Ο τίτλος της θρυλικής ταινίας του 1941 «Ο πολίτης Κέιν» («Citizen Kane») είναι τόσο στενά συνδεδεμένος με τον σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή της, τον Ορσον Γουέλς, που στη συνείδηση του κόσμου το όνομα Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς ίσως να μη λέει πολλά πράγματα.
Και όμως. Oπως φαίνεται στο «Μανκ» (ο τίτλος παραπέμπει στο παρατσούκλι του Μάνκιεβιτς), την τελευταία, σπουδαία ταινία του Ντέιβιντ Φίντσερ («Seven», «Fight Club», «Social Network»), ο Μάνκιεβιτς, στην πραγματικότητα, υπήρξε η «καταραμένη» ψυχή του «Πολίτη Κέιν», ο άνθρωπος που έπαιξε τεράστιο ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας και εκείνος που έγραψε το σενάριό της.
Και το έκανε έχοντας μάλιστα την εμπειρία τής, κάποτε, φιλίας του με τον εκδότη Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ, τον οποίο ο χαρακτήρας του Κέιν «καθρέφτιζε» και ο οποίος είχε κινήσει θεούς και δαίμονες για να διακόψει τη δημιουργία της ταινίας. O Φίντσερ δίνει έμφαση και στη σχέση του Μανκ με τη διάσημη ηθοποιό Μάριον Ντέιβις (Αμάντα Σέιφριντ) που ήταν σύντροφος του Χερστ.
Στο τελευταίο, τρίτο μέρος της ταινίας του Φίντσερ ο Μάνκιεβιτς δέχεται την επίσκεψη διαφόρων προσώπων που τον παρακαλούν να εγκαταλείψει την «τρέλα» του «Πολίτη Κέιν», εφόσον ο Χερστ δεν έπαυε να είναι ένας πανίσχυρος άνθρωπος και μπορούσε να τον καταστρέψει. Αλλά ο Μανκ δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να καταστραφεί περισσότερο απ’ όσο κατεστραμμένος ήταν ήδη και πλέον το μόνο που πραγματικά ήθελε ήταν να μείνει γνωστός για αυτό το έργο.
Στα μαχαίρια
Το αποτέλεσμα; Ο Χέρμαν Μάνκιεβιτς ήρθε τελικά στα μαχαίρια με τον Ορσον Γουέλς όταν είδε τον τελευταίο να παίρνει τη μερίδα του λέοντος και να μένει στην Ιστορία ως ο ένας και μοναδικός δημιουργός ενός αξεπέραστου αριστουργήματος. Η Ιστορία λέει, και η ταινία του Φίντσερ το δείχνει μέσα από ένα μεθυστικό αμάλγαμα φαντασίας και γεγονότων, ότι η διαδικασία δημιουργίας του «Πολίτη Κέιν», εκτός από το ότι δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, δεν ήταν μόνο δουλειά του Γουέλς, ο οποίος μάλιστα είχε «απομονώσει» τον Μάνκιεβιτς σε μια φάρμα προκειμένου, υπό την εποπτεία του στενού βοηθού του Τζον Χάουζμαν, να ολοκληρώσει το σενάριο.
Και σύμφωνα με τον θρύλο, ο Μάνκιεβιτς δεν συγχώρησε ποτέ τον Γουέλς που έβαλε και το δικό του όνομα στους τίτλους του «Πολίτη Κέιν» ως σεναριογράφου. Ακόμα πιο ειρωνικό είναι το ότι η ταινία, παρά το γεγονός ότι υπήρξε το ύψιστο καλλιτεχνικό γεγονός της εποχής της, κέρδισε μόνον ένα Οσκαρ από τα αρκετά για τα οποία προτάθηκε, εκείνο του σεναρίου γραμμένου κατευθείαν για την οθόνη. Επομένως ο Γουέλς μοιράστηκε το μοναδικό Οσκαρ της καριέρας του με τον Μάνκιεβιτς, χωρίς ωστόσο, σύμφωνα με τον τελευταίο, να το δικαιούται.
