Πέρασαν ήδη εννέα μήνες από την τοποθέτησή μου στο γενικότερο ζήτημα της θέσης της Εκκλησίας απέναντι στην πανδημία (Θεία Λατρεία και Δημόσια Υγεία, «Το Βήμα» 15.3.2020, Νέες Εποχές, σ. 4-5) και ήδη έχουν προκύψει δύο αδιάσειστες διαπιστώσεις.
Η πρώτη αφορά στην έλευση του δεύτερου κύματος του κορωνοϊού, νωρίτερα από το αναμενόμενο, που κατέλαβε εξαπίνης τους αρμόδιους και οδήγησε το δημόσιο σύστημα υγεία της χώρας μας στα όρια της αντοχής του, αν δεν τα ξεπέρασε, τόσο ως προς τις υποδομές όσο και ως προς το ανθρώπινο δυναμικό. Οι αποδείξεις είναι απτές και διαψεύδουν πανηγυρικά τους αρνητές της ύπαρξης του ιού, αφού καθένας μας πλέον γνωρίζει ή έχει στο περιβάλλον του κρούσματα, πέρα από τις εικόνες φρίκης στις ΜΕΘ και τις τραγικές καταστάσεις στα νεκροταφεία και στο μόνο υπάρχον ιδιωτικό αποτεφρωτήριο, που εκτυλίσσονται με βάση τις «οδηγίες για τη διαχείριση νεκρών σωμάτων» [sic] του ΕΟΔΥ.
Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν, όχι μόνο ο ατομισμός και το δυσπειθάρχητο που μας διακρίνει ως λαό, αλλά και η χαλαρότητα με την οποία και οι κατά τόπους εκκλησιαστικοί ταγοί αντιμετώπισαν τα μέτρα προστασίας που επιβλήθηκαν από την Πολιτεία.
Αυτό μας οδηγεί στη δεύτερη διαπίστωση, πως ο ιός δεν εξαιρεί τους λειτουργούς των θρησκειών, ούτε φοβάται τους χώρους λατρείας. Και η απόδειξη, δυστυχώς, συνοδεύεται από πολλά παραδείγματα με πρώτο τους εορτασμούς του πολιούχου της συμπρωτεύουσας Αγ. Δημητρίου που οδήγησε στον θάνατο τον Μητροπολίτη Λαγκαδά Ιωάννη (15.11), ενώ και πολλοί άλλοι ιεράρχες και κληρικοί νόσησαν από την ίδια αιτία.
Ακολούθησε η εκδημία από την ίδια νόσο του Πατριάρχη Σερβίας Ειρηναίου (20.11), που οφείλεται στο ότι δεν είχαν ληφθεί τα δέοντα μέτρα, όταν τέλεσε την εξόδιο ακολουθία του Μητροπολίτη Μαυροβουνίου Αμφιλόχιου, ο οποίος είχε επίσης προσβληθεί από τον κορωνοϊό, κάτι που οδήγησε σε νέα περιπέτεια, καθώς το σκήνωμα του Πατριάρχη προσκυνούσαν, παρά πάσα λογική, χιλιάδες λαού, χωρίς κανένα μέτρο προφύλαξης.
Εκτός από τον απορφανισμό της Εκκλησίας της Σερβίας, νόσησαν δύο ακόμη προκαθήμενοι Ορθόδοξων Εκκλησιών, ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστάσιος και ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, οι οποίοι, ευτυχώς, διέφυγαν τον κίνδυνο και οικουρούν, συνεχίζοντας φαρμακευτική αγωγή.
Ειδικώς για τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών οφείλω να τονίσω ότι αναπτύχθηκε, ως μη όφειλε, μια τελείως περιττή, και τελικώς αήθης, παραφιλολογία, με προέκταση και τη διαδοχολογία. Ο,τι χειρότερο την ώρα αυτή. Ο Αρχιεπίσκοπος ούτε μπορεί να απομακρυνθεί από τον θρόνο του ούτε έχει λόγο να παραιτηθεί, καθώς έχει ήδη επιτυχώς ξεπεράσει το πρόβλημα υγείας και έχει τις απαραίτητες σωματικές και πνευματικές δυνάμεις για να συνεχίσει απρόσκοπτα το έργο του, σταθερά υπέρμαχος των μέτρων προστασίας που οι ειδικοί επιστήμονες μας συνιστούν.
