Μια όμορφη πλούσια Αμερικανίδα εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Ο – ωραίος σαν σταρ του Χόλιγουντ – σύζυγός της, με τον οποίο έχουν χωρίσει άσχημα και βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη για την επιμέλεια των πέντε παιδιών τους, θεωρείται βασικός ύποπτος για τη δολοφονία της (παρότι πτώμα δεν έχει βρεθεί) και αυτοκτονεί λίγες ημέρες αφού του απαγγέλλονται επίσημα κατηγορίες. Δεν δυσκολεύεται να καταλάβει κανείς γιατί αυτή η υπόθεση έχει καθηλώσει την κοινή γνώμη των ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια και είναι μάλλον απίθανο να μην τη δούμε να μεταφέρεται στο άμεσο μέλλον στη μικρή οθόνη – ως μίνι σειρά στο Netflix, για παράδειγμα. Η ιστορία, βεβαίως, διαθέτει και εγχώριο ενδιαφέρον, καθώς στο επίκεντρό της βρίσκεται ο Ελληνας Φώτης Ντούλος, γνωστός «ζεν πρεμιέ» των νοτίων προαστίων της Αθήνας τη δεκαετία του ’80. Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο στο «Vanity Fair», η γνωστή ελληνοαμερικανίδα δημοσιογράφος Βανέσα Γρηγοριάδη ανακεφαλαιώνει όλες τις εξελίξεις, σχηματίζοντας παράλληλα μια πιο πλήρη εικόνα της προσωπικότητας της αγνοούμενης Τζένιφερ Φάρμπερ, την οποία είχε γνωρίσει προσωπικά, γιατί θεωρεί ότι τα Μέσα την έχουν παρουσιάσει απλώς ως «στερεοτυπική μαμά εύπορων προαστίων», κάτι που την αδικεί.

Η Τζένιφερ Φάρμπερ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1968 και μεγάλωσε με όλες τις ανέσεις στο Μανχάταν. Ηξερε από μικρή ότι ήθελε να γίνει συγγραφέας, σπούδασε μάλιστα δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Brown και τελείωσε το μεταπτυχιακό της στο ίδιο αντικείμενο στο ιδιαιτέρως ανταγωνιστικό ακαδημαϊκό περιβάλλον του Tisch School of the Arts στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Λάτρευε συγγραφείς όπως η Ιντιθ Γουόρτον και ο Τζον Τσίβερ, της άρεσαν οι Oasis και οι Blur. Ηταν μορφωμένη, εντυπωσιακή, έξυπνη και λόγω όλων αυτών των χαρισμάτων, αλλά και χάρη στο ιδιότυπο χιούμορ της, αποτελούσε μια δημοφιλή φιγούρα της λογοτεχνικής σκηνής της αμερικανικής μητρόπολης στα 90s. Τη δική της φωνή μπόρεσε να την εκφράσει τελικά μέσω του θεάτρου και έχει γράψει τέσσερα ολοκληρωμένα έργα. Ενα από αυτά λέγεται «The Red Door»: μια νέα γυναίκα δέχεται την παραμονή του γάμου της νοερές επισκέψεις από τους πρώην συντρόφους της αλλά και από όσους άνδρες είχε φαντασιωθεί ή ποθήσει μέχρι τότε στη ζωή της, με τον πατέρα της να διακόπτει την ονειροπόλησή της υπενθυμίζοντάς της κάθε τόσο ότι σε λίγες ώρες παντρεύεται. Ανθρωποι από τον κύκλο της δηλώνουν ότι τη διέκρινε μια βαθιά ανάγκη να αγαπηθεί και να μοιραστεί τη ζωή της με κάποιον χωρίς να χρειάζεται να υποκρίνεται, αποκαλύπτοντας τον πραγματικό της εαυτό.

Από την Πόλη στο κέντρο του κόσμου

Το ειδύλλιο της Tζένιφερ Φάρμπερ με τον Φώτη Ντούλο άρχισε από μια τυχαία συνάντηση στο αεροδρόμιο του Ασπεν το 2003. Τον θυμόταν από το Brown όπου είχε σπουδάσει και εκείνος, αλλά η γνωριμία τους ήταν φευγαλέα. Ρωμιός της Πόλης, έζησε μέχρι τα επτά του στην Τουρκία. Ενηλικιώθηκε στην Αθήνα. Γεννημένος κοσμοπολίτης, ένιωθε την ανάγκη να σπουδάσει στο εξωτερικό, να αισθανθεί ότι βρίσκεται πιο κοντά στο κέντρο του κόσμου. Εκείνο το διάστημα είχε πάρει MBA από το Columbia και δούλευε ως μάνατζερ στη συμβουλευτική εταιρεία Capgemini. Ευειδής, αθλητικός, εξωστρεφής, δεν ήταν δύσκολο να τον βρει γοητευτικό. Η συγκυρία ήταν ιδανική, καθώς αυτός βρισκόταν σε τροχιά διαζυγίου από την πρώτη σύζυγό του, μια αμερικανίδα δικηγόρο, και έδειξε εξαρχής ότι τον ενδιέφερε να ξαναμπεί σε μια μόνιμη σχέση, ήταν ξεκάθαρος επίσης ότι επιθυμούσε να αποκτήσει μια μεγάλη οικογένεια, κάτι που ήθελε και εκείνη.

