Οι ενέσεις ρευστού συνεχίζονται. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διοχετεύει δισεκατομμύρια στις αγορές για να απαλύνει τις οδυνηρές συνέπειες της πανδημίας στη διεθνή οικονομία. Προ ημερών αποφάσισε να αυξήσει τα κονδύλια για την αγορά ομολόγων στα πρωτοφανή επίπεδα των 1,85 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Η επιρροή της Φρανκφούρτης στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα συνεχώς ενισχύεται. Οικολόγοι ζητούν από την ΕΚΤ να δραστηριοποιηθεί και σε έναν άλλον τομέα, συμβάλλοντας στην προστασία του κλίματος. Η επικεφαλής της Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ φαίνεται να συμφωνεί, μάλιστα πρόσφατα δήλωσε στους New York Times ότι «η ΕΚΤ θα πρέπει να επανεξετάσει όλες τις δραστηριότητές της υπό το πρίσμα των ενεργειών για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής».
«Σταθερότητα των τιμών» παραμένει η αποστολή της ΕΚΤ
Μπορεί η ΕΚΤ να παρέμβει στην κατεύθυνση αυτή; Ο Μπερτ φαν Ροζεμπέκε, συνεργάτης του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Φράιμπουργκ, προειδοποιεί ότι «η ΕΚΤ ναι μεν διαθέτει σχεδόν απεριόριστα οικονομικά μέσα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να τα χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν». ‘Υψιστη προτεταιότητα της Τράπεζας, όπως προβλέπει το καταστατικό της, παραμένει η «σταθερότητα των τιμών». Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη θα κυμαίνεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, γύρω στο 2% κατά μέσο όρο. Από την πλευρά της η Κριστίν Λαγκάρντ επιχειρηματολογεί υπέρ της προστασίας του κλίματος, επισημαίνοντας ότι η κλιματική αλλαγή θέτει σε κίνδυνο το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, κατά συνέπεια πρέπει και αυτή να συμπεριλαμβάνεται στα κριτήρια που επηρεάζουν τη χάραξη νομισματικής πολιτικής.
Ο Μπένιαμιν Μπορν, καθηγητής Μακροοικονομίας στη Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων της Φρανκφούρτης, εκτιμά ότι στο μέλλον η ΕΚΤ θα λαμβάνει υπόψη της σε μεγαλύτερο βαθμό την προστασία του περιβάλλοντος μελετώντας τα «μοντέλα κινδύνου», με βάση τα οποία καθορίζει τη νομισματική πολιτική. Ως προς αυτό δεν φαίνεται να εκφράζονται αντιρρήσεις. Ο Μαουρίτσιο Βάργκας, οικονομικός αναλυτής στην Greenpeace, σημειώνει ότι «εάν η ΕΚΤ εστιάσει πραγματικά στους κινδύνους που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή για τη διεθνή οικονομία και τους συμπεριλάβει στα μοντέλα κινδύνου, αυτό θα είχε σημαντική επίδραση στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα».
Όταν «πρασινίζουν» οι αγορές ομολόγων
Στις παρεμβάσεις της η ΕΚΤ τηρεί μέχρι στιγμής ουδέτερη στάση όσον αφορά την προστασία του κλίματος, δηλαδή απλώς αγοράζει τα ομόλογα που είναι διαθέσιμα στην αγορά. Όμως η Greenpeace εκτιμά ότι το 60% των εταιρικών ομολόγων έχουν εκδοθεί από επιχειρήσεις οι οποίες, με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που προκαλούν, συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Οικολόγοι ζητούν από την ΕΚΤ να εστιάσει περισότερο σε ομόλογα επιχειρήσεων που θεωρούνται φιλικές προς το περιβάλλον. Το σκεπτικό τους είναι ότι η αύξηση της ζήτησης μετά από μία παρέμβαση της Φρανκφούρτης θα ανεβάσει την τιμή των ομολόγων, καθιστώντας πιο εύκολη τη χρηματοδότηση και ουσιαστικά επιβραβεύοντας την «πράσινη» επιχειρηματικότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποστηρίζει ο Βάργκας, «ουσιαστικά επιταχύνεται ο οικολογικός μετασχηματισμός της οικονομίας στο σύνολό της».
