Εχει περάσει ένας και πλέον μήνας από τις εκλογές στις ΗΠΑ και ενώ γνωρίζουμε ότι ο επόμενος πρόεδρος θα είναι ο Τζο Μπάιντεν, ο Ντόναλντ Τραμπ εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι αυτός είναι ο νικητής και να έχει εξαπολύσει μια ομάδα νομικών, με επικεφαλής τον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι, που προσπαθούν να αποδείξουν – χωρίς στοιχεία – πως υπήρξε νοθεία.
Το «φάντασμα» του εμφυλίου πολέμου
Στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο το αποτέλεσμα έγινε δεκτό με ανακούφιση. Επιτέλους, η υπερδύναμη αποκτούσε έναν πρόεδρο που θα ήταν τουλάχιστον ευπρεπής και σοβαρός. Πέραν όμως αυτού, εκείνο που φανέρωσαν οι εκλογές ήταν η σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού ονείρου: ο λαϊκισμός, οι θεωρίες συνωμοσίας και το φυλετικό μίσος.
Στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα της τεχνολογίας και της ανοιχτής κοινωνίας έπαιρνε σάρκα και οστά, έστω και υπό άλλη μορφή, το φάντασμα του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου: η σύγκρουση του βιομηχανικού Βορρά με τον αγροτικό Νότο. Πώς αλλιώς να ερμηνευθεί λ.χ. το ότι στην Πολιτεία της Λουιζιάνας, που το 37% των κατοίκων αποτελείται από μαύρους, ο Τραμπ έλαβε το 58,5% των ψήφων; Ή ότι στην Αλαμπάμα, όπου το 26% είναι μαύροι, έλαβε το 62,2% των ψήφων; Ή ότι στο Μισισίπι, όπου έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό μαύρου πληθυσμού της χώρας (37,68%), το ποσοστό του ανήλθε στο 57,6%; Σύμφωνα με τους «New York Times», ένας στους πέντε μαύρους, σε πανεθνικό επίπεδο, ψήφισε Τραμπ. Ακόμη και στη Νέα Υόρκη (προπύργιο των Δημοκρατικών) οι τέσσερις στους δέκα ψήφισαν Τραμπ.
Μπορεί ο Τραμπ να έλαβε 74.000.000 ψήφους και ο Μπάιντεν 80.000.000, αλλά ουδείς Ρεπουμπλικανός πρόεδρος έλαβε ποτέ όσες ψήφους πήρε ο Τραμπ. Οποιος γνωρίζει τις ΗΠΑ και την ιστορία τους, «διαβάζοντας» κάτω από τα νούμερα συνειδητοποιεί πως το έργο του Μπάιντεν, που δήλωσε ότι πρωταρχικός του στόχος είναι να αποκαταστήσει την ενότητα της χώρας, δεν θα είναι διόλου εύκολο. Οι Ρεπουμπλικανοί δεν έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων αλλά μείωσαν τη διαφορά τους από τους Δημοκρατικούς. Κατά τα φαινόμενα θα διατηρήσουν τον έλεγχο στη Γερουσία, που σημαίνει ότι το ζήτημα για τον Μπάιντεν είναι πώς θα χειριστεί τους Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές που διαφωνούν με τον Τραμπ ώστε να έχει τη συναίνεσή τους στις κρίσιμες αποφάσεις που καλείται να λάβει: να τερματίσει τον απομονωτισμό στον οποίο οδήγησε τη χώρα ο απερχόμενος πρόεδρος δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα με τους δυτικούς συμμάχους της – με την Ευρώπη κατ’ εξοχήν – και κυρίως να αποκαταστήσει το τρωθέν κύρος των θεσμών (του Συντάγματος πρωτίστως).
Εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας
Το σταυρόλεξο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, μόνο το 3% των οπαδών του Τραμπ λέει πως η νίκη του Μπάιντεν είναι νόμιμη. Το 72% μάλιστα από αυτούς δηλώνει πως αν ο Τραμπ εγκαταλείψει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, θα τον ακολουθήσουν. Ετσι εξηγείται και το ότι πλήθος οπαδών του δίκην ταγμάτων εφόδου κρατώντας καραμπίνες πολιόρκησαν πολλά εκλογικά κέντρα απαιτώντας να σταματήσει η καταμέτρηση των ψήφων.
