Η υπόθεση Folli Follie είναι στην πραγματικότητα ένα παράδειγμα του πώς διάφορες επιχειρήσεις την περίοδο πριν την κρίση είδαν την «επιχειρηματικότητα» ως έναν τρόπο να κάνουν τρελά λεφτά, όχι από τα κέρδη αλλά εξαπατώντας το επενδυτικό κοινό και λεηλατώντας τις ίδιες τις επιχειρήσεις τους.
Στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για κλασικό καπιταλισμό. Ήταν ένα μεγάλο γλέντι που πάντα κατέληγε «στη υγεία του κορόιδου».
Συχνά στην αφετηρία τέτοιων “successstories” βρίσκονταν όντως πρωτοποριακές επιχειρηματικές ιδέες. Ιδρυτές επιχειρήσεων με όραμα. Άνθρωποι που μπορούσαν να πάρουν ένα μπακάλικο και να κάνουν αλυσίδα σούπερ μάρκετ, ή από μια βιοτεχνία να φτιάξουν βιομηχανία ή να διαμορφώσουν μεγάλους ομίλους στα ΜΜΕ.
Όμως, κάποια στιγμή άρχιζαν οι πειρασμοί. Ιδίως όταν τα ηνία τα έπαιρναν κάθε λογής διάδοχοι και κληρονόμοι. Ή όταν απλώς το επιχειρηματικό μεράκι και η διάθεση επιτυχίας γινόταν απληστία.
Και οι πειρασμοί ήταν μεγάλοι, όταν μπορούσες να αντλήσεις εύκολα κεφάλαια.
Γιατί μετά μπορούσες απλώς να τα ιδιοποιηθείς, αντί να τα επενδύσεις.
Θυμηθείτε την… εποποιία του Χρηματιστηρίου. Τότε που άνθρωποι έπαιζαν τις αποταμιεύσεις τους και όλοι κοιτούσαν το κλείσιμο της Σοφοκλέους. Τότε που εάν εξασφάλιζες μια καλή δημοσιότητα και μια «φουσκωμένη» παρουσίαση της αξίας της εταιρείας σου, μπορούσες να μαζέψεις πολύ «χαρτί» στο Χρηματιστήριο.
Αλλά και αργότερα, όταν έσκασε η «φούσκα» του Χρηματιστηρίου, μπορούσες πάντα να βρεις φτηνό δανεισμό από τις τράπεζες. Άλλωστε, μπορούσαν να σε δανείζουν και για να αποπληρώνεις τα μεγάλα δάνεια που είχες ήδη κάνει. Αρκούσε να εμφανίζεις κερδοφορία, ακόμη και εάν στην πραγματικότητα, η πραγματική σου συνθήκη μόνο ως υπερχρέωση μπορούσε να περιγραφεί.
Και φυσικά στο μεταξύ μπορούσες να βγάλεις τρελά λεφτά. Δικά σου λεφτά. Λεφτά που εξαφανίζονταν σε off-shore στο εξωτερικό ή σε θυγατρικές εταιρείες ή που απλώς κατέληγαν σε ακριβά σπίτια και πολυτελείς σπατάλες.
Άλλωστε, δεν πείραζε: σπαταλώντας γινόσουν και «επώνυμος».
Και όταν δεν μπορούσες να εμφανίσεις πραγματικά στοιχεία κερδοφορίας ή πωλήσεων που να δικαιολογούν τον αναγκαίο δανεισμό, αφού στο μεταξύ είχες λεηλατήσει την ίδια σου εταιρεία; Τότε αρκούσες να «εμφανίσεις» θετικά στοιχεία. Εικονικές πωλήσεις, που στην πραγματικότητα δεν θα γίνονταν ποτέ. «Εισπρακτέα» που δεν ήταν ποτέ εισπρακτέα. «Πειραγμένοι» ισολογισμοί που συγκάλυπταν την πραγματική εικόνα.
Άλλωστε, ποιος θα σε έλεγχε;
Στο μεταξύ είχες φροντίσει να καλλιεργήσεις σχέσεις με την εξουσία. Όλων των αποχρώσεων. Να τους κάνεις «χορηγίες». Να τους έχεις υπογραμμίσει πόσο «σημαντική επιχείρηση» εκπροσωπείς. Εάν σε έπαιρνε, έμπαινες και στο χώρο των μέσων ενημέρωσης για να μπορείς να «ασκείς επιρροή».
Και έτσι οι «ελεγκτικοί μηχανισμοί», δεν έβρισκαν κανένα πρόβλημα και κέρδιζες χρόνο.
Και συνέχιζες να λεηλατείς την ίδια σου την επιχείρηση και όσους έκαναν το λάθος να επενδύει σε αυτές.
Φυσικά, όλα αυτά είχαν πάντα ένα όριο.
Κάποια στιγμή μπορεί και να σε έπιαναν «στα πράσα».
Ή μπορεί να ανοιγόσουν σε ξένους επενδυτές και σε funds που μπορεί να μην ήταν τόσο διατεθειμένα να «πάρουν τοις μετρητοίς» τα φύκια για μεταξωτές κορδέλες που ήταν τα «οικονομικά στοιχεία» σου.
Και τότε απλώς θα αποδεικνυόταν ότι κατά βάση είχες μπερδέψει την επιχειρηματικότητα με την απάτη.
Ακόμη και εάν προσπάθησες, για ένα διάστημα τουλάχιστον, να καθυστερήσεις την αναμέτρηση με την αλήθεια.
Για όλα αυτά οι ευθύνες ήταν μεγάλες.
Και θα ήταν λάθος να υποθέσει κανείς ότι όλα ξεκίνησαν επί ΣΥΡΙΖΑ.
Η συνενοχή του πολιτικού συστήματος και η ανοχή σε αυτή την εκδοχή επιχειρηματικότητας και διακομματική ήταν και διαχρονική.
Όμως, από ένα κόμμα της αριστεράς περίμενες κάτι διαφορετικό.
Δεν περίμενες να ανατρέψει τον καπιταλισμό ή να τον υπονομεύσει.
Περίμενες, όμως, την προσπάθεια για έναν καπιταλισμό με κανόνες.
Στην εποχή που ζούμε αυτό θα μπορούσε να ήταν η μεγάλη συνεισφορά της αριστεράς στην πρόοδο της κοινωνίας μας.
Αντί γι’ αυτό είδαμε και τον ΣΥΡΙΖΑ στη λογική της «εξυπηρέτησης» επιχειρήσεων, στις διαδρομές των «χορηγιών», στην προσπάθεια να «κάνουν τα στραβά μάτια» οι ελεγκτικοί μηχανισμοί.
Μικρή σημασία έχει εάν υπήρξαν διαδρομές χρήματος ή εάν πίστευαν ότι έτσι «στήριζαν μια επιχείρηση».
Το αποτέλεσμα ήταν ίδιο: στήριξαν και αυτοί τον καπιταλισμό της αρπαχτής.
Αντί είναι ο φορέας της λύσης, παρέμειναν μέρος του προβλήματος.