Σχετικά με την αναμενόμενη τροποποποίηση του οικογενειακού δικαίου, κεφάλαιο 11 «σχέσεις γονέων τέκνων» και τα δημοσιεύματα των τελευταίων ημερών επισημαίνουμε ότι η κίνηση αυτή της Πολιτείας δεν πρωτοπορεί αλλά επισφραγίζει μια κοινωνική αλλαγή που έχει ήδη αρχίσει να συντελείται. Αναφέρουμε συνοπτικά το Ψήφισμα 2079 (2015) του Συμβουλίου της Ευρώπης και την από 5/8/2020 πρόταση του Συνηγόρου του Παιδιού υπέρ της υποχρεωτικής κοινής επιμέλειας-εναλλασσόμενης κατοικίας καθώς επίσης και την Δ.Δ.ΣΠ και βέβαια τις νομοθεσίες όλων σχεδόν των κρατών της Ευρώπης και όχι μόνο της ΕΕ.
Είναι τουλάχιστον εξωπραγματική η άποψη ότι μιλάμε πλέον για βλαπτική δυεπιμέλεια ή διεπιμέλεια και ότι η ρύθμιση του Ν. 1329/1983 δηλαδή οι σημερινές διατάξεις δεν χρήζουν τροποποιήσεως διότι δήθεν προβλέπουν ήδη τη «συνεπιμέλεια».
Ο ν. 1329/1983 είναι χαρακτηριστικό νομοθέτημα αποκλειστικής επιμέλειας με την απερίφραστη διατύπωσή του στο άρθρο 1513 ΑΚ, καθώς και τη δομή των λοιπών διατάξεων του. Το γεγονός ότι έδινε δυνατότητα στους γονείς «αν αυτοί συμφωνούν» να την ασκούν από κοινού δεν αλλάζει καθόλου το περιεχόμενο και την κατεύθυνσή του, διότι είναι αυτονόητο σε κάθε ιδιωτική διαφορά ότι οι διάδικοι διατηρούν πάντοτε το δικαίωμα συμφωνίας. Το δικαστήριο όμως σε περίπτωση διαφωνίας, δηλαδή στις καθημερινές υποθέσεις αντιδικίας, δεν έχει άλλη δυνατότητα παρά μόνο την ανάθεση της αποκλειστικής επιμέλειας στον ένα γονέα, με τις γνωστές παθογένειες που προέκυψαν κατά τη μακρά δικαστηριακή εφαρμογή της.
Απόδειξη δε ότι ακόμη και οι πλέον σύγχρονες και πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις, που εξεδόθησαν κατ αντιδικία επί αιτημάτων κοινής επιμέλειας, δεν κάνουν λόγο περί κοινής επιμέλειας, διότι δεν έχει έρεισμα στον υφιστάμενο ν. 1329/1983, αλλά κάνουν λόγο για «κατανομή» είτε του χρόνου είτε των αρμοδιοτήτων, προσαρμόζοντας έτσι με ατελή και υποτυπώδη τρόπο την κοινή επιμέλεια στις υφιστάμενες διατάξεις.
Περαιτέρω γίνεται προσπάθεια να αναγνώσουμε το ν. 1329/1983 ένα νομοθέτημα που θεσπίστηκε προ σαράντα ετών με τη σημερινή νοοτροπία, ότι δήθεν από ο τότε νομοθέτης επιθυμούσε μεν την κοινή επιμέλεια αλλά η επιλογή της αποκλειστικής επιμέλειας οφείλεται στη δικαστηριακή πρακτική. Από καμία από τις διατάξεις δεν προκύπτει αυτό το συμπέρασμα καθότι δεν υπάρχει ούτε μια πρόβλεψη, εκτός από την άνω συμφωνία, για την από κοινού αντιμετώπιση έστω και των πλέον σημαντικών ζητημάτων της ζωής του ανηλίκου. Η δικαστηριακή πρακτική δεν υπήρξε ορθή αλλά ειδικά στο ζήτημα της επιμέλειας σε αντιδικία δεν είχε πολλές δυνατότητες να είναι διαφορετική.
Πράγματι ο ν. 1329/1983, υπήρξε ρηξικέλευθος και επέλυσε επιτυχώς μεγάλα κοινωνικά προβλήματα στην εποχή του, συναινετικό διαζύγιο, τέκνα γεννημένα χωρίς γάμο των γονέων τους, συμβαδίζοντας με τη μεταβολή των τότε κοινωνικών συνθηκών. Μάλιστα τέθηκε σε ισχύ περίπου σαράντα (40) χρόνια μετά την εισαγωγή του ΑΚ στις 23-2-1946. Σήμερα λοιπόν σαράντα (40) χρόνια μετά την θέσπιση του ν. 1329/1983, κάποιοι υποστηρίζουν ότι δεν χρήζει καμμίας τροποποιήσεως, σαν να μην έχουν μεταβληθεί ραγδαία οι κοινωνικές συνθήκες. Ο ν. 1329/1983, παραμένει αναχρονιστικός, και προφανώς δεν ανταποκρίνεται ούτε στις σύγχρονες απαιτήσεις, ούτε στην σημερινή κρατούσα νοοτροπία της συμμετοχής και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού.
