Θα ήταν 1986 ή 1987 όταν ο Θεόδωρος Καρατζάς από τη θέση του υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας, με υπουργό τον Κώστα Σημίτη, προετοίμαζε την απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και της Κεφαλαιαγοράς. Νεαρός οικονομικός συντάκτης τότε στην «Ελευθεροτυπία», έτυχε να βρω ένα δημόσιο έγγραφο που κατέγραφε τις αιτήσεις εισαγωγής επενδυτικών κεφαλαίων για επιχειρηματικούς σκοπούς. Υπήρχαν ακόμη περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων και οποιαδήποτε εισαγωγή με σκοπό άμεσες επενδύσεις απαιτούσε έλεγχο και εγκρίσεις από το αρμόδιο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Σε εκείνο το έγγραφο ανάμεσα στα άλλα περιλαμβάνονταν και δύο αιτήσεις εισαγωγής 2 εκατ. δολαρίων η καθεμία, από τις μεγαλύτερες τότε επιχειρηματικές οικογένειες της χώρας για την ίδρυση νέων τραπεζών. Η πρώτη έφερε την υπογραφή του Βαρδή Βαρδινογιάννη για την ανασύσταση της Τράπεζας Χίου και η δεύτερη του Γιάννη Λάτση για την ίδρυση της Ευρωεπενδυτικής Τράπεζας. Οι ειδήσεις ήταν μεγάλες για εμένα, καθώς για πρώτη φορά έπειτα από κάμποσες δεκαετίες εκδηλωνόταν έμπρακτο ενδιαφέρον για την ίδρυση νέων τραπεζών, προφανώς εν όψει της επερχόμενης απελευθέρωσης. Εμπλεος ενθουσιασμού ενημέρωσα τους αρχισυντάκτες μου, έγραψα το σχετικό κείμενο και αποχώρησα το βράδυ της Παρασκευής. Την Κυριακή νωρίς-νωρίς αγόρασα την εφημερίδα, την άνοιξα σχεδόν αυτόματα και έκπληκτος διαπίστωσα ότι το θέμα δεν είχε δημοσιευθεί. Αρχισα να διερωτώμαι τι συνέβη, τι δεν έκανα καλά. Οι απορίες λύθηκαν το απόγευμα της Κυριακής, όταν φθάνοντας στην εφημερίδα μού είπαν να πάω γρήγορα στα γραφεία του Φυντανίδη και του Τεγόπουλου. Ο πρώτος με υποδέχθηκε με φωνές του τύπου «πού τα βρήκες αυτά που γράφεις, μίλησες με τον Βαρδινογιάννη, μίλησες με τον Λάτση;». «Μα δεν χρειαζόταν», ανταπάντησα, «έχω το σχετικό έγγραφο». «Αλλη φορά να διασταυρώνεις τις ειδήσεις» επέμεινε εκείνος και με παρέπεμψε στον Κίτσο. Ακουσα και από εκείνον τα ίδια σε πιο χαμηλούς τόνους, αλλά το σήμα ήταν ένα: «Για τέτοιου επιπέδου θέματα, ενημερώνουμε και διασταυρώνουμε».
Νεαρός και ενθουσιώδης όπως ήμουν επέμεινα, αλλά μέχρι εκεί. Οι εξελίξεις των επόμενων ετών δικαίωσαν το ρεπορτάζ. Η Τράπεζα Χίου αναβίωσε λίγα χρόνια μετά και αργότερα συγχωνεύθηκε με την αναπτυσσόμενη και ανερχόμενη Τράπεζα Πειραιώς, συγκροτώντας έναν από τους ισχυρότερους τραπεζικούς ομίλους της χώρας. Και η Ευρωεπενδυτική εξελίχθηκε στη γνωστή μας Eurobank, που ακόμη μεσουρανεί στην εγχώρια τραπεζική αγορά.
Πέρασαν πολλά χρόνια έκτοτε, αλλά εκείνα τα σήματα ρίζωσαν βαθιά μέσα μου. Πριν από τρεις εβδομάδες βλέποντας την ένταση και την επικινδυνότητα του εξελισσόμενου δευτέρου πανδημικού κύματος και συζητώντας με τον εκδότη μας Βαγγέλη Μαρινάκη το βάρος του φαινομένου, με προέτρεψε «δεν στέλνεις κάποιον στη Βόρεια Ελλάδα να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει;». Το συζητήσαμε με τη διευθυντική ομάδα, οργανώσαμε την αποστολή, επιμείναμε στο επιτόπιο ρεπορτάζ, όπως και στις αναζητήσεις σχετικά με τα συμβαίνοντα στο κέντρο διαχείρισης της πανδημίας. Η αποστολή εξελίχθηκε όπως τη σχεδιάσαμε, συλλέξαμε πληροφορίες, γνώμες και ακόμη περισσότερες πραγματικές εικόνες από τη «φωλιά της COVID-19». Και μαζί αντλήσαμε πληροφορίες για το έλλειμμα καταγραφής των στοιχείων, για τα κενά πληροφόρησης των ειδικών, για τις διχογνωμίες, για όλα αυτά που διαδραματίζονται στα κρίσιμα κέντρα διαχείρισης του κορωνοϊού. Συνθέσαμε όλα τα στοιχεία, τα κατανείμαμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και κάπως έτσι «στήσαμε» το επίμαχο φύλλο της 29ης Νοεμβρίου 2020.
Ο αντίκτυπος ήταν μέγας. Η κυβέρνηση υπεραντέδρασε, προχώρησε στις συνήθεις αυτοματοποιημένες διαψεύσεις, σπέρνοντας αστήρικτη, για εμάς, αμφισβήτηση. Και η αντιπολίτευση με τη σειρά της, μέσα στην κενότητα και στην αδυναμία της να παραγάγει πολιτική, το εκμεταλλεύθηκε δεόντως. Και εμείς εδώ αντιμετωπίσαμε εντάσεις και καταγράψαμε απώλειες. Τα όσα ακολούθησαν σε συνδυασμό με τις κινήσεις της κυβέρνησης να διορθώσει τα κακώς κείμενα επιβεβαίωσαν τη δική μας προσπάθεια καταγραφής των συμβαινόντων. Οι εντάσεις θα φύγουν κάποια στιγμή και σε εμάς θα μείνουν οι μέρες καλής δημοσιογραφίας, τις οποίες χαίρεται και αποτιμά το αναγνωστικό κοινό. Με γνώμονα αυτές συνεχίζουμε, για αυτές εργαζόμαστε και αυτές ονειρευόμαστε.