Μια «τελευταία προσπάθεια» καταβάλλεται σήμερα προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως δήλωσε χθες ο επικεφαλής διαπραγματευτής της ΕΕ, Μισέλ Μπαρνιέ, ενημερώνοντας τους μόνιμους εκπροσώπους των «27» στις Βρυξέλλες.
Αν και τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο, οι πληροφορίες συγκλίνουν στην εκτίμηση πως η απόσταση ανάμεσα στις δύο πλευρές έχει μειωθεί σημαντικά, ειδικά μετά τις υποχωρήσεις τις οποίες έκανε το Λονδίνο. Υποχωρήσεις που ήταν κυρίως συνέχεια του «πανικού» ο οποίος επικράτησε μετά το «σφράγισμα» της Μάγχης από τη Γαλλία και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους λόγω των εξελίξεων στο μέτωπο της Covid-19 – και ερμηνεύθηκε (δικαίως) ως εικόνα από το μέλλον σε περίπτωση μη συμφωνίας.
«Μια πηγή από το Ηνωμένο Βασίλειο μας λέει ότι μια συμφωνία είναι πιθανή αύριο», έγραψε στο Twitter λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Τρίτης ο – συνήθως έγκυρος – πολιτικός συντάκτης του ITV, Ρόμπερτ Πρέστον, ο οποίος νωρίτερα είχε χαρακτηρίσει την επίτευξη συμφωνίας πριν τα Χριστούγεννα μάλλον απίθανη. Παρ’ όλα αυτά, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε όλη την πορεία του Brexit, όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά, ακόμη και της άτυπης παράτασης των διαπραγματεύσεων και κατά το νέο έτος.
Και μετά την 1η Ιανουαρίου;
«Η ΕΕ δεν θα κλείσει την πόρτα της στο Ηνωμένο Βασίλειο και παραμένει έτοιμη να συνεχίσει τις συζητήσεις και μετά την 1η Ιανουαρίου», δήλωσε χαρακτηριστικά υψηλόβαθμος Ευρωπαίος διπλωμάτης στο Reuters. Σημειώνεται ότι έκκληση για να συνεχιστεί ο διάλογος και το 2021 προκειμένου να βρεθεί συμφωνία είχαν απευθύνει την Τρίτη τόσο ο δήμαρχος του Λονδίνου, Σαντίκ Καν όσο και η πρωθυπουργός της Σκοτίας, Νίκολα Στέρτζον.
Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι δύσκολα μπορεί κανείς να πιστέψει ότι Βρυξέλλες και Λονδίνο θα δεχτούν να θέσουν σε κίνδυνο συναλλαγές 900 δισ. δολαρίων – όση είναι περίπου η αξία του εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών ανάμεσα σε ΕΕ και Βρετανία – για μια διαφωνία η οποία αφορά ένα ποσό μικρότερο του ενός δισ. και αντιστοιχεί στην ετήσια αξία των αλιευμάτων στα βρετανικά χωρικά ύδατα της Μάγχης. Εξίσου δύσκολο είναι να δεχτούμε ότι η απόσταση ανάμεσα στη μείωση του όγκου των αλιευμάτων στη συγκεκριμένη ζώνη για τους επαγγελματίες των «27» κατά 25% που έχει δεχθεί η ΕΕ και το 35% στο οποίο έχουν φτάσει οι Βρετανοί (από 60% που απαιτούσαν αρχικά) μπορεί να οδηγήσει σε οριστικό ναυάγιο.