σκύψουν στο πρόβλημα και να προστατέψουν κάθε παιδί, γιατί το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού είναι ένα και μοναδικό, να ανατρέφεται κι από τους δύο γονείς του όταν αυτοί είναι επαρκείς στο γονικό τους ρόλο.
Μαρία Καπερώνη
Κλινικός Ψυχολόγος Παιδιών κι Εφήβων, ΜSc, ΑΠΘ,
EuroPsy (European Certificate in Clinical & Health Psychology)
ΓΝΘ Ιπποκράτειο-Παιδοψυχιατρική κλινική