Τη στιγμή που ο κοροναϊός εξακολουθεί να μεταφέρει κρίσιμα διδάγματα για τη σημασία της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, των καινοτομιών για την υγεία, αλλά και για τον κομβικό ρόλο της φαρμακοβιομηχανίας για την ευημερία της υγείας του πληθυσμού, της κοινωνίας και της οικονομίας, το σύστημα υγγείας στην Ελλάδα κινδυνεύει να καταστεί μη βιώσιμο. Οι περικοπές στην υγεία και ο μηχανισμός των υποχρεωτικών επιστροφών (του Clawback), κληρονομιά της κρίσης και των μνημονίων πλήττουν δυσανάλογα τους ιδιωτικούς προϋπολογισμούς, απειλώντας τις εταιρείες του κλάδου του φαρμάκου, αλλά και την υγεία των Ελλήνων ασθενών. Φλέγουσες μεταρρυθμίσεις, αλλά και ένας συνεκτικός οδικός χάρτης για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του συστήματος παρουσιάστηκαν από τον Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) στο πλαίσιο του Πανελλήνιου Συνεδρίου για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας που πραγματοποιήθηκε φέτος υπό τον τίτλο «Δημόσια Υγεία & Πολιτική Οικονομία της Πανδημίας Covid-19».
Πολλαπλές στρεβλώσεις και ανεξέλεγκτες δαπάνες
Όπως τόνισε μιλώντας στο πάνελ «Η βιωσιμότητα της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Η ανάπτυξη και οι μεταρρυθμίσεις» ο Πρόεδρος του ΣΦΕΕ, κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου, «η δημόσια υγεία στην Ελλάδα υποχρηματοδοτείται και υπολείπεται στις κατά κεφαλήν δαπάνες ανά έτος κατά 1.059€ των Νότιων χωρών της Ευρώπης -δεν αναφερόμαστε καν στον μέσο όρο της ΕΕ. Η φαρμακευτική πολιτική που ακολουθείται στη χώρα έχει επιφέρει πολλαπλές στρεβλώσεις, με αποτέλεσμα η υπέρβαση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης να αυξάνει ανεξέλεγκτα χρόνο με το χρόνο».
Η πληγή του Clawback
Από το 2015 εφαρμόζεται στη χώρα μας ο μηχανισμός των υποχρεωτικών επιστροφών (του Clawback) στις δαπάνες φαρμάκου, με τις φαρμακευτικές εταιρείες ουσιαστικά να επιβαρύνονται με τα κόστη που υπερβαίνουν τον ετήσιο κλειστό προϋπολογισμό φαρμάκων. Χαρακτηριστικά, όπως επεσήμανε ο κ. Παπαδημητρίου, «για το 2020 υπολογίζεται ότι οι φαρμακευτικές θα υποχρεωθούν να επιστρέψουν στο κράτος περισσότερα από 2 δισ. ευρώ, βάλλοντας ευθέως κατά της βιωσιμότητας και της αναπτυξιακής προοπτικής τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους ασθενείς, την απασχόληση, τις επενδύσεις».
Το Clawback που εισήχθη για να λειτουργήσει ως μηχανισμός διόρθωσης και συγκράτησης των δαπανών έχει ουσιαστικά μετατραπεί εδώ και χρόνια σε δίαυλο χρηματοδότησης. Πρόκειται για έναν μηχανισμό που εφαρμόζεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου ωστόσο λαμβάνει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά με ουσιαστικότερη ειδοποιό διαφορά τον ορισμό ανώτατων ορίων για το ποσό του Clawback αλλά και τη συνυπευθυνότητα κρατών-ιδιωτικών φορέων για την κάλυψη του υπερβάλλοντος κόστους.
Στην Ελλάδα, το Clawback εφαρμόζεται ανεξέλεγκτα με αποτέλεσμα, όπως σημείωσε ο κ. Παπαδημητρίου, οι φορείς που εμπλέκονται στην κατανάλωση φαρμάκου (πολιτεία, ιατροί, νοσοκομεία, ασθενείς) να μην έχουν ουσιαστικά κίνητρα για τον εξορθολογισμό της. Έτσι, ενώ οι κρατικές φαρμακευτικές δαπάνες παραμένουν σταθερά χαμηλές και ανεπαρκείς για να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες των Ελλήνων ασθενών, οι συνολικές δαπάνες αυξάνουν ανεξέλεγκτα επιβαρύνοντας δυσανάλογα τη βιομηχανία και απειλώντας με κατάρρευση τους προϋπολογισμούς φαρμάκων.
Το πρόβλημα, που τονίζεται εδώ και χρόνια από τον ΣΦΕΕ, αναδεικνύεται μέσα από πέντε διαδοχικές εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Εποπτείας (Enhanced Surveillance Reports), όπου επισημαίνεται ότι ο μηχανισμός των υποχρεωτικών επιστροφών (Clawback) στην παρούσα φάση εμφανίζεται να θέτει έναν τριπλό κίνδυνο: Για τη βιομηχανία (επιχειρηματικός κίνδυνος), το ευρύτερο οικοσύστημα (ηθικός κίνδυνος), καθώς και για τα δημόσια οικονομικά (δημοσιονομικός κίνδυνος).
Ακόμη, στην πρόσφατη έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη για το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας, γίνεται ειδική αναφορά στις μεταρρυθμίσεις για μια βιώσιμη φαρμακευτική πολιτική, με στόχο την ενίσχυση του αναπτυξιακού δυναμικού του κλάδου αλλά και στην έννοια της συνυπευθυνότητας στην εξέλιξη της δαπάνης.
Η αύξουσα τάση των φαρμακευτικών δαπανών θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη και για τα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Ένας συνδυασμός γήρανσης του πληθυσμού, των επιπτώσεων που αναμένεται να έχει ο κοροναϊός, της μετατροπής πρώην φονικών ασθενειών σε χρόνια και διαχειρίσιμα νοσήματα, αλλά και της εισαγωγής στην αγορά καινοτόμων θεραπειών (στο ίδιο πάνελ, ο υφυπουργός υγείας Βασίλης Κοντοζαμάνης έκανε λόγο για επερχόμενο «τσουνάμι δαπανών» εξαιτίας των νέων γονιδιακών και κυτταρικών θεραπειών που αναμένεται σύντομα να διοχετευτούν στην αγορά) και μιας σειράς επιπλέον παραγόντων, συνεπάγεται αύξηση της κατανάλωσης φαρμάκων σε παγκόσμιο επίπεδο. Επομένως, μια άμεση λύση στο πρόβλημα της υποχρηματοδότησης και της επιβάρυνσης της βιομηχανίας κρίνεται εξαιρετικά κρίσιμη, καθώς απουσία της, οι Έλληνες ασθενείς κινδυνεύουν με καθυστερήσεις στην πρόσβαση σε νέες θεραπείες ενώ η απειλή στη βιωσιμότητα του τομέα των φαρμάκων είναι ικανή να λειτουργήσει ως χιονοστιβάδα με συντριπτικές επιπτώσεις για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.
Οι προτάσεις του ΣΦΕΕ
Από την πλευρά του, ο ΣΦΕΕ δεν περιορίστηκε στην άσκηση κριτικής προς την κυβέρνηση, τη στάση της οποίας άλλωστε, όπως εκφράζεται μέσα από μια σειρά μέτρων και μεταρρυθμίσεων, αξιολογεί γενικώς θετικά. Αντιθέτως, προχώρησε στη σύνταξη προτάσεων βάσει της ενδελεχούς μελέτης που πραγματοποίησε η Deloitte για τη δημιουργία μιας βιώσιμης πολιτικής υγείας στην Ελλάδα με επίκεντρο τον ασθενή, κατόπιν πρόσκλησης από τον ΣΦΕΕ και την EFPIA.
Τελικός στόχος του σχεδίου, που περιλαμβάνει επτά πυλώνες ανάπτυξης, είναι η δημιουργία μιας ρεαλιστικής και επιστημονικής βάσης για την επίτευξη ενός συμφώνου συνεργασίας κυβέρνησης και εμπλεκόμενων φορέων, κατά την συνήθη πρακτική πολλών χωρών, πράγμα που αποτελεί και δέσμευση της πολιτείας. Το προτεινόμενο στρατηγικό πλαίσιο του ΣΦΕΕ καθώς και οι ενέργειες υλοποίησής του έχουν κατατεθεί ήδη στην κυβέρνηση και στον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Όπως επεσήμανε ο κ. Παπαδημητρίου, «η κατεύθυνση που δίνουν τα επίσημα όργανα (ευρωπαϊκά και εθνικά) αφορά στον επαναπροσδιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης, στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και στην θεσμοθέτηση κινήτρων για την προσέλκυση επενδύσεων στους τομείς της έρευνας και ανάπτυξης προϊόντων και υλοποίησης κλινικών μελετών», ενώ πρόσθεσε: «Ευελπιστούμε πως η πρότασή μας μπορεί να οδηγήσει σε ένα Σύμφωνο Συνεργασίας Πολιτείας-Φαρμακοβιομηχανίας με σκοπό να διασφαλιστεί η προβλεψιμότητα και η σταθερότητα».
Για την υγεία των πολιτών και της οικονομίας
Με την κρίση του κοροναϊού να αναδεικνύει τη διττή σημασία της υποστήριξης του συστήματος υγείας, τόσο για την ευημερία των πολιτών όσο και για την αναπτυξιακή λειτουργία της οικονομίας και τον ρόλο των φαρμακοβιομηχανιών να αποδεικνύεται κομβικός σε πολλαπλά επίπεδα για την έξοδο από την υγειονομική κρίση, γίνεται σαφής και η ανάγκη επανεξέτασης του τρόπου λειτουργίας του κλάδου στη χώρα μας, στο πλαίσιο και της επανεξέτασης των δαπανών υγείας στην Ευρώπη.
