Δύο έρευνες που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα καταδεικνύουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις και οι πολίτες στην Ελλάδα. Μπορεί οι προοπτικές της χώρας στη μετά Covid εποχή να είναι ευοίωνες, οι μετοχές στο Χρηματιστήριο να ενισχύονται μετά από μεγάλο διάστημα απραξίας και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να κινούνται σε ιστορικά χαμηλά, αλλά δυστυχώς οι συνθήκες που επικρατούν στην πραγματική οικονομία μόνο θλίψη και προβληματισμό γεννούν για το άμεσο μέλλον.
Η πρώτη έρευνα έγινε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αφορούσε την πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (ΜμΕ) το διάστημα Απρίλιος – Σεπτέμβριος στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα το 30% του δείγματος δήλωσε πως δεν χρησιμοποίησε τραπεζικό δάνειο, το 14% πως αξιοποίησε τραπεζικό δανεισμό, ενώ το 54% ανέφερε πως «αυτή η μορφή χρηματοδότησης δεν είναι συμβατή με την επιχείρηση». Με απλά λόγια, τα επιτόκια που δίνονται είναι απαγορευτικά για τις εταιρείες. Επίσης, το 30% των επιχειρήσεων που αιτήθηκαν δάνειο έλαβε τα κεφάλαια που ζήτησε, το 38% δεν κατάφερε να δανειοδοτηθεί με το ποσό που αιτήθηκε, ενώ ένα 20% είδε το αίτημά του να απορρίπτεται.
Η δεύτερη έρευνα έγινε από την Intrum. Τα συμπεράσματα της έρευνας κατατάσσουν τη χώρα μας τελευταία στην Ευρώπη ως προς τη δυνατότητα των πολιτών για πληρωμή λογαριασμών, καθώς η πανδημία «χτύπησε» βασικούς τομείς της οικονομίας, όπως ο τουρισμός και η εστίαση. Οπως προκύπτει από την έρευνα, το 61% των ελληνικών νοικοκυριών ξεμένει στο τέλος του μήνα, ενώ το 37% αναγκάζεται να δανείζεται από το ευρύτερο και φιλικό περιβάλλον. Και επειδή τα λεφτά δεν φτάνουν, οι πολίτες επιλέγουν τι θα αφήσουν απλήρωτο. Σύμφωνα με την έρευνα, οι πρώτες επιλογές για αθέτηση πληρωμής είναι οι πιστωτικές κάρτες, το στεγαστικό δάνειο και οι λογαριασμοί ρεύματος και νερού.
Το μόνο γιατρικό είναι η ανάπτυξη της οικονομίας ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και να βελτιωθούν τα εισοδήματα. Η διαδικασία αυτή όμως απαιτεί χρόνο και μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι αμφίβολο αν θα αντέξει.