Η Τουρκία τηρεί στάση αναμονής εν όψει της ανάληψης της προεδρίας στις ΗΠΑ από τον Τζο Μπάιντεν. Ωστόσο, η επιβολή κυρώσεων στην αμυντική της βιομηχανία από την κυβέρνηση Τραμπ δημιουργεί νέα δεδομένα. Κατ’ αρχάς, μπλοκάρει τις εξαγωγές που έχουν αμερικανική πατέντα.
Ο νόμος 231 CAATSA προβλέπει τη διακοπή χρήσης αμερικανικών δικαιωμάτων και αδειών, όπερ σημαίνει ότι πολλά από τα αμυντικά προγράμματα της Αγκυρας κινδυνεύουν να μην ολοκληρωθούν. Επιπροσθέτως, η επιτυχία των μέτρων θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο οι αμερικανικές υπηρεσίες θα εντοπίσουν και θα κυνηγήσουν εταιρείες και χώρες που θα θελήσουν να αγοράσουν οπλικά συστήματα από την Τουρκία. Το πρόβλημα μπορεί πραγματικά να είναι μεγάλο για την τουρκική αμυντική βιομηχανία, η οποία έχει ανάγκη από πελάτες για να συντηρηθεί. Κάτι που επίσης προβληματίζει την Αγκυρα είναι πιθανή κλιμάκωση εκ μέρους της Ουάσιγκτον. Οι υφιστάμενες κυρώσεις μπορούν κάλλιστα να συμπληρωθούν ανάλογα με τη συμμόρφωση ή μη της Τουρκίας.
Μη λησμονούμε ότι η Τουρκία έχει εκπαραθυρωθεί από το πρόγραμμα των F-35 και μάλιστα ο Πομπέο την προειδοποίησε ότι η προσωρινή αυτή κατάσταση μπορεί να γίνει μόνιμη. Μία σημαντική επισήμανση είναι πως το Κογκρέσο παραμένει εχθρικό απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν και μάλιστα διακομματικά. Η τουρκική ηγεσία έχει ενοχλήσει σφόδρα και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, ενώ οι προβληματικές της σχέσεις με το Ισραήλ για σχεδόν μία δεκαετία έχουν επιδράσει και στη στάση του εβραϊκού λόμπι, το οποίο είναι από τα πλέον επιδραστικά στις ΗΠΑ. Επίσης, ο ελληνοαμερικανικός παράγοντας σήμερα είναι ισχυρότερος σε σχέση με τις περασμένες δεκαετίες. Μοιάζει, μάλιστα, ο Ερντογάν να επένδυσε υπερβολικά στον Τραμπ, υποτιμώντας άλλες δυναμικές που αναπτύχθηκαν τόσο στο Κογκρέσο όσο και στα υπουργεία Εξωτερικών και Αμυνας. Τώρα, οι προσπάθειες αποκατάστασης θα είναι δυσκολότερες για την τουρκική ηγεσία. Αλλωστε, μετά την επιβολή κυρώσεων, που όμως έχουν χρόνο εφαρμογής το επόμενο εξάμηνο, ο νέος αμερικανός πρόεδρος θα έχει οπωσδήποτε ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί έναντι του Ερντογάν για να διαβουλευθεί μαζί του με τους δικούς του όρους.
Η απόφαση των ΗΠΑ βάζει πίεση και στην άτολμη ΕΕ, η οποία αναζητώντας τις απαραίτητες ισορροπίες στο εσωτερικό της, καταλήγει να αδυνατεί να αναβαθμίσει το κύρος της και να παίξει ρυθμιστικό ρόλο (αν μη τι άλλο) στις περιφερειακές εξελίξεις. Καλώντας τις ΗΠΑ (και μέσω των συμπερασμάτων της τελευταίας συνόδου κορυφής) να αναμειχθούν ενεργότερα στην ευρύτερη περιοχή, αναλαμβάνοντας και πάλι τα ηνία, η ΕΕ στερείται μιας συνεκτικής περιφερειακής ατζέντας, και αυτό αξιοποιεί, μεταξύ άλλων, η Αγκυρα. Οι κυρώσεις, πάντως, προσφέρουν και ένα επιπλέον επιχείρημα, όχι θεωρητικό και ηθικό αλλά πρακτικό, έναντι της Γερμανίας και άλλων εταίρων μας στην ΕΕ (όπως η Ισπανία), στην κατεύθυνση ότι όταν υπάρχει αποφασιστικότητα μπορούν να ληφθούν μέτρα σε βάρος ενός νατοϊκού εταίρου, αλλά εξίσου στο ότι ωριμάζει πλέον η ιδέα για άσκηση πίεσης στην Τουρκία μέσω της επιβολής περιορισμών στην αμυντική της βιομηχανία.
Ο Ερντογάν δεν διατηρεί πλέον την αυτοπεποίθηση της περιόδου Τραμπ, τα μηνύματα για την ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας είναι προσώρας αρνητικά και δεν έχει την πολυτέλεια του λάθους, όπως στο παρελθόν. Από την άλλη, γνωρίζει ότι θα έχει μία ακόμη ευκαιρία με τις ΗΠΑ, ενώ το σημαντικότερο είναι πως μέχρι πρότινος οι έκνομες ενέργειες του αντί να παράγουν συνέπειες, του άνοιγαν τον δρόμο και τον ενίσχυαν διπλωματικά, ωστόσο, φαίνεται πως πλησιάζει το πλήρωμα του χρόνου. Ισως τελικά το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Αγκυρα να αποδειχθεί η αντίληψη των Αμερικανών πως η Τουρκία είναι μεν ένα κράτος αδιαμφισβήτητης στρατηγικής αξίας ώστε να βρουν εκ νέου μία φόρμουλα επαναπροσέγγισης, αλλά σήμερα την αντιμετωπίζουν περισσότερο ως πρόβλημα/πρόκληση παρά ως εταίρο. Συνεπώς, ο Ερντογάν, σε μία έτσι και αλλιώς δύσκολη στροφή για τον ίδιο, χρειάζεται να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια και να κάνει συμβιβασμούς/προσαρμογές κόντρα στο δόγμα περί ισχυρής και ανεξάρτητης Τουρκίας.
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι εκτελεστικός διευθυντής ΙΔΙΣ και αναλυτής του ANT1.