Υπάρχει όμως και η αντίθετη άποψη, με αποτέλεσμα, όπως τονίζει ο Μπένιαμιν Μπορν, «να προκαλείται ζωηρή συζήτηση μεταξύ των οικονομολόγων, με τους αρμόδιους πολιτικούς ή ακόμη και εντός της ΕΚΤ. Επιπλέον, επισημαίνει, δεν είναι καν ξεκάθαρο πόσο αποτελεσματική θα ήταν η «πράσινη στροφή», δεδομένου ότι η ΕΚΤ εξακολουθεί να αγοράζει κυρίως κρατικά ομόλογα, στα οποία ασφαλώς δεν μπορεί να επηρεάσει τις όποιες οικολογικές προδιαγραφές τους. Από την πλευρά του ο Γιαν Πίτερ Κράνεν, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, διαβλέπει ένα αντικίνητρο για μία οικολογική στροφή στις παρεμβάσεις της ΕΚΤ: Εάν η Φρανκφούρτη αρχίσει να αγοράζει «πράσινα ομόλογα», επισημαίνει, η τιμή τους θα ανεβαίνει και θα γίνονται πιο ελκυστικά για τους επενδυτές τα «μη οικολογικά ομόλογα», με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα.
Το ζήτημα της επιτήρησης των τραπεζών
Ένας μοχλός πίεσης που διαθέτει η ΕΚΤ είναι η επιτήρηση των συστημικών τραπεζών της ευρωζώνης. Μελλοντικά η Φρανκφούρτη θα μπορούσε να υποχρεώσει τις τράπεζες να συνυπολογίζουν τους κινδύνους για το περιβάλλον όταν χορηγούν δάνεια σε επιχειρήσεις. Αυτό ασφαλώς θα έθετε σε κίνδυνο την επιβίωση κλάδων παλαιάς τεχνολογίας, όπως τα λιγνιτωρυχεία. Μία άλλη «συνταγή» που μπορεί να ακολουθήσει η ΕΚΤ είναι να πιέσει τις τράπεζες της ευρωζώνης να θεσπίσουν ένα ελάχιστο ποσοστό «πράσινων ομολόγων» στα περιουσιακά στοιχεία που καταθέτουν στη Φρανκφούρτη ως ασφάλεια, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένεση ρευστότητας.
Πάντως πολλοί επικρίνουν το ό,τι η ΕΚΤ εξακολουθεί να μην διαθέτει «δημοκρατική νομιμοποίηση», η οποία θα ήταν απαραίτητη από τη στιγμή που η Τράπεζα κάνει «στροφή» σε πράσινα ομόλογα, δυσχεραίνοντας την επιβίωση άλλων επιχειρήσεων. Ωστόσο, για τον εκπρόσωπο της Greenpeace Μαουρίτσιο Βάργκας άλλο είναι το κύριο επιχείρημα: «Είναι πλέον τόσο δραματικό το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής που δεν μπορούμε να εναποθέτουμε όλη την ευθύνη στους πολιτικούς. Ασφαλώς εκείνοι φέρουν το κύριο βάρος, θα πρέπει όμως και όλοι οι υπόλοιποι θεσμοί να ανταποκριθούν σε αυτή την ιστορική πρόκληση». Μέχρι τον Ιούλιο του 2021, η ΕΚΤ αναμένεται να επανεξετάσει τη νομισματική πολιτική στο σύνολό της, δίνοντας μία απάντηση στο ερώτημα, εάν και υπό ποιες συνθήκες θα συμπεριλάβει την προστασία του κλίματος στους κύριους πυλώνες της πολιτικής της.
Ίνσα Βρέντε
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου