Το μέγεθος και οι επιπτώσεις του COVID-19 στις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους ή του τόπου που εδρεύουν, δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Το μαζικό κλείσιμο των επιχειρήσεων εξαιτίας των περιορισμών του lockdown έχει φέρει διαδοχικά χτυπήματα στην οικονομία και οδήγησε σε μια «έκρηξη» ζημιών εξαιτίας της διακοπής των δραστηριοτήτων.
Ως αποτέλεσμα, οι ασφαλιστικές έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της κριτικής. Υποστηρίζουν, ότι η ασφάλιση ενάντια στις πανδημίες είναι αδύνατη και η ασφαλιστική κάλυψη δεν μπορεί να παρασχεθεί. Σύμφωνα με την Allianz, οι ασφαλιστικές καλύπτουν τους κινδύνους για συγκεκριμένο αντίτιμο (ασφάλιστρο) – γεγονός που αποτελεί τον βασικό πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος και τη «ραχοκοκαλιά» της ασφαλιστικής κάλυψης έναντι μιας ευρείας γκάμας κινδύνων, ανά τον κόσμο.
Ωστόσο, γιατί η πανδημία θεωρείται, ότι βρίσκεται εκτός του πλαισίου των δυνατοτήτων του ασφαλιστικού κλάδου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να καλυφθεί; «Ως ασφαλιστές, μπορούμε να παρέχουμε ασφαλιστική κάλυψη μόνο για τους κινδύνους εκείνους που μπορούν να υπολογιστούν με βάση τις αρχές της αναλογιστικής επιστήμης. Και η περίπτωση των πανδημιών δεν συγκαταλέγεται μέσα σε αυτούς», εξηγεί ο Klaus-Peter Röhler, CEO της Allianz Γερμανίας και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ομίλου Allianz.
«O νόμος των μεγάλων αριθμών»
Οπως υποστηρίζει, η ασφαλιστική κάλυψη λειτουργεί με βάση τον «νόμο των μεγάλων αριθμών» – πολλοί άνθρωποι πληρώνουν ένα σχετικά μικρό ασφάλιστρο, έτσι ώστε όταν μερικοί από αυτούς υποστούν ζημιά, να λαμβάνουν μεγαλύτερο χρηματικό ποσό από αυτό που κατέβαλαν. Προκειμένου αυτή η προσέγγιση να σταθεί αναλογιστικά, οι κίνδυνοι θα πρέπει να είναι στατιστικά μετρήσιμοι και επαρκώς ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Μόνο με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό οι κίνδυνοι να αξιολογηθούν με βάση ορισμένες παραμέτρους, όπως ο χρόνος, η τοποθεσία και ο τύπος της ζημιάς, παράγοντες που οδηγούν και στα σχετικά χαμηλά ασφάλιστρα. Αυτό είναι και το σημείο του προβλήματος με την περίπτωση της πανδημίας. «Το κριτήριο των ανεξάρτητων κινδύνων δεν ισχύει στην περίπτωση της πανδημίας, καθώς η διακοπή των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων μπορεί να συμβεί ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο και μπορεί να συνδεθεί με μία μοναδική αιτία – τον COVID-19», εξηγεί ο Röhler.
Ως εκ τούτου, δημιουργείται ένα μεγάλο κενό στην κάλυψη τέτοιων καταστάσεων, το οποίο όμως πρέπει να κλείσει. Το παγκοσμίως κορυφαίο think-tank σε θέματα ασφαλίσεων, Geneva Association, του οποίου η Allianz είναι μέλος, δημοσίευσε πρόσφατα μία μελέτη που αναφέρει πως λιγότερο από το 1% της ζημιάς στο παγκόσμιο ΑΕΠ – που προκλήθηκε λόγω της πανδημίας και υπολογίζεται σε 4,5 τρις δολάρια για το 2020 (πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα) – πρόκειται να καλυφθεί από την ασφάλιση της διακοπής των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων», λέει ό Röhler.
