Η COVID-19 μπήκε απρόσμενα στη ζωή μας από την αρχή του χρόνου και άλλαξε οτιδήποτε θεωρούσαμε δεδομένο και αυτονόητο. Οι ανατροπές στον τρόπο ζωής, την οικονομία, τις μετακινήσεις και τα ταξίδια είναι δραματικές και παρούσες στην καθημερινότητά μας.
Η άσκηση της ιατρικής επιστήμης δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τις μεγάλες αυτές αλλαγές. Η κλινική πράξη τροποποιήθηκε στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, η ιατρική εκπαίδευση προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τις μεθόδους της με αρωγό την τεχνολογία και η ιατρική έρευνα τροποποιείται και μετασχηματίζεται για να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις.
Όπως είναι αναμενόμενο, η ιατρική έρευνα κατά του SARS – COV2 κινείται σε δύο κυρίως άξονες: τον άξονα της πρόληψης με την παραγωγή ασφαλούς και αποτελεσματικού εμβολίου και τον άξονα της θεραπείας με την εύρεση του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος. Σε μια πρωτοφανή σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού κεφαλαίου, τα πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και φαρμακευτικές εταιρίες δουλεύουν πυρετωδώς προς αυτήν την κατεύθυνση. Η πίεση χρόνου και η ανάγκη για άμεσα αποτελέσματα καθιστά τον αγώνα δραματικό και την επιτυχία μονόδρομο.
Η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών πρωτοπορεί και σε αυτήν την κατεύθυνση. Από την πρώτη στιγμή δεκάδες ερευνητές της μεγαλύτερης Ιατρικής Σχολής στην Ελλάδα ξεκίνησαν ερευνητικά πρωτόκολλα για θεραπεία των ασθενών με COVID-19 ή για προφύλαξη των επιπλοκών που προκαλεί η νόσος. Τα αποτελέσματα έχουν ήδη δημοσιευθεί σε έγκριτα διεθνή επιστημονικά περιοδικά . Πολύ μεγάλη επιτυχία για την ελληνική επιστημονική κοινότητα είναι το πρώτο Ελληνικό ταχείας ανίχνευσης τεστ αντιγόνου (“rapid antigen test”) μέσω της «Εμβληματικής Δράσης» του Υπουργείου Ανάπτυξης & Επενδύσεων. Στη δράση αυτή επικεφαλείς είναι οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ.κ. Χρίστος Κίττας και Βασίλειος Γοργούλης.
Το αποτέλεσμα της μάχης για την παραγωγή του εμβολίου φαίνεται ότι κερδήθηκε. Ωστόσο για την εξεύρεση θεραπείας είναι ακόμα αμφίβολο. Παρά τα ενθαρρυντικά δεδομένα κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητα αλλά και το χρονοδιάγραμμα στο οποίο οι αλλαγές αυτές θα ταυτοποιηθούν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ιατρική ερευνά θα είναι πολύ διαφορετική στη μετά COVID εποχή.
Σε συνέντευξή του o Richard Horton, chief editor του έγκριτου περιοδικού ‘’The Lancet’’, παραδέχθηκε ότι όλος ο προγραμματισμός του περιοδικού σχετικά με τη θεματολογία των δημοσιεύσεων έχει ανατραπεί, καθώς το βάρος πέφτει αποκλειστικά στις δημοσιεύεις σχετικά με τον COVΙD- 19. Την ίδια ώρα το ‘’NEJM’’ δέχεται περίπου 110-150 προτάσεις για δημοσιεύσεις σχετικά με τον COVID-19 κάθε ημέρα, ενώ πολλές φορές οι προτάσεις ξεπερνούν τις 200 ημερησίως.
Όλη αυτή η μετακύληση του ενδιαφέροντος δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα σε τομείς της έρευνας που δε σχετίζονται με τον COVID-19. Πρόσφατη έκθεση της Australian Academy of Science που δημοσιεύτηκε τον Μάιο προβλέπει ότι περίπου 7.000 άτομα που εργάζονται ως ερευνητικό προσωπικό θα χάσουν τη δουλειά τους μέσα στο 2020 και πάνω από 9.000 μεταπτυχιακοί φοιτητές δεν θα ολοκληρώσουν το ερευνητικά τους project. Επιπλέον, η έλλειψη αντιδραστηρίων και αναλώσιμων στα εργαστήρια καθιστά την πραγματικότητα πιο δυσοίωνη.
Από την άλλη, η πίεση για άμεσα αποτελέσματα έφεραν αλλαγές που κάνουν όλους τους ερευνητές να ατενίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Η ταχύτητα με την οποία οι εργασίες δημοσιεύονται αλλά και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι διαφορετικές ερευνητικές ομάδες τις συνεργασίες είναι ενθαρρυντικός. Για πρώτη φορά υπάρχει τόσο γρήγορη και άμεση ανταλλαγή δεδομένων και συνεργασίαμεταξύ των ερευνητών. Για παράδειγμα το COVID Surg Collaborative αριθμεί πάνω από 4000 συναδέλφους, όταν η μεγαλύτερη συλλογική ερευνητική προσπάθεια ήταν αυτή του CERN με 5150ερευνητές.
Η παρούσα πανδημία θα αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο της ανθρώπινης ιστορίας, οι σελίδες του οποίου ακόμα γράφονται χωρίς κανένας να ξέρει αν θα είναι μια μικρή παρένθεση ή μια θλιβερή πραγματικότητα που θα μας συνοδεύει για αρκετό καιρό. Το μόνο που είναι σίγουρο είναι ότι ο μοναδικός τρόπος να κλείσει το κεφάλαιο αυτό είναι μέσω της έρευνας. Η κοινωνικές αποστάσεις, οι μάσκες και η καραντίνα είναι απαραίτητα μέτρα για τη επιβράδυνση αλλά όχι για τη λύση του προβλήματος.
Η επίλυση του προβλήματος με τον εμβολιασμό ή με ενδεχόμενη μελλοντική θεραπεία έρχεται τελικά μέσα από την ερευνά, με συλλογική προσπάθεια αλλά και ισχυρή καθοδήγηση. Η Ελλάδα έχει την τεχνογνωσία αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό να συμμετάσχει και να πρωταγωνιστεί σε αυτήν την παγκόσμια προσπάθεια. Τώρα πιο πολύ από ποτέ είναι ζωτική η ανάγκη για σύμπραξη όλων των δυνάμεων με σκοπό ισχυρές διεθνείς συνεργασίες και άμεσα αποτελέσματα.
Γεράσιμος Σιάσος, Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων Αρεταίειο και Αιγινήτειο
Αναπλ. Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