Πάντως όχι τα προσδοκώμενα σχετικά με το θέμα των κυρώσεων για την Τουρκία. Και τούτο γιατί, μεταξύ άλλων, η στρατηγική μας για το κρίσιμο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο θέμα της προκλητικότητας της Τουρκίας υπήρξε κατά την άποψή μου εσφαλμένη. Η ελληνική πλευρά ζητά «να μην ξεγελασθεί» η ηγεσία της Ευρώπης από το φιλοευρωπαϊκό άνοιγμα της Τουρκίας – προσχηματικό ή μη – και να προχωρήσει αμέσως στην επιβολή κυρώσεων και οι διερευνητικές επαφές να περιμένουν για αργότερα «εάν και εφόσον».
Λάθος. Η Ελλάδα θα έπρεπε να επιμείνει πρωτοβουλιακά στην άμεση, εδώ και τώρα, έναρξη του διαλόγου – πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Να καθίσει η Τουρκία στο τραπέζι πριν και να δεσμευθεί ρητώς στην εγκατάλειψη της επιθετικότητας και προκλητικής, τοξικής ρητορικής. Και εάν η Τουρκία αρνιόταν κάτι τέτοιο, τότε θα ήταν εμφανώς, ολόγυμνα έκθετη και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν θα είχε άλλη επιλογή παρά να επιβάλει οικονομικές αυστηρές κυρώσεις (το αναγκαίο εμπάργκο όπλων μπορεί να επιβληθεί μόνο από τα κράτη-μέλη). Τώρα δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο. Αλλά αν υποθέσουμε ότι επιβάλλονται οι κυρώσεις, ποιο είναι το επόμενο βήμα μετά; Εάν πιστεύουμε ότι μετά η Τουρκία θα προσέλθει «με ανοιχτάς αγκάλας» στον διάλογο, φοβάμαι ότι αυταπατώμεθα. Και έτσι χάνουμε μια ευκαιρία.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν θα κυριαρχείται πάντως στην ατζέντα του από την Τουρκία και τα καμώματά της όπως σταθερά καλλιεργείται η εντύπωση στην ελληνική κοινή γνώμη. Η θεματολογία του Συμβουλίου είναι πλούσια και βαριά με θέματα άμεσης προτεραιότητας σ’ αυτήν την εξόχως κρίσιμη χρονική συγκυρία. Και η Τουρκία είναι μεν ένα θέμα αλλά όχι κορυφαία προτεραιότητα. Το ζήτημα που μπορεί να κυριαρχήσει είναι αυτό του πολυετούς προϋπολογισμού (2021-2027) και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) εάν βέβαια δεν βρεθεί κάποια λύση μέχρι την Πέμπτη στο βέτο που έχουν ασκήσει Ουγγαρία και Πολωνία λόγω των διαφωνιών τους για τις ρυθμίσεις τις σχετικές με την προστασία του κράτους δικαίου. Αλλά, πέρα απ’ αυτό, το Συμβούλιο θα πρέπει να ασχοληθεί με τη διαχείριση της πανδημίας, την κλιματική αλλαγή και φυσικά τα ευρύτατα θέματα της ευρωπαϊκής ασφάλειας και των ατλαντικών σχέσεων ενόψει της ανάληψης του Λευκού Οίκου από τον Τζο Μπάιντεν.
Το θέμα Τουρκία είναι κορυφαίας προτεραιότητας για την Ελλάδα και την Κύπρο. Ωστόσο, παρά τα όσα λέμε, πολλά κράτη-μέλη της Ενωσης δεν προσλαμβάνουν την Τουρκία ως την μείζονος σημασίας απειλή για την Ευρώπη. Εάν ρωτήσετε τις Νορδικές, Βαλτικές ή Ανατολικοευρωπαϊκές για το ποιος απειλεί την Ευρώπη, η σταθερή απάντηση είναι μία: η Ρωσία. Ενώ για τις ίδιες χώρες καθώς και τις Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία η Τουρκία, αν και εξόχως αντιπαθής, είναι μια στρατηγικά αναγκαία χώρα.
Περιγράφεται ως «σημαντικός στρατηγικός εταίρος» (ακόμη και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Και στη λογική τους δεν είναι και τόσο κατανοητή η εμμονή Ελλάδας (και Κύπρου) με την επιβολή κυρώσεων. Καθώς η εκτίμησή τους είναι ότι, με την επιβολή των αυστηρών κυρώσεων, δεν θα αλλάξει η συμπεριφορά της Τουρκίας. Ισως το αντίθετο. Και το ζητούμενο είναι ακριβώς αυτό: να αλλάξουμε τη συμπεριφορά της Τουρκίας. Ως εκ τούτου, κάθε φορά που ο Ερντογάν εμφανίζει σημάδια αλλαγής όπως αυτές τις μέρες (έστω προσχηματικά), θέλουν να τα ενθαρρύνουν με την προώθηση της θετικής ατζέντας παρά να τα πνίξουν. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη ομάδα χωρών (Γαλλία, Αυστρία κ.ά.) που κινείται προς μια άλλη λογική, της αυστηρής τιμωρίας της Τουρκίας μέσω κυρώσεων.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μόλις κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του από τις εκδόσεις Θεμέλιο με τίτλο «Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης»