Πέρα από το Brexit, τον κοροναϊό και μέχρι πρότινος τον προϋπολογισμό της ΕΕ, η Ευρώπη έχει αποκτήσει και έναν ακόμη πονοκέφαλο: την επανεξέταση της σχέσης του μπλοκ με την Τουρκία, η οποία κοντεύει να διαρραγεί, χωρίς να υπάρχει κάτι που θα την αντικαταστήσει.

Αυτή η μακρά και ταραγμένη σχέση πάντα χρειαζόταν δημιουργικούς διπλωμάτες και από τις δύο πλευρές. Τα τελευταία πέντε χρόνια, ωστόσο, βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όπως άλλωστε και οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση συνολικά.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες τείνουν να επιρρίπτουν την ευθύνη γι’ αυτό στον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Εντούτοις, αν και σωστά τονίζουν τις αυταρχικές του τάσεις, συχνά αμελούν τον πραγματισμό που εκδηλώνει κατά καιρούς, υποστηρίζει ο Nτέιβιντ Γκάρντερ αρθρογράφος των Financial Times.

Στην πραγματικότητα, επισημαίνει, η ΕΕ παραιτήθηκε του τεράστιου πλεονεκτήματος που είχε κάποτε στην Τουρκία.

Η κακή προϊστορία των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας

Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας, που ξεκίνησαν με τυμπανοκρουσίες το 2005, σταμάτησαν σταδιακά λίγο αργότερα. Ετσι, έσβησε αυτό που για την Τουρκία ήταν μια μηχανή μετασχηματισμού για δημοκρατική ανανέωση και μεταρρύθμιση, η οποία βοήθησε να περιοριστεί η δύναμη του στρατού, που για καιρό ήταν ο τελικός «διαιτητής» της τουρκικής πολιτικής.

Η κατάρρευση σε οξύ κλίμα το 2004 του σχεδίου του ΟΗΕ για επανένωση της Κύπρου, η οποία παραμένει διχοτομημένη από το 1974, ήταν μέρος του προβλήματος. Ακόμα πιο βλαβερό ήταν το γεγονός πως η Γαλλία, η Γερμανία και άλλοι συνέχιζαν να εγείρουν εμπόδια στην είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ, καθώς θεωρούσαν πως είναι πολύ μεγάλη, πολύ φτωχή και -κάτι που σπανίως δηλώνεται ανοιχτά- πολύ μουσουλμανική.

Αντί να ενεργήσει ως στρατηγική «άγκυρα», η ΕΕ βοήθησε ώστε να «μπαρκάρει» η Τουρκία από τους δυτικούς λιμένες. Αυξάνοντας την οργή σε όλο το τουρκικό πολιτικό φάσμα, η ΕΕ κάνει «σκωτσέζικο ντους» στην Τουρκία από τότε, προσεγγίζοντας την Άγκυρα οπορτουνιστικά, όπως για παράδειγμα όταν χρειαζόταν απεγνωσμένα βοήθεια για να συγκρατήσει τους Σύρους πρόσφυγες που όδευαν προς την Ευρώπη το 2016.

Αυτό ήταν αισχρή realpolitik, κατά τον Γκάρντερ. Αλλά οι Βρυξέλλες δεν τήρησαν την ατζέντα που έθεσαν ως μέρος της συμφωνίας για το μεταναστευτικό. Προώθησαν τις δικές τους ανησυχίες αγνοώντας αυτές της Άγκυρας και θεωρήθηκε από την Τουρκία πως ενεργούσαν κακή τη πίστει. Η Άγκυρα περίμενε τουλάχιστον μια αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, στην οποία εισήλθε με την ΕΕ το 1995, καθώς και κινήσεις στο θέμα των εξαιρέσεων βίζας και έναν τακτικό διάλογο. Τώρα δεν υπάρχει καν διάλογος κωφών.

Τα «φάουλ» της Τουρκίας

Αυτό οφείλεται εν μέρει στις τεράστιες διώξεις του Ερντογάν, που έγιναν μετά τη βίαιη απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, του οποίου ηγήθηκαν οι πρώην ισλαμιστές σύμμαχοί του σε θεσμούς όπως ο στρατός και οι υπηρεσίες ασφαλείας. Οι διώξεις συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται για να κατασταλούν οι διαφωνούντες και να περιοριστεί η αντιπολίτευση.

