Η μακρά πολιτική διαδρομή του Νίκου Κωνσταντόπουλου διασταυρώνεται με διαφορετικές ιστορικές περιόδους και προτάγματα. Και η θέση του για όσα διακυβεύονται στην παρούσα φάση των μεγάλων ανατροπών και προκλήσεων λόγω της πανδημίας, τη στάση των κομμάτων και τις δομικές ανεπάρκειες που έχουν αναδυθεί, εμπεριέχει την προσέγγιση και την εμπειρία ενός διαχρονικά παρόντα πολιτικού προσώπου, παρότι από το 2004 που αποχώρησε από την ηγεσία του ΣΥΝ επέλεξε να μην έχει ενεργό πολιτική δράση, περιοριζόμενος στη μαχόμενη δικηγορία.
«Κυβέρνηση και αντιπολίτευση ωραιοποιούν και μηδενίζουν εαυτούς και αλλήλους εναλλάξ» διαπιστώνει ο κ. Κωνσταντόπουλος στη συνέντευξη που ακολουθεί, εντοπίζοντας φαινόμενα «πολιτικής φτώχειας», «θεσμικής αλλοτρίωσης» και «απώλειας στρατηγικής».
Δεν διστάζει να εγκαλέσει την κυβέρνηση λέγοντας ότι «δεν είναι το “επιτελικό κράτος των μεταρρυθμίσεων’’, όπως δημαγωγεί» αλλά και την αντιπολίτευση σημειώνοντας ότι «δεν βλέπει πέρα από τη μύτη της και τον ίσκιο της στιγμής», ενώ προτρέπει τις πολιτικές και θεσμικές ηγεσίες του τόπου να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων:
«Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρωθυπουργός, ηγεσίες των κομμάτων ας συνειδητοποιήσουν ότι λογύδρια, διαγγέλματα και συνθήματα κοινότοπης παραμυθίας και νουθεσίας αποδεικνύονται κατώτερα των περιστάσεων» στην παρούσα ιστορική φάση.
Οσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει ότι «είναι πια κόμμα αποτυχημένου κυβερνητισμού και ηθελημένης ιδεολογικοπολιτικής μετάλλαξης» προβλέποντας ότι «δεν μπορεί να ανακτήσει, με παραδοσιακή αντιπολιτευτική γυμναστική, όσα πρόδωσε και εκποίησε», ενώ κάνει λόγο για «αρχηγικούς παραγοντισμούς και δημαγωγίες παντός καιρού και με σημαίες ευκαιρίας», καταλογίζοντας στον Αλέξη Τσίπρα ότι «δεν ψάχνει για βηματισμό» αλλά «ακολουθεί τη δοκιμασμένη περπατησιά όσων δεν λογοδοτούν για τίποτε».
Ο κ. Κωνσταντόπουλος χαρακτηρίζει «συνταγές αναπαλαίωσης» τα «παιχνίδια που ο κ. Μητσοτάκης σχεδιάζει για την απλή αναλογική, αλλά και τα σενάρια που πολλοί προωθούν για τη συγκυβέρνηση, στην οποία θέλουν να έχουν στασίδι» όπως αναφέρει και προειδοποιεί: «Μια συγκατοίκηση κομμάτων, όπως είναι αυτά σήμερα, θα πολλαπλασιάζει αδυναμίες και στρεβλώσεις διακυβέρνησης».
Η πανδημία καλπάζει και ανατρέπει συθέμελα τα μέχρι πρότινος θεωρούμενα δεδομένα στις ζωές μας – υγειονομικά, κοινωνικά, οικονομικά αλλά και πολιτικά. Πώς φαντάζεστε τον κόσμο μας την επαύριον της υγειονομικής κρίσης;
«Φέρνω στον νου τον μεγάλο ρομαντικό ζωγράφο, που ξανοίχτηκε, πριν από αιώνες, στο φουρτουνιασμένο πέλαγος και δέθηκε στο κατάρτι, καταπρόσωπο στην άγρια καταιγίδα, πριν ζωγραφίσει τα χρώματα και τις όψεις της. Διαμορφώνεται μια πραγματικότητα, που ξεπερνά τη φαντασία, στριφνή και απειλητική, αλλά κι ελκυστική κι ελπιδοφόρα. Μπροστά μας ο 21ος αιώνας αναζητάει το πρόσωπό του, μέσα από τεχνολογικά και επιστημονικά θαύματα, αλλά και με ανθρωπιστικά, κοινωνικά, δημοκρατικά και πολιτισμικά τραύματα. Αυτή η ανταριασμένη νέα ιστορική φάση δεν θα πορευτεί με κλασικά εγχειρίδια και ευανάγνωστα σενάρια, ευθύγραμμα και σταθερά».
Παρά ταύτα, ο δημόσιος διάλογος και η αντιπαράθεση που εξελίσσεται γύρω από το θέμα της διαχείρισης της πανδημίας μοιάζει ενίοτε να διεξάγεται με όρους όχι παρόντος αλλά παρελθόντος…
«Ετσι είναι, κι αυτό δυσκολεύει τη σωστή αντιμετώπιση των πραγμάτων, αλλά και την παραπέρα δημιουργική πορεία. Είναι ανιστόρητο και αυτοκαταστροφικό να μας καθηλώνουν ο πανικός, η κατάθλιψη κι ο φόβος ή να νομίζουμε ότι κάνουμε λυτρωτική έξοδο, με ανόητες συνωμοσιολογίες και συνθηματολογίες. Μακριά από την ιστορικότητα της στιγμής και την τραγικότητα της δοκιμασίας, θητεύουμε στο παρελθόν. Και μάλιστα, στο παρελθόν, στο οποίο απέτυχαν όλες οι κομματικές κυβερνητικές εξαγγελίες, που παραταξιοποίησαν τα πάντα πελατειακά κι έκαναν κακή διαχείριση κράτους και θεσμών, αναγκών και πόρων, δυνατοτήτων και ευκαιριών».
Πιστεύετε ότι οι μεγάλες αλλαγές που επέρχονται διαμορφώνουν τις συνθήκες εκείνες για πολιτικές επανατοποθετήσεις στο μέλλον και σε ποια κατεύθυνση;
«Σωστά μιλάτε για “μεγάλες αλλαγές που επέρχονται”. Που πρέπει να μην αποπροσανατολιστούν. Επανατοποθετήσεις, εντός και επί τα αυτά των δεκαετιών του 2000, υπηρετούν μια έρπουσα παρακμή, για το 2030 και μετά. Δεν μιλάμε, όμως, για αυτοσυντηρούμενες κι αυτοεκπληρούμενες διακηρύξεις, ξεπερασμένες προ πολλού. Τα μνημόνια, το προσφυγικό, τα εθνικά, και τώρα η πανδημία, αποκαλύπτουν χαμηλούς δείκτες πολιτικής ποιότητας και επάρκειας. Εχουν μαζευτεί πολλά άχρηστα στον δημόσιο χώρο, καιρός να τα μαζέψουν τα “σκουπιδιάρικα”. Ας μην τραγουδάμε μονάχα ότι “για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή”. Σιγά-σιγά να τελειώνουν ο πελατειακός κομματισμός, η κυβερνητική διγλωσσία, οι επικοινωνιακοί θεατρινισμοί κι αμοραλισμοί, οι συναλλαγές εξουσίας και συμφερόντων, προσώπων και φιλοδοξιών που χόρτασαν πια, ροκανίζοντας τα πάντα, επί μισό αιώνα».
