Η βία και η ανομία στα πανεπιστήμια έχουν ξεπεράσει εδώ και χρόνια κάθε όριο. Με την ανοχή κυβερνήσεων, πανεπιστημιακών αρχών και της ίδιας της αστυνομίας έχουν κατ’ επανάληψη τελεστεί εγκληματικές πράξεις μέσα σε πανεπιστημιακούς χώρους, οι οποίοι χρησιμοποιούνται ενίοτε και ως ορμητήριο για τον «εξοπλισμό» συλλογικοτήτων, για τις οποίες η άσκηση βίας αποτελεί εγγενές στοιχείο της δράσης τους, ή για τη διακίνηση ναρκωτικών. Η κοινωνία παρακολουθεί εμβρόντητη όσα συμβαίνουν, με αποκορύφωμα την πρόσφατη διαπόμπευση του Πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Την περασμένη εβδομάδα δημοσιοποιήθηκε ο σχεδιασμός της κυβέρνησης για τη σύσταση μίας νέας υπηρεσίας της ΕΛ.ΑΣ., που θα αναλάβει τη φύλαξη των πανεπιστημίων. Τα πρόσωπα που θα τη στελεχώσουν πρόκειται να επιλεγούν με ταχείες διαδικασίες. Οι αστυνομικοί στα πανεπιστήμια πρόκειται να είναι ένστολοι, με κλομπ και χειροπέδες αλλά χωρίς πιστόλι, και θα ανήκουν οργανικά στην ΕΛ.ΑΣ., αξιωματικοί της οποίας θα τεθούν επικεφαλής. Αρα η επιχειρησιακή δράση, η διεύθυνση και η εποπτεία της νέας υπηρεσίας θα ανήκουν στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και στον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ., ανεξάρτητα αν θα εμφανίζονται να συνεργάζονται με τις πρυτανικές αρχές.
Ως πρώτη αντίδραση, η αποφασιστική αντιμετώπιση του χρόνιου προβλήματος της βίας στα πανεπιστήμια προκαλεί ανακούφιση στην πανεπιστημιακή κοινότητα και την κοινωνία. Ομως ο μηχανισμός που φαίνεται να επιλέγει η κυβέρνηση δεν είναι ο ενδεδειγμένος. Θεωρείται αδιανόητο σε οποιοδήποτε κράτος της ηπειρωτικής Ευρώπης να περιπολούν μέσα στα πανεπιστήμια αστυνομικοί για προληπτικούς λόγους.
Ας θυμηθούμε τα λόγια δύο κορυφαίων συνταγματολόγων και πανεπιστημιακών δασκάλων. Κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση, σύμφωνα με παλιά ευρωπαϊκή παράδοση η τήρηση της τάξης και ασφάλειας στους πανεπιστημιακός χώρους «ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη των αρχών που διοικούν το Ιδρυμα. Συγκεκριμένα, χωρίς τη θέληση της Συγκλήτου τα αστυνομικά όργανα δεν μπορούν να εισδύσουν και να επέμβουν παρά μόνο σε περίπτωση που τελείται αξιόποινη πράξη η οποία στρέφεται κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας». Εξάλλου, όπως επεσήμανε ο Δημήτρης Τσάτσος, «το κράτος δεν μπορεί να επιβάλει στον χώρο του Ιδρύματος τις γενικές περί τάξεως και ασφάλειας αντιλήψεις των αρμόδιων αρχών, εκτός αν επικρέμαται κίνδυνος ζωής».
Ωστόσο, εξίσου αδιανόητο είναι να μείνουν απροστάτευτα τα πανεπιστήμια. Τη σοβαρότερη απειλή δεν αποτελεί σήμερα η αστυνομία, αλλά όσοι με πράξεις βίας περιορίζουν την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, εκβιάζουν την ακαδημαϊκή κοινότητα και παραβιάζουν το πανεπιστημιακό άσυλο. Ούτε όμως η διαρκής παρουσία αστυνομικής δύναμης στο εσωτερικό των πανεπιστημίων είναι συμβατή με την ακαδημαϊκή ελευθερία. Εχει αποδειχθεί, άλλωστε, ότι η ΕΛ.ΑΣ. δεν διαθέτει την απαιτούμενη «κουλτούρα». Χρειάζεται μία άλλη λύση, που έχει διατυπωθεί εδώ και χρόνια, δηλαδή η αυτοπροστασία των πανεπιστημίων με την πρόβλεψη σχετικού θεσμικού πλαισίου και τη διάθεση των αναγκαίων πόρων από το υπουργείο Παιδείας.
Η βία πρέπει να σταματήσει χωρίς να οδηγηθούμε σε μόνιμη αστυνομική παρουσία στα πανεπιστήμια. Η πρόταση της κυβέρνησης, αν προχωρήσει, δεν θα φέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, θα διχάσει την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία, ενδεχομένως μάλιστα θα κηρυχθεί αντισυνταγματική από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Η στελέχωση των πανεπιστημίων με ειδικά εκπαιδευμένο σώμα φυλάκων, χρηματοδοτούμενο και εποπτευόμενο από το υπουργείο Παιδείας, που θα συντονίζεται από τις πρυτανικές αρχές και θα μπορεί να καλεί άμεσα την αστυνομία αν τελούνται εγκληματικές πράξεις, αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση.
*Ο κ. Ξενοφών Κοντιάδης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, πρόεδρος του Ιδρύματος Τσάτσου.