Βέβαια, τα κρούσματα στην Εκκλησία είναι πολύ περισσότερα, και πολλοί Αρχιερείς, λοιποί κληρικοί, μοναχοί και μοναχές έχουν νοσήσει, αλλά επιχειρείται η τήρηση άκρας μυστικότητας, ίσως για να διατηρηθεί ο μύθος ότι δεν προσβάλλονται οι λειτουργοί του Υψίστου. Ο ιός, όμως, αυτός δεν κάνει καμία διάκριση, κυριολεκτικώς εναρμονιζόμενος με το γνωστό ιδιόμελο του Ιωάννη του Δαμασκηνού: «Ἆρα τίς ἐστι; Βασιλεύς, ἢ στρατιώτης, ἢ πλούσιος, ἢ πένης, ἢ δίκαιος, ἢ ἁµαρτωλός»…
Και επειδή τα παθήματα γίνονται μαθήματα, κυρίως όταν ο κόμπος φτάσει στο κτένι, επιβλήθηκαν αυστηρά μέτρα από την Πολιτεία προκειμένου να αποφευχθεί ο συνωστισμός και συγχρωτισμός κατά τον εορτασμό του πολιούχου των Πατρών Αποστόλου Ανδρέα. Στην επιτυχία των μέτρων συνέβαλε, όμως, ουσιαστικά η σταθερή και αποφασιστική στάση του επιχώριου Μητροπολίτη Πατρών Χρυσόστομου, ο οποίος σύστησε ευθαρσώς την τήρηση των μέτρων και αποθάρρυνε τους πιστούς να προσέλθουν στους ναούς, πείθοντάς τους να προσευχηθούν από το σπίτι τους.
Ηδη πλησιάζουν οι εορτές του Αγίου Δωδεκαημέρου με κορύφωση την εορτή τής του Χριστού γεννήσεως. Θεωρώ, λοιπόν, ότι εν όψει των εορτών αυτών θα ήταν πραγματικά θεόσταλτο δώρο, αν η διοίκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, την ώρα μάλιστα που όλο και περισσότεροι Μητροπολίτες υψώνουν φωνή ορθολογισμού, προέλθει ήδη, ανεξαρτήτως των όποιων μέτρων της Πολιτείας, με δική της πρωτοβουλία, στην απόφαση να αποτρέψει τους πιστούς να προσέλθουν στους ναούς καθ’ όλο αυτό το διάστημα, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος μεταδόσεως του ιού, κατά την εντολή του Ιδρυτού της «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. 22.39).
Η απόφαση αυτή δεν χρειάζεται να ληφθεί με σύγκληση της Διαρκούς Συνόδου διά ζώσης, πολλώ δε μάλλον της Ιεραρχίας, συνεδρίαση της οποίας, το γε νυν έχον, φαντάζει αδύνατη. Υπάρχουν τα μέσα και οι τρόποι να γίνονται οι συνεδριάσεις της διαδικτυακά, όπως συνεδριάζει άλλωστε και το υπουργικό συμβούλιο και φορείς του δημόσιου τομέα.
Η ανάληψη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας από τη διοικούσα Εκκλησία θα τονώσει το αυτοδιοίκητό της, θα αποστομώσει τους επικριτές της, θα αποδυναμώσει τους «αρνητές» του κορωνοϊού που εμφωλεύουν και στις τάξεις της και θα καταδείξει στην Πολιτεία ότι δεν χρειάζονται αστυνομικά μέτρα για να πειθαρχήσουν οι πιστοί της.
Εύχομαι η πρόταση αυτή να εισακουστεί αρμοδίως. Δεν τρέφω, όμως, αυταπάτες…
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.