Παντρεύτηκαν έναν χρόνο αργότερα και μετακόμισαν στο κεντρικό Κονέκτικατ, όπου ο Ντούλος ξεκίνησε τη δική του μεσιτική επιχείρηση παίρνοντας δάνεια από τον πάμπλουτο πατέρα της Φάρμπερ, ο οποίος ήταν παραδοσιακός σε αυτά τα θέματα και ήθελε να βοηθήσει τον σύζυγο της κόρης του. Οσοι είχαν συνεργαστεί μαζί του τον περιγράφουν σαν έναν τύπο με έντονο ταμπεραμέντο που τα κατάφερνε όλα την τελευταία στιγμή. Πηγές από το περιβάλλον του ζευγαριού τον περιγράφουν ως κυκλοθυμικό και άκαμπτο όσον αφορά τις απόψεις του, λένε επίσης πως δεν άφηνε ευκαιρία να μην της επισημάνει τα ελαττώματά της, αποδίδοντας τη συμπεριφορά του στο σύμπλεγμα του άνδρα που αισθάνεται πάντα κατώτερος επειδή έκανε περιουσία με τα λεφτά του πεθερού του. Είναι λίγο ανεξήγητο το γιατί η Φάρμπερ αφοσιώθηκε στην οικογενειακή ζωή παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα να ασχοληθεί και με τις δικές της επιδιώξεις. Απομακρύνθηκε από τις φίλες της και υιοθέτησε τα δικά του πάθη – ο Ντούλος έκανε με φανατισμό water ski στις τοπικές λίμνες. Δεν έμεινε εύκολα έγκυος και χρειάστηκε να επιστρατευθούν μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Τελικά γέννησε δύο δίδυμα αγόρια το 2006, ξανά δίδυμα το 2008 (αγόρι-κορίτσι) και ένα κοριτσάκι το 2010. Η καθημερινότητά της ήταν γεμάτη από τις δραστηριότητες των παιδιών.

Εκείνη την περίοδο άρχισε να αποτραβιέται, ίσως να περνούσε και κάποια κατάθλιψη. Δεν ήταν άνθρωπος των συγκρούσεων και εσωτερίκευε τις εντάσεις. Προκειμένου να αποκρυσταλλώσει την πραγματικότητα που ζούσε άρχισε πάλι να γράφει, online αυτή τη φορά, σε blog. Κάποια ποστ αναφέρονται κρυπτικά στα προβλήματα του γάμου της: «Να μην είσαι ποτέ η δεύτερη επιλογή κάποιου. Αυτό μου έλεγε πάντα ο πατέρας μου. Είναι όμως δύσκολο για τις γυναίκες, τις συζύγους, τις μητέρες. Δύσκολο να το καταλάβουν στ’ αλήθεια» ή «Θα ήθελα να ήμουν πιο δυνατή και να μη με τρόμαζε και να με απωθούσε τόσο πολύ η αντιπαράθεση. Χρειάζομαι ησυχία, γαλήνη και ηρεμία. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι οι μοναχοί είναι πολύ τυχεροί. Σε μια μονή όλοι ανήκουν στο ίδιο φύλο. Δεν χρειάζεται να ανησυχούν για τις παρεξηγήσεις που μπορεί να προκύψουν στις σχέσεις μεταξύ ετερόφυλων ατόμων».

 