Πώς κρίνετε τους χειρισμούς της κυβέρνησης, η οποία έχει βρεθεί στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης για αποτυχημένη διαχείριση του δεύτερου κύματος;
«Και στην πανδημία επαναλαμβάνεται ό,τι έγινε με τη χρεοκοπία, τα μνημόνια, το Μεταναστευτικό, τις εντάσεις με την Τουρκία. Η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση ωραιοποιούν και μηδενίζουν εαυτούς και αλλήλους εναλλάξ. Ετσι, όμως, δεν σώζεται η κατάσταση της χώρας, “σώνεται”, όπως λένε στα μέρη μου, τελειώνει ο ιστορικός χρόνος, η κοινωνική και πολιτική αντοχή. Οι επικοινωνιακοί ανταγωνισμοί που επικρατούν δείχνουν πολιτική φτώχεια και πνευματική στέγνα, θεσμική αλλοτρίωση και απώλεια στρατηγικής. Η κυβέρνηση δεν είναι το “επιτελικό κράτος των μεταρρυθμίσεων”, όπως δημαγωγεί. Συντηρεί κι αξιοποιεί τον παραδοσιακό κομματικό κυβερνητισμό, τη γνωστή πολιτική που περιθωριοποιεί τους πολλούς και διευκολύνει τους λίγους, τους ημέτερους, τους έχοντες και κατέχοντες. Και η αντιπολίτευση δεν βλέπει πέρα από τη μύτη της και τον ίσκιο της στιγμής».
Η σύγκρουση εστιάζεται στο ζήτημα της ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας το οποίο ήδη βρίσκεται στα όριά του. Και το ερώτημα είναι: μπορεί να τίθεται στις δραματικές αυτές συνθήκες υπό συζήτηση το αν χρειαζόμαστε ή όχι ένα σύγχρονο και αναβαθμισμένο σε ανθρώπινο δυναμικό και παρεχόμενες υπηρεσίες δημόσιο σύστημα υγείας;
«Δυστυχώς υπάρχει έντονος θεσμικός φαρισαϊσμός, σταθερός πολιτικός παραλογισμός. Σκιαμαχίες για να παραβιαστούν ανοιχτές πόρτες, πολώσεις για να καταδειχτούν τα αυτονόητα. Οπως σήμερα, που η αντιπολίτευση λέει ότι φταίει η κυβέρνηση για τους θανάτους, και η κυβέρνηση ότι η αντιπολίτευση συμπεριφέρεται σαν πολιτική ύαινα. Είναι ο εξαντλητικός καβγάς για τον λουφέ και τα λάφυρα της εξουσίας, τα οφίτσια και τα παραφερνάλιά τους. Κι όμως όλοι ξέρουν ότι από το 1974 μέχρι και σήμερα είναι σταθερή η υποχρηματοδότηση από όλες τις κυβερνήσεις της υγείας και πρόνοιας, της παιδείας και του πολιτισμού, του περιβάλλοντος, της απασχόλησης, της δικαιοσύνης. Κρίσιμων, δηλαδή, τομέων για την κοινωνική συνοχή, την ισόρροπη ανάπτυξη, με αξιοβίωτη καθημερινότητα και συλλογική πολιτική αισιοδοξία».
Πώς αποτιμάτε τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Πιστεύετε ότι έχει βρει τον βηματισμό του;
«Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πια κόμμα αποτυχημένου κυβερνητισμού και ηθελημένης ιδεολογικοπολιτικής μετάλλαξης. Δεν μπορεί ακόμα να συνέλθει από τη γλυκιά ζάλη της εξουσίας, αλλά κι από τη ρευστοποίηση στα ενεχυροδανειστήριά της βασικών αξιών κοινωνικοπολιτικής ταυτότητας. Δεν μπορεί να ανακτήσει, με παραδοσιακή αντιπολιτευτική γυμναστική, όσα πρόδωσε και εκποίησε. Αρχηγικοί παραγοντισμοί και δημαγωγίες, παντός καιρού και με σημαίες ευκαιρίας, δεν προσδίδουν την οντότητα και τη δυναμική κόμματος, που μπορεί να εμπνέει και να εκφράζει την κοινωνική πραγματικότητα, να δημιουργεί και να προωθεί καινούργιες ιδέες για τον διαφορετικό κόσμο και την εναλλακτική προοδευτική διακυβέρνηση, συμβολίζοντας άλλη στάση ζωής και ευθύνης. Δεν ψάχνει για βηματισμό ο κ. Τσίπρας. Ακολουθεί τη δοκιμασμένη περπατησιά όσων δεν λογοδοτούν για τίποτε και καθοδηγούν τα πάντα, χωρίς προγραμματική και αξιακή συνέπεια».
Η πρόθεση του κ. Τσίπρα είναι να μετεξελιχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε έναν ευρύτερο πόλο των αριστερών, δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων, ένα νέο Κέντρο. Το βλέπετε εφικτό;
«Ούτε εφικτό το βλέπω ούτε χρήσιμο είναι. Απεναντίας, αντί να εξαντλούνται σε ασκήσεις επί χάρτου, καλό είναι να μιλήσουν οι σημερινές ηγεσίες για την κρίσιμη αλλοίωση και των δικών τους κομμάτων. Η υποχώρηση της πολιτικής και ο περιορισμός της δημοκρατίας, η ενίσχυση του αυταρχικού κυβερνητισμού και των ακραίων πολιτικών σχημάτων αποκαλύπτουν τη φθορά των κομμάτων. Τα περί μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ, ανασύνταξης των δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων, νέας Κεντροαριστεράς και Σοσιαλδημοκρατίας, αποτελούν παλαιάς κοπής κομματικές κοινοτοπίες.
Συνταγές αναπαλαίωσης αποτελούν και τα παιχνίδια που ο κ. Μητσοτάκης σχεδιάζει για την απλή αναλογική, αλλά και τα σενάρια που πολλοί προωθούν για τη συγκυβέρνηση, στην οποία θέλουν να έχουν στασίδι. Μια συγκατοίκηση κομμάτων, όπως είναι αυτά σήμερα, θα πολλαπλασιάζει αδυναμίες και στρεβλώσεις διακυβέρνησης. Ολα τα κόμματα χρειάζονται αντιπροσωπευτικές ηγεσίες και ουσιαστικά πολιτικά προγράμματα, που δεν θα τα γράφουν επικοινωνιολόγοι και διαφημιστές».
Στη φάση που διανύουμε δοκιμάζονται όλοι και όλα: ατομική και συλλογική ευθύνη, επάρκειες και ανεπάρκειες της κυβέρνησης αλλά και του συνόλου των πολιτικών δυνάμεων, η αξιοπιστία των θεσμών και των εκπροσώπων τους – το σημειώνω με αφορμή και το πρόσφατο πάρτι του προέδρου του ΔΣΑ…
«Εχετε δίκιο. Σε ώρα υπαρξιακής δοκιμασίας της Ελλάδας, ενώ κρίνεται η οντότητά της, η θέση της και η πορεία της στον 21ο αιώνα, το κοινοβούλιο λειτουργεί παλαιοπολιτικά και διεκπεραιωτικά με ευθύνη της κυβέρνησης, αλλά και των άλλων πολιτικών αρχηγών και της Προέδρου της Δημοκρατίας. Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Πρωθυπουργός, ηγεσίες των κομμάτων ας συνειδητοποιήσουν ότι λογύδρια, διαγγέλματα και συνθήματα κοινότοπης παραμυθίας και νουθεσίας αποδεικνύονται κατώτερα των περιστάσεων. Εχουν αιτιώδη διαδρομή και εξήγηση όσα συμβαίνουν σήμερα και έχουν διαβρωτικές συνέπειες, για σήμερα και αύριο».
Είχαμε εισαγγελική παρέμβαση για τρεις πολιτικούς αρχηγούς (Τσίπρα, Κουτσούμπα, Βαρουφάκη) με αφορμή τις εκδηλώσεις κατά την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Θα ήθελα το σχόλιό σας τόσο για την κυβερνητική απόφαση γενικής απαγόρευσης των συναθροίσεων σε όλη την επικράτεια όσο και για τη στάση των κομμάτων της Αριστεράς.
