Πλησιάζει η ώρα για να ανοίξουν λίγο οι σφιγμένες καρδιές και να βγάλουν από μέσα τους τις ευχές για καλύτερες μέρες. Αλλά τι μπορεί να περιέχουν αυτές οι μέρες; Τι άλλο έχει να ζητήσει κανείς εκτός από το να απαλλαγεί από τα τρέχοντα βάρη; Δύσκολα θα ομολογούσαν οι σύγχρονοι Ελληνες ότι δεν έχουν πολλά να ελπίσουν, γιατί δεν έχουν πολλά να φαντασθούν. Μια σύγκριση με περασμένες εποχές θα το έδειχνε αυτό πολύ καθαρά.
Ας φαντασθούμε τη χώρα μας σαν κατοικία. Τι αισθάνονταν για την κατοικία τους οι ένοικοι παλαιότερα; Την περίοδο μετά τη μικρασιατική καταστροφή ο πληθυσμός, και πιο πολύ, φυσικά, οι πρόσφυγες, μέσα από τις στερήσεις και την αναστάτωση, διαπίστωνε πως ο χώρος για να σταθεί και για να ζήσει λιγόστευε. Ονειρεύτηκε λοιπόν ένα σπίτι πιο ευρύχωρο. Ολόκληρη η χώρα πόθησε το άπλωμα, μετά τη συμπίεση που υπέστη. Υστερα, κατά την περίοδο της Κατοχής και στη συνέχεια του Εμφυλίου, το σπίτι πήρε την πιο δραματική σημασία που έχει η λέξη: άσυλο. Πίσω από τις κλειστές πόρτες η οικογένεια χρειαζόταν να αισθανθεί ασφαλής. Οσο απλή και ταπεινή κι αν ήταν η ζωή της είχε να κρύψει μυστικά. Επρεπε το σπίτι να είναι καλά φυλαγμένο και, βέβαια, ποτέ δεν ήταν. Γι’ αυτό και στο τέλος της περιόδου εκείνης στα χωριά και στις πόλεις ήταν τόσο πολλοί οι γκρεμισμένοι τοίχοι, οι ξεμανταλωμένες πόρτες, τα σπασμένα από σφαίρες κεραμίδια. Επειτα, ακολούθησαν τα χρόνια της επιδιόρθωσης. Η χώρα σιγά-σιγά αποκαθιστούσε τα χαλάσματα στους τοίχους, στα πατώματα και τις οροφές, μολονότι στα θεμέλια που είχαν κλονιστεί πολύ, δεν τολμούσε κανείς να κατέβει και να δει τις ζημιές.
Εστω κι έτσι όμως, μπορούσαν πολλοί να σκεφτούν ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες. Το σπίτι άρχισε, πράγματι, να συγυρίζεται. Μετά τους πόνους, μετά τη φτώχεια, είχε ανάγκη ο πληθυσμός να χαρεί· και αυτό έκανε. Το σπίτι της δεκαετίας του ’60, φτιάχτηκε για να υποδεχθεί τη Γιορτή. Ηταν η ειρήνη ντυμένη με τα καλά της ρούχα, που είχε έλθει για να ξεπλύνει τις πίκρες μ’ ένα γέλιο φρέσκο και λυτρωτικό που, ωστόσο, είχε και κάτι από δάκρυ μέσα του. Στη συνέχεια ήλθε το τράνταγμα της δικτατορίας. Οταν τέλειωσε, οι άνθρωποι ξανακοίταξαν το σπίτι τους και ρίχτηκαν με τα μούτρα σε μίαν άλλη επιχείρηση: τώρα δεν ήταν η εξοικονόμηση χώρου που τους ένοιαζε, ούτε η ασφάλεια, ούτε η γιορτή. Ηταν ο εξοπλισμός του σπιτιού με όλα τα νέα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά φυλαχτά: έπρεπε επειγόντως ο μοντέρνος εχθρός να αντιμετωπισθεί. Ηταν ο πιο ύπουλος απ’ όλους. Επιδέξια εισχωρούσε στα δωμάτια και στις ψυχές και τις πότιζε κρυφά με εκείνο το δηλητήριο της πλήξης που στην Ελλάδα ως τότε το ήξεραν μόνο οι πλούσιοι. Η πλήξη τους πέρασε και στις μεσαίες τάξεις, εξαπλώθηκε και στα λαϊκά στρώματα, έδωσε το χλωμό της χρώμα και τους μορφασμούς της ακόμη και στα ανήλικα. Σήμερα, πλησιάζει προς την κορύφωσή της. Ποτέ πριν δεν άκουγες παιδιά πέντε χρονών να λένε «βαριέμαι», και να φαίνεται πως το εννοούν, πως ξέρουν τι λένε.
Εκεί οδήγησε τα πράγματα η Μεταπολίτευση. Το επιπλωμένο, τακτοποιημένο, εφοδιασμένο με όλες τις ανέσεις σπίτι άδειασε ξαφνικά. Δεν είχε τι να κάνει ο ένοικος εκεί μέσα. Ετσι, άνοιξε γρήγορα την πόρτα και έτρεξε έξω. Προς τα πού θα πήγαινε; Δεν ήξερε, και ούτε πολυενδιαφερόταν να το εξετάσει. Μέσα σε λίγα χρόνια η χώρα έγινε για τους κατοίκους της ένας τόπος που θα προτιμούσαν να μην τον σκέπτονται. Οχι ότι τους καταπίεζε· η Ελλάδα δεν είχε πάψει να φημίζεται για την ανοχή της. Αυτόν τον παράδεισο της ελαστικότητας τον εγκατέλειπαν για άλλους λόγους. Δεν τους έδινε τίποτα το διεγερτικό, τίποτα για να το κάνουν με όρεξη. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε. Παρατηρούμε σήμερα το πόσο γρήγορα το σπίτι που όλοι μοιραζόμαστε, ερημώνεται, την ίδια στιγμή που όλοι δηλώνουν πως πρέπει να σωθεί. Του έστρεψαν την πλάτη πρώτα απ’ όλα οι νέοι που έφυγαν στο εξωτερικό. Και δεν είναι ο μεγάλος αριθμός των φυγάδων που βαραίνει περισσότερο. Είναι ο τρόπος της φυγής, είναι η αγανακτισμένη απόφαση να αποκοπεί το ατομικό από το συλλογικό πεπρωμένο.
Με τη γενέτειρά του όμως δεν μπορεί να αγανακτεί κάποιος, μόνο με ορισμένους από τους γόνους της, ιδίως τους πιο ισχυρούς. Αυτό όφειλαν να το είχαν διδάξει οι κηδεμόνες και το σχολείο στους νέους. Και δεν το έπραξαν. Είδαμε, και βλέπουμε ακόμη, στη διάρκεια της επιδημίας, γονείς και δασκάλους να σηκώνουν τα χέρια τους μπροστά στα παιδιά, με μια αμηχανία που έφθανε μέχρι και στην απόγνωση. Κάθε μέρα οι μαρτυρίες πληθαίνουν για το ότι η νέα γενιά το μόνο που θέλει είναι να δραπετεύσει, χωρίς να γνωρίζει από ποια φυλακή. Τη μιμούνται και άλλες ηλικίες, μεγαλύτερες. Ενα πλήθος που αυξάνεται, αναζητώντας διέξοδο σε όνειρα μέσα στα οποία στοιβάζονται μαυροφορεμένα πλάσματα με καλώδια κρεμασμένα στα αυτιά και ένα Ο.Κ. κολλημένο στο στόμα, με πολύ θόρυβο, με δυνατή μουσική που ανεβαίνει προς το ζενίθ της, με αφρούς μπίρας να χύνονται πάνω στα πρόσωπα. Ενα πανελλαδικό πάρτι αφιερωμένο στη λήθη.
Μέσα σ’ αυτό το στροβίλισμα επόμενο είναι να σβήνουν και οι σκέψεις σχετικά με το τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να βελτιωθούν τα πράγματα. Οι καλύτερες μέρες αφήνονται στο άγνωστο. Αμποτες να έλθουν. Να έλθουν, όπως έρχεται ένα δώρο την Πρωτοχρονιά στο σπίτι. Αλλά γιατί να λάβουμε δώρα; Τι έχουμε κάνει για να μας τα στείλουν; Αν δεν απαντηθεί το ερώτημα, η Ελλάδα θα συνεχίσει να αδειάζει από θέληση και ενεργητικότητα. Δεν θα γνωρίσει την πραγματική έξοδο από τις δυσκολίες της, τα δάνειά της, τις εξαρτήσεις και τις θλίψεις της, παρά μόνο αν δώσει στους ανθρώπους της να εκτελέσουν έργα με προοπτική. Οι καλύτερες μέρες, σ’ έναν τόπο όπως ο δικός μας, δεν είναι δυνατόν να μην έχουν το ωραίο μέσα τους. Με την κατάλληλη αγωγή οι νεότεροι θα ήταν σε θέση να το νιώσουν αυτό, να φροντίσουν για την ομορφιά τριγύρω τους περισσότερο από την ομορφιά της κόμης τους. Τότε, θα γίνονταν πραγματικοί περιφρουρητές του οίκου τους. Θα αντιδρούσαν, για παράδειγμα, αν έβλεπαν ανεμογεννήτριες να υψώνονται με αναίδεια στην κορυφή του Ελικώνα, όρους των Μουσών. Θα γνώριζαν να ξεχωρίσουν τι είναι αναγκαίο, τι περιττό και τι βλαβερό. Τι είναι τροφή για τη σάρκα και τι για την ψυχή. Και η Ελλάδα θα ανάσαινε, υγιής πλέον, χωρίς τον φόβο του θανάτου και τα άγχη της ανίας ή της φτώχειας. Εχοντας ευχαριστήσει τον Ασκληπιό, θα ξαναχαιρετούσε τις Μούσες της.
Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.