Η αντίστροφη μέτρηση

Στα μέσα των 10s η οικογένεια Ντούλου μετακόμισε σε ένα υπερπολυτελές, τεράστιο σπίτι στο Φάρμινγκτον. Οι γονείς του Φώτη ήρθαν στην Αμερική για να μείνουν μόνιμα μαζί τους. Σε ένα τραγικό δυστύχημα η νταντά των παιδιών χτύπησε με το αυτοκίνητο τη μητέρα του, η οποία πέθανε λίγες ημέρες μετά. Το χάσμα μεταξύ τους μεγάλωσε ακόμη περισσότερο και οι προστριβές έγιναν ακόμη πιο συχνές. Η Φάρμπερ προτιμούσε να απομονώνεται και να διαβάζει. Ο Ντούλος πήγαινε πολυήμερα ταξίδια για σκι. Υπήρχαν και κάποια βίαια ξεσπάσματα που προβλημάτισαν τους συγγενείς της. Σύμφωνα με την εφημερίδα «New York Post», ο έλληνας καλλονός είχε γρονθοκοπήσει έναν υπάλληλο στο πάρκινγκ του κτιρίου όπου έμεναν οι δικοί της. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι είχε γίνει και αφόρητα πιεστικός στα παιδιά του όσον αφορά τις αθλητικές επιδόσεις τους. Το 2017 μαθεύτηκε ότι είχε ερωμένη. Η Μισέλ Τροκόνις από τη Βενεζουέλα ήταν λυγερόκορμη και δραστήρια και λάτρευε το σκι στο νερό. Κοινώς, δεν έμοιαζε καθόλου με τη μελαγχολική και σιωπηλή σύζυγό του. Είχε μάλιστα μια έφηβη κόρη από προηγούμενο γάμο, και στο άρθρο του «Vanity Fair» λέγεται πως ο Ντούλος συζήτησε την ιδέα να έρθουν να μείνουν και αυτές στο σπίτι. Χώρος υπήρχε. Η Φάρμπερ ένιωσε προδομένη. Η σταγόνα ωστόσο που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η απόφασή του να φέρει όπλο στο σπίτι, κάτι που το ζευγάρι είχε συμφωνήσει να μη γίνει όσο μεγάλωναν τα παιδιά, από τα οποία μάλιστα η Φάρμπερ πληροφορήθηκε τελικά ότι ο σύζυγος της είχε κρύψει κάπου ένα περίστροφο.

Τον Ιούνιο του 2017 η Τζένιφερ είπε στον Ντούλο ότι θα πήγαινε τα παιδιά στη Νέα Υόρκη, όμως στην πραγματικότητα τα μετακόμιζε στο Νιου Κάνααν. Στην αίτηση διαζυγίου της, η Τζένιφερ δήλωσε ότι «ήταν τρομοκρατημένη» για την ασφάλεια της οικογένειάς της, ότι ο σύζυγός της «είχε ιστορικό εξουσιαστικής, ευέξαπτης και φαντασιόπληκτης συμπεριφοράς» και φοβόταν πως θα την εκδικηθεί. Εκείνος αιφνιδιάστηκε από τη φυγή της και τηλεφώνησε στην Αστυνομία: «Ανησυχώ για τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου γιατί έφυγαν για τη Νέα Υόρκη και δεν έχω καταφέρει να επικοινωνήσω μαζί τους», είπε. Ηταν τότε που άρχισε μια επώδυνη για όλους νομική διαμάχη που κράτησε για αναπάντεχα μεγάλο διάστημα. Η οικογένεια της Φάρμπερ είχε οικονομικές αξιώσεις από τον Ντούλο και η Τζένιφερ εξαντλούσε την αυστηρότητά της σε ό,τι σχετιζόταν με την επαφή του με τα παιδιά τους. Εκείνος ισχυριζόταν ότι τον διέβαλλε στα τέκνα τους και πως τα χρησιμοποιούσε για να τον πληγώσει.

Τον Φεβρουάριο του 2019 το δικαστήριο αποφάσισε ότι είναι προς το συμφέρον των παιδιών να βλέπουν τον πατέρα τους. Κάθε συνάντηση θα έπρεπε ωστόσο να γίνεται με εποπτεία. Οι πρώην σύζυγοι δεν μπόρεσαν να έρθουν σε κάποια συμφωνία όσον αφορά το πρόγραμμα. Εναν μήνα αργότερα μια δικαστής όρισε ότι ο Ντούλος θα έβλεπε τα παιδιά εποπτευόμενος κάθε Τετάρτη για 3 ώρες και κάθε δεύτερο Σάββατο για 7 ώρες κοντά στο σπίτι της Τζένιφερ, και κάθε δεύτερη Κυριακή για 6 ώρες στο σπίτι του στο Φάρμινγκτον. Απαγορευόταν μάλιστα να μιλάει στα παιδιά ελληνικά, ώστε να μην μπορεί να πει κάτι που δεν θα καταλάβαιναν οι επόπτες. Ηταν κάτι που του στοίχισε πολύ, γιατί είχε δώσει μεγάλη σημασία στην ενδυνάμωση της ελληνικής ταυτότητάς τους. Επίσης, η Τζένιφερ είχε επιμείνει ώστε να μην επιτρέπεται στη Μισέλ Τροκόνις και στην κόρη της να έχουν οποιαδήποτε επαφή με τα παιδιά. Οταν εκείνα της εκμυστηρεύθηκαν ότι πέρασαν χρόνο με τη Μισέλ και πως ο πατέρας τους τούς ζήτησε να το κρατήσουν μυστικό, το δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Ντούλος δεν θα μπορούσε πια να περνάει χρόνο μαζί τους. Αισθάνθηκε φοβερά αδικημένος.

