Υπάρχει ελπίδα για την ελληνική οικονομία

Η ολοκλήρωση των προγραμμάτων στήριξης της χώρας μας τον Αύγουστο του 2018 σφράγισε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική οικονομία στερήθηκε συνολικά περισσότερο από το 25% του εθνικού της εισοδήματος, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ υπερέβη το 180% και η ανεργία ξεπέρασε το 27%. Και ενώ φαινόταν πως η περίοδος αυτή ανήκει στο παρελθόν και η ελληνική οικονομία βγαίνει – έστω δειλά – από αυτή τη στενωπό, η έκρηξη της πανδημίας επιδείνωσε δραματικά τα μακροοικονομικά μεγέθη. Μολονότι η συγκεκριμένη επίδραση αντιμετωπίζεται ως προσωρινή, οι βραχυχρόνιες ποσοτικές επιπτώσεις δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητες, καθώς λόγω πανδημίας το 2020 αναμένεται η μείωση του εθνικού προϊόντος να προσεγγίσει το 10%-12% και το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ να ξεπεράσει το 200%. Εύλογα ανακύπτει το ερώτημα σχετικά με τις προοπτικές που διανοίγονται για την ελληνική οικονομία. Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι η ελληνική οικονομία βρίθει χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών, με επίκεντρο έναν αδύναμο παραγωγικό τομέα και μια δυσκίνητη δημόσια διοίκηση. Οι αδυναμίες αυτές, σε συνδυασμό με τον υπερδανεισμό, αποτέλεσαν το φιτίλι που πυροδότησε η διεθνής κρίση του 2008, οδηγώντας τη χώρα σε ουσιαστική, αν και όχι τυπική, πτώχευση. Οι μακροχρόνιες αυτές αδυναμίες στρέβλωσαν το παραγωγικό πρότυπο της χώρας, καθιστώντας το εσωστρεφές, και προκάλεσαν μια άνευ προηγουμένου αναποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων. Τα περίφημα μνημόνια πρόσφεραν χρόνο προκειμένου η οικονομία να υπερβεί τις παραπάνω παθογένειες. Υποκατέστησαν δε την έλλειψη διάθεσης του πολιτικού συστήματος να «συνεννοηθεί» πάνω σε ένα εθνικό ρεαλιστικό σχέδιο ανασυγκρότησης, στο οποίο θα υπήρχε η «ιδιοκτησία» της οικονομικής πολιτικής. Η έλλειψη αυτή πριμοδότησε ανεδαφικές οικονομικές θέσεις, τις οποίες η χώρα μας «πλήρωσε» το 2015.

Οι μακροοικονομικές εξελίξεις της περιόδου 2010-2018 ωστόσο μας δίνουν την ευκαιρία να «αντλήσουμε» χρήσιμα μαθήματα για το μέλλον. Η ύφεση, ως έναν βαθμό αναπόφευκτη, θα μπορούσε να είναι ηπιότερη και χρονικά βραχύτερη και η αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου ταχύτερη, εφόσον, μεταξύ άλλων:

α) το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής είχε σχεδιαστεί προσεκτικότερα, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στις δαπάνες σε σχέση με τους φόρους,

β) το πρόγραμμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ήταν περισσότερο φιλόδοξο και καλύτερα σχεδιασμένο, τόσο ως προς την ταχύτητα όσο και ως προς τη σειρά υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων, και

γ) το πολιτικό σύστημα αντιμετώπιζε την κρίση συναινετικά (όπως συνέβη σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις χωρών με μνημόνια).

Συνεπώς, οι προοπτικές που διανοίγονται για την ελληνική οικονομία εξαρτώνται από το αν οι πολιτικές που θα επιλεγούν για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου λάβουν υπόψη τους τα παραπάνω διδάγματα.

Βραχυπρόθεσμα, επιβάλλεται η διαφύλαξη της όποιας σταθεροποίησης επιτεύχθηκε δημοσιονομικά, με παράλληλη οικοδόμηση ενός κλίματος αξιοπιστίας που θα θέσει τις βάσεις για μια βιώσιμη επιστροφή στην κανονικότητα. Η τελευταία εξαρτάται, ανάμεσα σε άλλα, από τη μονιμοποίηση της δυνατότητας της χώρας να χρηματοδοτεί τις δραστηριότητές της αντλώντας πόρους από τις αγορές. Μακροπρόθεσμα, είναι αναγκαίο να συμφωνήσουμε προς τα πού θέλουμε να κατευθυνθεί η οικονομία μας.

Η Ελλάδα πρέπει να προσεγγίσει εκείνες τις χώρες που, με βάση τους σχετικούς και σε διεθνές επίπεδο αποδεκτούς δείκτες, θεωρούνται ανεπτυγμένες. Δηλαδή τις χώρες με υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, με υψηλό βιοτικό επίπεδο και με δυνατότητα χρηματοδότησης ενός ισχυρού κράτους πρόνοιας. Οι οικονομίες αυτές βασίζονται στην αυξημένη παραγωγικότητα, στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια. Αρα επιβάλλεται η υιοθέτηση και εφαρμογή αλλαγών που θα μεταβάλουν και θα ενισχύσουν την αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι αλλαγές αυτές, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να αφορούν την υιοθέτηση ενός φιλικού προς την ανάπτυξη μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, την ενίσχυση της ποιότητας των κρατικών θεσμών και τη στήριξη των ανεξάρτητων αρχών, την ενθάρρυνση της καινοτομίας και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας μέσω της πάταξης της γραφειοκρατίας και των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα, την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης μέσω της ουσιαστικής αξιολόγησης και κινητροδότησης, την ποιοτική αναβάθμιση της παρεχόμενης παιδείας μέσω ριζικών αλλαγών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τη δημιουργία ενός ουσιαστικού και ισχυρού κράτους πρόνοιας υιοθετώντας τις καλύτερες δυνατές αντίστοιχες διεθνείς πρακτικές κ.ο.κ.

Η Εκθεση Πισσαρίδη συνιστά μια πολύ καλή βάση συζήτησης, καθώς περιγράφει με σαφήνεια και επιστημονική επάρκεια τις κατευθύνσεις των αναγκαίων αλλαγών. Επιπρόσθετα, οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης παρέχουν μια σημαντική, και ίσως μοναδική, ευκαιρία χρηματοδότησης αυτών των αλλαγών.

Η υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων στους προαναφερθέντες τομείς, που καθίσταται επείγουσα πέραν όλων των άλλων λόγων εξαιτίας και των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων, αποτελεί προϋπόθεση εθνικής επιβίωσης και αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη τόσο ισχυρών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, όσο και υψηλής μακροπρόθεσμα κοινωνικής ευημερίας. Για τον λόγο αυτόν το πολιτικό σύστημα οφείλει να αποτινάξει τις όποιες αγκυλώσεις και να προσέλθει με συναινετική διάθεση στη συζήτηση για τη διαμόρφωση ενός ρεαλιστικού και επιστημονικά συγκροτημένου σχεδίου αναδιάταξης της ελληνικής οικονομίας. Σε διαφορετική περίπτωση, οι εξελίξεις θα είναι χειρότερες απ’ ό,τι νομίζουμε και αυτοί που θα πληγούν περισσότερο από την αδράνεια και την έλλειψη συνεννόησης θα είναι για ακόμα μια φορά οι κοινωνικά και οικονομικά ευάλωτοι.

 

*Ο κ. Γιώργος Οικονομίδης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρόεδρος του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.