Πρώτο μέλημα θα πρέπει να είναι η αναθεώρηση του προϋπολογισμού φαρμάκων και αν όχι η κατάργηση, τότε έστω η μείωση του clawback με τη θέσπιση ανώτατων ορίων και την από κοινού διαχείριση των υπερβάσεων της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης από την Πολιτεία και τη Βιομηχανία. Παράλληλα, είναι κρίσιμος ο εξορθολογισμός της κατανάλωσης μέσα από την εφαρμογή πρωτοκόλλων και την επέκταση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης στα νοσοκομεία μεταξύ άλλων μέτρων, αλλά και η επίτευξη εξοικονομήσεων μέσα από διαδικασίες διαπραγματεύσεων, όπως και η βελτίωση της προβλεψιμότητας των δαπανών και της αγοράς, για παράδειγμα μέσω του horizon scanning.
Σε περίπτωση που τέτοιου είδους βήματα δεν αρχίσουν να υλοποιούνται άμεσα, σε δύο χρόνια η δαπάνη φαρμάκων θα αγγίξει τα €6 δισ., ποσό υπέρογκο που θα επιβαρύνει πρωτίστως τη φαρμακοβιομηχανία και τους ασθενείς που θα δουν τη συμμετοχή τους να αυξάνεται.
Αναπτυξιακές προοπτικές
Αντιθέτως, η εξυγίανση της αγοράς φαρμάκων, είναι ικανή να επιφέρει μεταμορφωτικά αποτελέσματα στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Η συμβολή του κλάδου αποδείχθηκε περίτρανα στο διάστημα που διανύουμε, μέσω της ανάπτυξης καινοτόμων θεραπειών σε ελάχιστο χρόνο, αλλά και τη διασφάλιση επάρκειας φαρμάκων στη διάρκεια της πανδημίας και τις δωρεές εταιρειών και ΣΦΕΕ για τη στήριξη της ελληνικής κοινωνίας. Ανεξαρτήτως, όμως, των ειδικών συνθηκών, η αναπτυξιακή δυναμική του κλάδου ήταν ανέκαθεν γνωστή, αν και θλιβερά ανεκμετάλλευτη στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, η συνολική συνεισφορά του κλάδου του φαρμάκου σε όρους ΑΕΠ εκτιμάται σε €6,9 δισ. (3,7% του ΑΕΠ) για το 2018, ενώ για κάθε €1 προστιθέμενης αξίας των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον κλάδο, δημιουργούνται άλλα €3,1 στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας.
Ταυτοχρόνως, ο κλάδος του φαρμάκου μπορεί να καταστεί το… φάρμακο για το λεγόμενο brain drain, απασχολώντας εξαιρετικά εξειδικευμένο και υψηλού επιπέδου προσωπικό, με σημαντική προοπτική για αύξηση της απασχόλησης που ήδη αγγίζει το 3,6% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα.
Η Ελλάδα διαθέτει όλα τα εχέγγυα για την προσέλκυση επενδύσεων στην κλινική έρευνα, διαθέτοντας εξαιρετικούς γιατρούς και επιστήμονες, αλλά και καλά πανεπιστημιακά νοσοκομεία. Εκμεταλλευόμενη τις παραμέτρους αυτές, που της εξασφαλίζουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, η χώρα θα μπορούσε να αποκτήσει ηγετικό ρόλο και να αναδειχθεί σε επενδυτικό «hub» για την κλινική έρευνα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αν πράγματι εκπονούνταν και εφαρμόζονταν ένα συνεκτικό εθνικό σχέδιο προς αυτή την κατεύθυνση, ακόμη και σε ένα μετριοπαθές σενάριο στο οποίο η χώρα δεν θα επιτύγχανε τίποτα περισσότερο από το να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στον τομέα των κλινικών ερευνών, θα μπορούσε να προσελκύει σε ετήσια βάση επενδύσεις €250 εκατ. σε σχέση με τα σημερινά €40 εκατ. και να επιτύχει €1,1 δισ. αύξηση του ΑΕΠ, €270 εκατ. αύξηση των φορολογικών εσόδων και τη δημιουργία 23.000 νέων θέσεων εργασίας.
Όπως σημείωσε και ο κ. Παπαδημητρίου: «Μια βιώσιμη πολιτική φαρμάκου έχει τη δυναμική να δημιουργήσει αξία για όλους τους εμπλεκόμενους στο χώρο: την πολιτεία, τη βιομηχανία, τους ιατρούς και, κυρίως, τους ασθενείς».