Ο κόσμος έμεινε κατάπληκτος από την πρόσφατη δήλωση σε συνέντευξη Τύπου της δικηγόρου Σίντνεϊ Πάουελ, μέλους της ομάδας δικηγόρων του Τραμπ που αμφισβητεί τα αποτελέσματα των εκλογών και προσπαθεί να τα ακυρώσει: ότι το λογισμικό των εκλογικών μηχανημάτων «μαγειρεύτηκε» στη Βενεζουέλα υπό την επιστασία του Ούγκο Τσάβες – κι ας πέθανε ο Τσάβες το 2013! Η δήλωση ακούστηκε σαν επιστέγασμα άλλων «θεωριών συνωμοσίας», όπως λ.χ. ότι ο Μπάιντεν θα καταστρέψει την Αμερική διότι είναι «σοσιαλιστής».
Ο Τραμπ απαιτεί να αναγνωριστεί ο ιστορικός του ρόλος του στην παραγωγή του εμβολίου για τον κορωνοϊό, μολονότι στην αρχή της επιδημίας αρνήθηκε να λάβει μέτρα, δεν φορούσε μάσκα ούτε ο ίδιος ούτε οι οπαδοί του στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, μολονότι γνώριζε από την αρχή τους τρομερούς κινδύνους της πανδημίας, όπως αποκάλυψε ο επιφανής δημοσιογράφος (της ομάδας που έφερε στο φως το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ) Μπομπ Γούντγουορντ. Ομως η στάση του επί του προκειμένου δεν ήταν όσο αυθαίρετη μοιάζει. Το 80% των ιθυνόντων του κόμματός του την ενέκρινε.
Μια φανατική «μεσαία τάξη»
Το Δημοκρατικό Κόμμα, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα των εκλογών, δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται τις αλλαγές που επέφερε ο Τραμπ. Οι δημοσκόποι, που προσδιόριζαν τη διαφορά ανάμεσα στον Μπάιντεν και στον Τραμπ μεταξύ 12% και 15%, διαψεύστηκαν. Αν ο Τραμπ δεν είχε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού, που στοίχισε μέχρι στιγμής στη χώρα σχεδόν 300.000 νεκρούς, θα κέρδιζε τις εκλογές. Εχει καταφέρει όχι απλώς να πάρει με το μέρος του αλλά και να συγκροτήσει ένα φανατικό σώμα λευκών ψηφοφόρων που θεωρούν ότι αυτοί αποτελούν τη μεσαία τάξη, η οποία καταπιέζεται ανάμεσα στους εύπορους κατοίκους των αστικών κέντρων και στις μειονότητες. Είναι μεν συντηρητικοί, αλλά αυτοαποκαλούνται ριζοσπάστες της μεσαίας τάξης που αποτελείται από αγρότες, μικροεπαγγελματίες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων.
Ο Τραμπ ήξερε πως θα έχανε τις εκλογές. Η άρνησή του να το παραδεχθεί δημοσίως σημαίνει πως ή δεν θέλει να αποχωρήσει ηττημένος ή ότι ανησυχεί για το ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει στα δικαστήρια τις σοβαρές κατηγορίες που του έχουν προσάψει για φορολογικές απάτες – ή και τα δύο. Και φυσικά, η δήλωσή του ότι ενδέχεται να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία το 2024 σημαίνει πως δεν είναι «τελειωμένος», ή αλλιώς: πως ο ίδιος προσωρινά θα αποχωρήσει αλλά ο τραμπισμός θα παραμείνει. Το τι συνέπειες θα έχει αυτό στην παγκόσμια κοινωνία – και στη χώρα μας βέβαια – και πώς θα το αντιμετωπίσει η προεδρία Μπάιντεν μένει να το δούμε.