«Η κυβερνητική απαγόρευση των συναθροίσεων σε όλη την επικράτεια ήταν αχρείαστη και άστοχη, αποτελούσε μικροπολιτική επιλογή. Η στάση των κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ – ΚΚΕ – ΜέΡΑ25, αυτή κι αν ήταν κομματικός τακτικισμός. Στερεότυπος χαμός κυβερνητικού και αντιπολιτευτικού ανταγωνισμού, που αδικεί το ιστορικό γεγονός, τη μνήμη και τον συμβολισμό του, τη δραματική συγκυρία, τις σημασίες και τις συνέπειές της, τη θεσμική διαμορφωτική δύναμη της Δημοκρατίας. Μας περιμένει περισσότερη φτώχεια, ανισότητες και αδικίες, αλλά και ένα μοντέλο διακυβέρνησης που εξοικειώνει τους πολίτες με αυταρχισμούς και αντιδημοκρατικούς περιορισμούς: Ναι στο lockdown, αλλά με συνεχή λογοδοσία για κάθε μέτρο και αυστηρό κοινοβουλευτικό έλεγχο σε κάθε βήμα».
Πώς είδατε το αναπτυξιακό μοντέλο που προτείνει το τελικό σχέδιο Πισσαρίδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας; Μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη λύση για το μέλλον;
«Είναι ένα τεχνοκρατικό σχέδιο που επαναπροσδιορίζει την κρατούσα οικονομική λογική. Δεν είναι πολιτικό σχέδιο ανόρθωσης και διαρθρωτικών αλλαγών. Στηρίζει τα πάντα σε ένα ακόμα ευρωπακέτο, που η αξιοποίησή του επαναλαμβάνει διαβλητές πρακτικές κυβέρνησης και διαπλοκής, “επ’ αμοιβαιότητι”. Προτείνει διαχειριστικές διευθετήσεις, χωρίς αναδιάταξη κοινωνικών προτεραιοτήτων και αναδιάρθρωση του χρέους. Εχει ειπωθεί και σωστά ότι τα οικονομικά προγράμματα πρέπει να κρίνονται από τις κοινωνικές και αξιακές προτεραιότητές τους. Καλοί οι αλγόριθμοι των μοντέλων, αλλά πρώτιστο μέλημα είναι οι κοινωνίες, οι άνθρωποι και οι δημοκρατικές εγγυήσεις του ανθρωπιστικού πολιτισμού».
Οσον αφορά την τουρκική προκλητικότητα, θεωρείτε ότι η χώρα μας αλλά και η ΕΕ έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια πιέσεων προς τη γείτονα;
«Η Τουρκία θέλει ρόλο περιφερειακής δύναμης, αυτόνομης, εντός κι εκτός ΝΑΤΟ, σε επαφή και σε διάσταση με την ΕΕ. Προωθεί στρατηγική αναθεώρησης όλων των διεθνών συνθηκών, που λέει ότι την περιορίζουν. Αυτό κάνει και με την Ελλάδα, από τη Θράκη μέχρι το Καστελλόριζο. Προωθεί μια διεκδικητική γειτονία. Δεν πρόκειται για συνήθεις προκλήσεις που αντιμετωπίζονται με συνήθεις πιέσεις, κατά τα κλασικά εγχειρίδια διαχείρισης κρίσεων. Οι τουρκικές κινήσεις θέλουν τετελεσμένα πέραν των έξι μιλίων από τις ακτές ελληνικών νησιών και διεκδικούν δικαιώματα κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, στο όνομα της τουρκικής ηπειρωτικής ΑΟΖ, στο μισό Αιγαίο, με την επινόηση ότι τα ελληνικά νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα. Η κυβέρνηση έχει ευθύνη όσο τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας εξακολουθούν να κρέμονται από την ελεημοσύνη των ξένων, με δεδομένο τον μακιαβελισμό τους, για συμψηφισμό πιέσεων».