Μετά από τρεις θητείες ως πρωθυπουργός, ο Ερντογάν αναρριχήθηκε στην προεδρία και έφτασε στον ολοκληρωτισμό, υπονομεύοντας την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, αντικαθιστώντας τον κοινοβουλευτισμό με ένα ανίσχυρο εθνικό κοινοβούλιο, καταργώντας τον ρόλο του πρωθυπουργού και διώκοντας τους αντιπάλους του κυβερνώντος νεοϊσλαμιστικού κόμματός του. Αυτή η αρπαγή εξουσίας κατέστησε την Τουρκία ακατάλληλη για μέλος της ΕΕ.

O Ερντογάν φαίνεται πως έχει συμπεράνει ότι η άσκηση σκληρής εξουσίας στο εξωτερικό τον εξυπηρετεί καλύτερα από το να ευθυγραμμίζεται με την εξασθενισμένη ήπια δύναμη των διπρόσωπων -κατά την άποψή του- Ευρωπαίων. Από τη Συρία μέχρι τη Λιβύη, φαίνεται να επιμένει στον νεο-οθωμανικό αλυτρωτισμό.

Διεκδικεί ύδατα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο και τα πλούσια αποθέματα αερίου της. Και ενώ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διαβουλεύονταν στις Βρυξέλλες, ο Ερντογάν ήταν στο Αζερμπαϊτζάν συμμετέχοντας στην παν-τουρκική παρέλαση νίκης, αφού βοήθησε στην ανακατάληψη εδαφών που κατείχε η Αρμενία στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.

Η Τουρκία είναι δύσκολος πελάτης. Είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά αγοράζει ρωσικά συστήματα αεράμυνας. Είναι μέλος των G20, αλλά φιλοξενεί τη Χαμάς. Αυτή η δυσκολία δεν οφείλεται μόνο στον Ερντογάν. Όπως το έθεσαν οι Hugh Pope και Nigar Goksel, βετεράνοι παρατηρητές της Τουρκίας στο International Crisis Group, «η Τουρκία πάντα έκανε πράγματα με τον δικό της τρόπο: χτίζοντας γέφυρες τη μια στιγμή, προγεφυρώματα την άλλη».

Πώς μπορούν να αναθερμανθούν οι σχέσεις ΕΕ – Τουρκίας

Η ΕΕ ήταν κάποτε η πιο σημαντική γέφυρα της Τουρκίας. Η ΕΕ εξακολουθεί να έχει μοχλούς για να πιέσει. Περισσότερο από το ήμισυ του τουρκικού εμπορίου και των επενδύσεων είναι ευρωπαϊκά.

Η Τουρκία χρειάζεται διακαώς μια ενισχυμένη τελωνειακή ένωση, οι κανόνες της οποίας θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ενίσχυση του κράτους δικαίου που καταρρέει. Αλλά η ΕΕ πρέπει να επαγρυπνά περισσότερο για άλλα πράγματα που μπορεί να θελήσει η Τουρκία.

Μετά την ομαλοποίηση των σχέσεων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων με το Ισραήλ φέτος, η Τουρκία κινήθηκε για να «μπαλώσει» τις σχέσεις της με τους Ισραηλινούς μετά τη δεκαετή τους διένεξη – εν μέρει, σύμφωνα με διπλωμάτες, λόγω της αντιπαλότητάς της με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Πράγματι, ανώτατος Τούρκος αξιωματούχος χλευάζει τον στόχο των ΗΑΕ να αντικαταστήσουν την Τουρκία στα μάτια της Δύσης. Τα ΗΑΕ «είναι μια έξυπνη αλλά μικρή χώρα και θα πρέπει να καταλάβει τα όριά της, προσπαθώντας να καλύψει το κενό που αφήνει η Τουρκία, η οποία πάντα είχε καλές σχέσεις με το Ισραήλ ως η μουσουλμανική χώρα της Δύσης».

Η ψευτοπαλικαριά και η επιθετικότητα του Ερντογάν δεν μπορούν να αγνοηθούν, αλλά υπάρχουν ενδείξεις πως η Τουρκία εξακολουθεί να θέλει να είναι εκείνη η χώρα. Η ΕΕ και η Δύση θα πρέπει να διερευνήσουν και να εκμεταλλευτούν όλα εκείνα τα σημάδια.