Η ανισότητα μεταξύ των οικονομικών ζημιών της πανδημίας και της δυνατότητας των ασφαλιστικών να προσδιορίσουν τους κινδύνους από τη διακοπή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων είναι πολύ μεγάλη. Σύμφωνα με τη μελέτη, δεδομένων των τρεχόντων ετησίων ασφαλίστρων για την διακοπή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που ανέρχονται περίπου στα 30 δις. δολάρια, οι ασφαλισμένοι θα πρέπει να πληρώνουν ασφάλιστρα για 150 χρόνια, προκειμένου να ισοσταθμίσουν την αναμενόμενη μείωση παραγωγής των 4,5 τρις. δολαρίων για το 2020.
Η επόμενη πανδημία
Ο Röhler θεωρεί, ότι η λύση για την αντιμετώπιση της επόμενης πανδημίας έγκειται στη συνεργασία του ασφαλιστικού κλάδου με την πολιτεία. «Θέλουμε να διαδραματίσουμε ενεργό και προνοητικό ρόλο στην παροχή ασφαλιστικής κάλυψης για πιθανές μελλοντικές πανδημίες, ειδικά για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, δρώντας προληπτικά και γρηγορότερα από την αρχή τους», λέει ο Röhler. Προκειμένου να πετύχουμε αυτόν τον στόχο, όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά, οι ειδικοί της Allianz προτείνουν την δημιουργία ειδικών καλύψεων έναντι των πανδημιών στις ευρωπαϊκές αγορές, σε συνεργασία με τις κατά τόπους ασφαλιστικές αγορές και κυβερνήσεις. «Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να παρέχουμε ευρεία κάλυψη για τις εταιρείες», δηλώνει ο Röhler. Οι ασφαλιστικές θα αναλαμβάνουν την κάλυψη έως ένα επίπεδο συμφωνημένο μέσω συμβάσεων. Εάν υπερβαίνεται αυτό το όριο, το κράτος θα καλύπτει τη διαφορά.
Η λύση που θα δοθεί θα πρέπει να γίνει υποχρεωτική. «Στην περίπτωση που η λύση δεν εφαρμοστεί καθολικά αλλά είναι προαιρετική, δεν θα μπορέσει να υπάρξει αντίστοιχα καθολική κάλυψη», λέει ο Röhler. Θα κάναμε μόνο «μπαλώματα». Επιπλέον, μια προαιρετική λύση θα καθιστούσε ακόμα πιο δύσκολη τη διατήρηση προσιτών ασφαλίστρων, εάν και εφόσον οι τιμές υπολογιστούν σωστά. «Σαφώς και θέλουμε να αποφύγουμε κάτι τέτοιο».
Αρχικά, ο στόχος αυτής της κάλυψης θα πρέπει να είναι μόνο οι κίνδυνοι που προκαλούνται από τις πανδημίες. «Κατά την άποψή μας, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συνηγορούν στο να μη συμπεριληφθούν σε αυτή την κάλυψη κίνδυνοι όπως η τρομοκρατία ή οι κυβερνοεπιθέσεις, καθώς ο ορισμός της τιμής σε αυτή την περίπτωση θα γινόταν ιδιαίτερα πολύπλοκος, εξαιτίας της αλληλεπίδρασης πολλών κινδύνων.»
Επιπρόσθετα, η λύση αυτή θα πρέπει αρχικά να αναπτυχθεί για τις μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, προκειμένου να προστατέψει εκείνους που επηρεάζονται περισσότερο από την διακοπή των επιχειρησιακών δραστηριοτήτων λόγω πανδημίας και να διασφαλίσουν ότι συγκεκριμένα σταθερά έξοδα μπορούν να καλυφθούν για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Για τις μεγάλες επιχειρήσεις, θα ήταν πιο λογικό να εφαρμοστούν λύσεις οι οποίες να δημιουργούνται κατά περίπτωση.