Ηδη το «Μανκ», που πριν από λίγο καιρό έκανε πρεμιέρα στην πλατφόρμα Netflix (θα είχε βγει και στις αίθουσες τον Νοέμβριο από την Odeon αν δεν είχε μεσολαβήσει το δεύτερο lockdown), ανήκει στις ταινίες που φαίνεται ότι θα ακουστούν στα επερχόμενα Οσκαρ. Ο Γκάρι Ολντμαν, που υποδύεται τον ήρωα του τίτλου, είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα έχει μια θέση στην πεντάδα των υποψηφίων της κατηγορίας του καλύτερου α’ ανδρικού ρόλου, όμως η ασπρόμαυρη ταινία φαίνεται ότι δεν θα περάσει απαρατήρητη και από άλλες κατηγορίες. Και είναι και λίγο φυσικό γιατί στο κάτω-κάτω πρόκειται για μια ταινία που αφορά το ίδιο το σύστημα του Χόλιγουντ. Πόσω μάλλον με μια ιστορία πολεμικής, καλλιτεχνικού ανταγωνισμού και με το ερώτημα «ποιος έκανε τι τελικά στον “Πολίτη Κέιν”;» να αιωρείται διαρκώς από ψηλά.
Eρμηνεία επιπέδου
Πέρα από το ίδιο το θέμα του, η δύναμη του «Μανκ» είναι όντως ο Γκ. Ολντμαν και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει τον Μάνκιεβιτς. Σύμφωνα με την άποψη του Φίντσερ, η καριέρα του νεοϋορκέζου δημοσιογράφου Χ. Μάνκιεβιτς ήταν βυθισμένη μέσα σε απεριόριστες ποσότητες αλκοόλ, στις οποίες ενδεχομένως να οφειλόταν ένα μέρος από την υπεροψία του αλλά και την αίσθηση ανωτερότητας απέναντι στους «χαρτογιακάδες» των στούντιο του Χόλιγουντ. Με ένα τσιγάρο μονίμως κρεμασμένο στο στόμα και ένα μπουκάλι ουίσκι να τον περιμένει κάπου, ο Μανκ δεν ήταν και το καλύτερο παιδί του κόσμου.
Αντιθέτως μπορούσε να γίνει άκρως αντιπαθής, ανάγωγος, σεξιστής και ισοπεδωτικός απέναντι στα… πάντα. Και ο Ολντμαν, βραβευμένος με Οσκαρ για την ερμηνεία μιας επίσης εκρηκτικής προσωπικότητας, του Ουίνστον Τσόρτσιλ στην «Πιο σκοτεινή ώρα», πετυχαίνει μια ερμηνεία μπολιασμένη στη φρενίτιδα και στο πάθος, είτε όταν γίνεται ο σημαιοφόρος του μη πολιτικά ορθού περιφερόμενος στα πάρτι, είτε όταν υπαγορεύει το σενάριο του «Κέιν» ξαπλωμένος στο κρεβάτι, είτε όταν αλωνίζει τους χώρους γυρισμάτων της ταινίας.
Ο «ρόλος» του σεναριογράφου
Το «Μανκ» πραγματεύεται και το ζήτημα της υποτίμησης των σεναριογράφων· θα μπορούσες να πεις ότι είναι κάτι σαν ταινία-φόρος τιμής προς τους «αφανείς» ήρωες της Μέκκας του κινηματογράφου, εκείνους που με τα κοφτερά μυαλά, τις δηλητηριώδεις ατάκες και το αστείρευτο ταλέντο τους στη γραφή μπορούσαν όντως να δείξουν την ανωτερότητά τους σε μια κοινότητα της οποίας οι βάσεις ήταν (και είναι) μόνο το χρήμα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στο Χόλιγουντ της εποχής όπου το «Μανκ» τοποθετείται (το οποίο ο Φίντσερ δεν αντιμετωπίζει καθόλου νοσταλγικά) οι ρόλοι σκηνοθέτη – σεναριογράφου ήταν μοιρασμένοι. Αν και στην πραγματικότητα εγκέφαλος της ταινίας ήταν ο σεναριογράφος, δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, όπως μάλιστα το ίδιο το σινεμά έχει δείξει σε δεκάδες ταινίες: από την «Ωραία και το τέρας» του Βινσέντε Μινέλι μέχρι τον «Μπάρτον Φινκ» του αδελφών Κόεν και το «Trumbo» του Tζέι Ρόουτς, το ίδιο το Χόλιγουντ έχει επισημάνει το πόσο υποτιμητικά αντιμετώπιζε κάποτε τους σεναριογράφους, πολλοί από τους οποίους δεν άντεξαν αυτή την αντιμετώπιση και τα παράτησαν ρίχνοντας πίσω τους «μαύρη» πέτρα.
Ακόμα και διάσημοι συγγραφείς που είχαν δουλέψει για ένα μεγάλο διάστημα στο Χόλιγουντ (χωρίς μάλιστα το όνομά τους να αναφέρεται στους τίτλους) δεν μπόρεσαν να ανεχθούν τη βαρβαρότητα του αδηφάγου συστήματος, οπότε έφυγαν. Κορυφαίο παράδειγμα, ο Γουίλιαμ Φόκνερ.