Περαιτέρω η σχηματική κινδυνολογία ότι το παιδί θα γίνει βαλίτσα, δεν έχει κανένα έρεισμα στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι ο πυρήνας του προβλήματος είναι πως θα εξασφαλισθεί η ενεργός συμμετοχή και των δύο γονέων στη ζωή του παιδιού. Την απάντηση δίνουν οι ειδικοί, αναφέρω χαρακτηριστικά την από 10/7/2020 τοποθέτηση της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας «τα ευεργετικά αποτελέσματα της συνεπιμέλειας είναι εμφανή σε ένα ευρύ φάσμα αξιολογήσεων που αφορούν την ψυχοσωματική λειτουργία (ευημερία) των παιδιών», καθώς και την από 30/1/2020 παρέμβαση των 57 γυναικών πανεπιστημιακών και ερευνητών «η συνεπιμέλεια και ο ίσος χρόνος των παιδιών με τους δύο γονείς είναι μια συνθήκη από την οποία κερδίζουν όλοι».
Η κοινή επιμέλεια έχει εφαρμοσθεί ήδη στην πράξη με συμφωνητικά κοινής επιμέλειας ενσωματωμένα σε αποφάσεις συναινετικών διαζυγίων και αντίστοιχα συμβολαιογραφικών πράξεων. Το όλο ζήτημα των οικογενειακών σχέσεων δεν αντιμετωπίζεται πλέον μόνο από μια δικαστική απόφαση επί αντιδικίας. Εισάγεται η διαμεσολάβηση, που προβλέπεται άλλωστε από το προσχέδιο, αλλά και η κατάρτιση οικογενειακού προγραμματισμού (parental planning) ως ένα σχέδιο ανατροφής των παιδιών είτε ως συμφωνία, είτε σε περίπτωση διαφωνίας ως ένα πλαίσιο εντός του οποίου θα δρουν οι γονείς για να αποφεύγονται οι διαπληκτισμοί κατά την άσκηση της κοινής επιμέλειας, και θα παίξει σημαίνοντα ρόλο στην έκδοση σχετικών δικαστικών αποφάσεων.
Επίσης σχετικά με τη διατροφή, της οποίας οι διατάξεις δεν τροποποιούνται από το προσχέδιο του ΥΔΔΑΔ, επισημαίνω ότι η κοινή επιμέλεια είναι κατάσταση κοινής ευθύνης. Αυτό σημαίνει οικονομικά ότι όλες οι ανάγκες του παιδιού που είναι γνωστές και αποδεκτές πλέον και από τους δύο γονείς και αντιμετωπίζονται ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του κάθε γονέα. Ο καταμερισμός του χρόνου έχει κυρίως επίδραση στην ανατροφή και τη φροντίδα του παιδιού και είναι αυτονόητο ότι δεν εκτίθεται σε κίνδυνο ούτε η καταβολή διατροφής για το παιδί ούτε ο πιο αδύναμος οικονομικά γονέας.
Η τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου δεν είναι ζήτημα φύλλου, είναι ζήτημα ρυθμίσεως των σύγχρονων οικογενειακών σχέσεων. Η κοινή επιμέλεια ως κοινωνική κατάσταση εξασφαλίζει στις γυναίκες το δικαίωμα επί της προσωπικότητάς τους ώστε και να μην περιορίζονται αποκλειστικά στην ανατροφή των παιδιών, χάνοντας τη δυνατότητα της εξελίξεως επαγγελματικής και κοινωνικής, όπως έχουν ήδη επισημάνει γυναικείες οργανώσεις. Αντιστοίχως εξασφαλίζει στους άνδρες το δικαίωμα επί της προσωπικότητας τους στο οποίο περιλαμβάνεται και ο ενεργός πατρικός ρόλος, ο οποίος αμφισβητήθηκε έντονα με τις παθογένειες του υφισταμένου νομικού πλαισίου. Κυρίως όμως είναι ζήτημα εξυπηρετήσεως του συμφέροντος του παιδιού κατά τρόπο που να αντιστοιχεί στις σύγχρονες ανάγκες του και να το προστατεύει από την αυθαιρεσία ή την αντίστοιχη αδιαφορία που καλλιέργησε η μακρόχρονη άσκηση της αποκλειστικής επιμέλειας.
Eλένη Κ. Μητσοπούλου, δικηγόρος