Την πρότασή του για τη δημιουργία μίας εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC), στην οποία θα μεταφερθεί το σύνολο των κόκκινων δανείων, παλαιών και νέων, καθαρίζοντας τους τραπεζικούς ισολογισμούς, παρουσιάζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην ενδιάμεση έκθεσή του για τη νομισματική πολιτική.
Όπως αναφέρει σχετικά, η έλευση της πανδημίας επιβάρυνε το πλαίσιο λειτουργίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, το οποίο βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης, όντας αντιμέτωπο με τα κατάλοιπα της παρατεταμένης κρίσης της τελευταίας δεκαετίας.
«Η ύπαρξη ενός ιδιαίτερα υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), η χαμηλή κερδοφορία και η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων αποτελούν το τρίπτυχο των βασικών προκλήσεων για τις ελληνικές τράπεζες» υποστηρίζει ο κ. Στουρνάρας, τονίζοντας ότι παράλληλα με το σχέδιο Ηρακλής θα πρέπει να ενεργοποιηθούν και άλλες λύσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος των επισφαλειών.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος διαμόρφωσε μια ολοκληρωμένη στρατηγική με τη δημιουργία εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC). Η έκθεση της ΤτΕ περιγράφει τους στόχους και τους βασικούς άξονες του εν λόγω σχήματος.
Ειδικότερα, αναφέρει τα εξής:
Η εν λόγω πρόταση αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας συνολικής στρατηγικής για τον τραπεζικό κλάδο, προκειμένου να επιτύχει ταυτόχρονα μία σειρά από επιμέρους στόχους:
• την οριστική και ταυτόχρονη διευθέτηση των προβλημάτων που απορρέουν από την ύπαρξη ενός υψηλού αποθέματος ΜΕΔ και της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (DTC), η οποία αποτελεί μακράν το μεγαλύτερο ποσοστό των εποπτικών κεφαλαίων των τραπεζών,
• την ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας, προκειμένου οι τράπεζες να μπορούν να παράγουν εσωτερικά κεφάλαιο σε διατηρήσιμη βάση,
• την αποφυγή αδικαιολόγητης απίσχνανσης (undue dilution) των υφιστάμενων μετόχων, ώστε να υπάρχουν ουσιαστικά κίνητρα συμμετοχής τους σε ενδεχόμενες μελλοντικές αυξήσεις κεφαλαίου,
• την αποφυγή χρήσης κρατικών ενισχύσεων, ώστε αφενός μεν να περιοριστεί ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard), αφετέρου δε να ενισχυθεί περαιτέρω η χρηματοπιστωτική σταθερότητα με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών,
• τη διαμόρφωση συνθηκών πλήρους διαφάνειας για την ορθή απεικόνιση των υφιστάμενων και μελλοντικών ζημιών των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών και, τέλος,
• τον επαναπροσδιορισμό του επιχειρηματικού μοντέλου των τραπεζών, προκειμένου να παρουσιαστεί μία ελκυστική επενδυτική πρόταση.
Η ανάκαμψη από την κρίση της πανδημίας με την επαναφορά της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τη βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών της χώρας απαιτεί την ενεργό συνδρομή του πιστωτικού συστήματος. Συνεπώς, η μεμονωμένη αντιμετώπιση των επιμέρους προκλήσεων του τραπεζικού τομέα δεν θα είναι τόσο αποτελεσματική, καθώς δεν θα δώσει τη δυναμική που απαιτείται για την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Άξονες λειτουργίας της πρότασης
Τα υφιστάμενα διαθέσιμα εργαλεία στην προσπάθεια μείωσης του αποθέματος ΜΕΔ, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβουλίας του Σχήματος Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS), κινούνται ορθώς στον άξονα της βελτίωσης της ποιότητας των ισολογισμών των τραπεζών.
