Με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, στην Ελλάδα πριν 18 χρόνια γεννήθηκαν 103.569 παιδιά. Το καλοκαίρι του 2020 οι υποψήφιοι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν 90.612 και οι εισαχθέντες έφτασαν τους 73.560 (81,18%). Την ίδια στιγμή, σε ακαδημαϊκά προηγμένες χώρες στην Ευρώπη οι εισακτέοι στα Πανεπιστήμια υπολογίζονται σε 30% των αποφοίτων δευτεροβάθμιας κάθε χρόνο, με τους υπόλοιπους να επιλέγουν εξ αρχής πανεπιστήμια εφαρμοσμένων επιστημών και επιτυχημένες δομές επαγγελματικής εκπαίδευσης που χαρακτηρίζονται από εξειδίκευση και απασχολησιμότητα.
Η έκθεση Eurostat Population in Europe 2020, για τον ρυθμό αποφοίτησης από τα Πανεπιστήμια για το 2018 δείχνει ότι η Ελλάδα κατέχει τη θλιβερή τελευταία θέση με 9,17%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 24,05%, ποσοστά απογοητευτικά ακόμη και αν ληφθούν υπόψη μόνον οι ενεργοί φοιτητές (ν+2). Ταυτόχρονα, στοιχεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, για το 2019, δείχνουν ότι σε 70 Πανεπιστημιακά Τμήματα αποτυπωνόταν κατάσταση σύμφωνα με την οποία αποφοιτά μόνον το ήμισυ των εισαχθέντων την ίδια χρονιά. Και όλα αυτά σε περιβάλλον «κάθετης αναντιστοιχίας δεξιοτήτων», αφού 1 στους 3 πτυχιούχους στη χώρα εργάζεται σε θέσεις που δεν απαιτούν κατοχή πτυχίου.
Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν ποικίλες ερμηνείες, με πιθανότερες, για φοιτητές και φοιτήτριες, τις ακόλουθες: [α] δεν κατόρθωσαν να φτάσουν ακαδημαϊκές επιδόσεις που απαιτούνται για να αποφοιτήσουν, πιθανότατα γιατί εισήχθησαν με γνωστικά κενά και χαμηλές επιδόσεις, [β] εισήχθησαν σε Τμήματα που δεν ήταν ψηλά στις προτιμήσεις τους, [γ] αντιμετώπιζαν σημαντικά οικονομικά προβλήματα που δεν τους επέτρεψαν να διαμένουν στην πόλη όπου εδρεύει το Τμήμα τους, αφοσιωμένοι στις σπουδές τους.
Με βάση τα προεκτεθέντα, οι προτάσεις που ανακοινώθηκαν για το σύστημα εισαγωγής στα Πανεπιστήμια βρίσκονται σε ορθή κατεύθυνση. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα συνδυαστούν άμεσα με δράσεις ουσιαστικής αναβάθμισης δομών επαγγελματικής εκπαίδευσης, σε συνεργασία και με τους κοινωνικούς εταίρους.
Για να διασφαλιστεί η εισαγωγή υποψηφίων σε Τμήματα με επαρκείς βασικές γνώσεις, ώστε να μπορούν να αποφοιτήσουν στον προβλεπόμενο χρόνο, ορθώς απαιτείται θεσμοθέτηση ελάχιστης βάσης εισαγωγής. Και αποτελεί εξαιρετικά ώριμη επιλογή, η ελάχιστη βάση εισαγωγής να προσδιορίζεται από τα ίδια τα Πανεπιστημιακά Τμήματα και ως ποσοστό του μέσου όρου των μέσων επιδόσεων των υποψηφίων και μάλιστα και στα τέσσερα μαθήματα ανά επιστημονικό πεδίο.
Για να εισάγονται περισσότεροι υποψήφιοι σε Τμήματα, στα οποία πραγματικά επιθυμούν να σπουδάσουν, απαιτείται να δοθεί μεγαλύτερη προτεραιότητα στην εκφρασμένη προτίμηση των υποψηφίων. Σημειώνεται, εμφατικά, το γεγονός ότι από το σύνολο των εισαχθέντων στα Πανεπιστήμια το 2020, ποσοστό 95% είχε δηλώσει το Τμήμα εισαγωγής στις πρώτες 25 προτιμήσεις στο μηχανογραφικό δελτίο. Κατά συνέπεια, απόψεις που σχολιάζουν αρνητικά την πρόταση περί μείωσης των προτιμήσεων, π.χ. σε 20 από μερικές εκατοντάδες που είναι σήμερα (!), είναι έωλες.
Και περαιτέρω απαιτούνται επιπλέον μέτρα, όπως: [α] εξορθολογισμός της κατανομής του αριθμού εισακτέων μεταξύ ομοειδών Τμημάτων διαφορετικών Πανεπιστημίων, μετά το θεσμικά διαμορφωθέν τοπίο για τις μετεγγραφές και τα 2.750 μόρια, [β] καθορισμός των μαθημάτων βαρύτητας ανά ομάδα αντίστοιχων Τμημάτων, από τα ίδια τα Πανεπιστήμια, [γ] ενίσχυση των δομών φοιτητικών εστιών στα Πανεπιστήμια εκτός μεγάλων αστικών κέντρων – και κυρίως στα νησιά – δια της αξιοποίησης του επιτυχημένου εργαλείου των ΣΔΙΤ, ως έκφραση αμετάθετης κοινωνικής ευθύνης της πολιτείας για παροχή ίσων ευκαιριών στη γνώση σε οικονομικά αδύνατους εισαχθέντες που απέδειξαν ότι δύνανται να φοιτήσουν επιτυχώς.
Ο Στέφανος Γκρίτζαλης είναι Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και τέως Πρύτανης Πανεπιστημίου Αιγαίου.