Ωστόσο, μια σειρά παραγόντων καθιστούν αναγκαία τη λήψη συμπληρωματικών μέτρων, δεδομένου ότι στην παρούσα συγκυρία είναι περιορισμένες οι εναλλακτικές προτάσεις. Συγκεκριμένα
(α) με το διαθέσιμο απόθεμα ΜΕΔ να προσδιορίζεται στα 58,7 δισεκ. ευρώ με στοιχεία γ΄ τριμήνου του 2020,
(β) την αβεβαιότητα αναφορικά με την αναμενόμενη επιδείνωση του εν λόγω αποθέματος ΜΕΔ το επόμενο διάστημα,
(γ) την περιορισμένη δυνατότητα για τη δημιουργία κεφαλαίου από τις τράπεζες, λόγω χαμηλής κερδοφορίας,
(δ) την εκτιμώμενη επιδείνωση του ποσοστού της αναβαλλόμενης οριστικής και εκκαθαρισμένης φορολογικής απαίτησης (DTC) έναντι του Δημοσίου επί των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, αλλά κυρίως (ε) την επιτακτική ανάγκη χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, καθίσταται σαφές ότι απαιτούνται επιπλέον ενέργειες τόσο από τις τράπεζες όσο και από την Πολιτεία.
Η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος κινείται στους παρακάτω άξονες:
• Προκρίνει τη μεταφορά σε ποσοστό μέχρι το 100% του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ, καθώς και των νέων ΜΕΔ που θα προκύψουν μετά το πέρας της πανδημίας, στην AMC.
• Αξιοποιεί τις υφιστάμενες υποδομές των τραπεζών και τη συμμετοχή τρίτων μερών στους τομείς διαχείρισης των ΜΕΔ, δεδομένου ότι προβλέπει τη μεταφορά των υφιστάμενων σχέσεων παράλληλα με το απόθεμα ΜΕΔ στην AMC.
• Επιτρέπει την κατάρτιση συναλλαγών τιτλοποιήσεων αμιγώς με όρους αγοράς με τη διάθεση του μεγαλύτερου τμήματος των υπό έκδοση τίτλων σε επενδυτές, επιταχύνοντας την εξυγίανση των τραπεζών.
• Διαφοροποιεί τις πηγές εσόδων της αποζημίωσης που λαμβάνει το Ελληνικό Δημόσιο σε αντιστάθμιση για τη χορήγηση εγγύησης. Πρωτίστως, με τη μορφή φορολογικών εσόδων σχετιζόμενων με το ύψος της ονομαστικής αξίας των υπό μεταφορά ΜΕΔ προς την AMC. Δευτερευόντως, με ταμειακή μορφή μέσω ενός σταθερού επιτοκιακού εσόδου υπολογισμένου επί του ποσού της ονομαστικής χορηγηθείσας εγγύησης και, τέλος, με τη μορφή τίτλων από τις τιτλοποιήσεις.
• Προσδιορίζει ότι οι ενδεχόμενες ζημίες που σχετίζονται με το υφιστάμενο απόθεμα ΜΕΔ καταλογίζονται στις τράπεζες και καλύπτονται αποκλειστικά από αυτές και όχι από τον Έλληνα φορολογούμενο.
• Αναλώνει, για την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών, το τμήμα των εποπτικών τους κεφαλαίων το οποίο αφορά αποκλειστικά και μόνο την αναβαλλόμενη οριστική και εκκαθαρισμένη φορολογική απαίτηση (DTC), με την ενεργοποίηση μηχανισμού συμψηφισμού με ενδεχόμενες ζημίες, και όχι το τμήμα των λοιπών στοιχείων του Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1).
• Διευκολύνει το τραπεζικό σύστημα με τη χορήγηση της δυνατότητας σταδιακής καταβολής του κόστους εξυγίανσης σε βάθος πενταετίας, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο ώστε να διαμορφωθεί ένας ομαλός οδικός χάρτης επαναφοράς σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και συνεπώς και λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
• Απελευθερώνει χρηματοδοτικούς και φυσικούς πόρους, είτε αυτοί σχετίζονται με εμπράγματες εξασφαλίσεις, που θα αξιοποιηθούν από βιώσιμες οικονομικές μονάδες, είτε μέσω της αναδιανομής πόρων από τον τραπεζικό τομέα στο πλαίσιο της ενίσχυσης των αναπτυξιακών τάσεων της πραγματικής οικονομίας.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η πρόταση δεν αποσκοπεί απλώς στην εξυγίανση των τραπεζών, αλλά ταυτόχρονα σε εκτέλεση συναλλαγών σε όρους αγοράς, με τη συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών. Εν κατακλείδι, η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, επιδιώκει την ταυτόχρονη αντιμετώπιση των βασικών προκλήσεων του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, ενισχύοντας τη σταθερότητα αυτού και εξασφαλίζοντας σημαντικές ωφέλειες για τα πιστωτικά ιδρύματα, το Ελληνικό Δημόσιο και την πραγματική οικονομία.