 

Το χρονικό της τραγωδίας

Σύμφωνα με τη θεωρία των αστυνομικών αρχών, στις 24 Μαΐου του 2019 η Φάρμπερ απήχθη και δολοφονήθηκε. Πιστεύουν πως ο Ντούλος την περίμενε κρυμμένος μέχρι εκείνη να επιστρέψει από την καθημερινή διαδρομή που έκανε για να αφήσει τα παιδιά τους στο σχολείο. Χωρίς πτώμα και φονικό όπλο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί το πώς και πότε ακριβώς κόπηκε το νήμα της ζωής της. Υλικό από κάμερες ασφαλείας της περιοχής δείχνει τον Ντούλος και την Τροκόνις να πετούν μαύρες σακούλες σκουπιδιών σε διάφορους κάδους. Οσες πρόλαβαν οι ερευνητές να εντοπίσουν προτού καταστραφούν στη χωματερή περιείχαν τα ρούχα που φορούσε η Φάρμπερ όταν εξαφανίστηκε και άλλα αντικείμενα (γάντια, χαρτί κουζίνας) με ίχνη από το αίμα της που παρέπεμπαν σε προσπάθεια να καθαριστεί κάποιος χώρος. Σε τουλάχιστον μία από τις τσάντες βρέθηκε και το γενετικό υλικό του ζευγαριού, το οποίο συνελήφθη στην αρχή με την κατηγορία της παραποίησης αποδεικτικών στοιχείων και παρεμπόδισης της Αστυνομίας. Η Μισέλ παρείχε με την αρχική της κατάθεση άλλοθι στον σύντροφό της, όμως λίγους μήνες μετά άλλαξε τη μαρτυρία της.

Πολλά συνέβησαν μέχρι να απαγγελθούν στον Ντούλο επισήμως κατηγορίες για ανθρωποκτονία. Ο συνήγορος του Ντούλου, ο διαβόητος δικηγόρος Νορμ Πάτις, άφησε να εννοηθεί ότι η Φάρμπερ εξαφανίστηκε από μόνη της για να ενοχοποιήσει τον σύζυγό της, όπως στο βιβλίο «Gone Girl». Η συγγραφέας Τζίλιαν Φλιν δήλωσε ότι η σύνδεση του πονήματός της με την υπόθεση τής προκαλεί ναυτία. Αρχισε επίσης να διακινεί τη φήμη ότι η Τζένιφερ ήταν σοβαρά άρρωστη (έκανε λίγο διάστημα προτού εξαφανιστεί πολλές ιατρικές εξετάσεις) και αποφάσισε να ενορχηστρώσει μια «εκδικητική αυτοκτονία». Η οικογένειά της εξέδωσε τότε την εξής δήλωση: «Δεν πρόκειται για μυθοπλασία ή σινεμά. Αυτή είναι η πραγματική ζωή, έτσι όπως τη βιώνουν καθημερινά τα πέντε παιδιά της Τζένιφερ, οι συγγενείς και οι φίλοι της. Οι καρδιές μας έχουν ραγίσει».

Την ίδια περίοδο Ντούλος άρχισε να εμφανίζεται σε τηλεοπτικά κανάλια με κάθε ευκαιρία δηλώνοντας ότι δεν είχε καμία σχέση με την εξαφάνιση της πρώην συζύγου του. Οταν ένας πολύ όμορφος, μορφωμένος άνδρας μιλάει καθαρά και πειστικά, είναι δύσκολο να μη δημιουργηθούν αμφιβολίες για την ενοχή του. Παράλληλα, μια νέα γυναίκα έχει μπει στη ζωή του, η Aννα Κάρι, μία ακόμη καλλονή, πρώην συνάδελφός του. Οι έρευνες συνεχίστηκαν και στις 7 Ιανουαρίου του 2020 ο Φώτης Ντούλος συνελήφθη ξανά, με την κατηγορία του φόνου, της ανθρωποκτονίας και της απαγωγής (αφέθηκε 2 ημέρες μετά, με την εγγύηση να έχει οριστεί στα 6 εκατ. δολ.). Μαζί του συνελήφθησαν και η Μισέλ Τροκόνις και ο – συνήγορός του στην υπόθεση του διαζυγίου του και κολλητός του φίλος – Κεντ Μογουίνεϊ με την κατηγορία της συνωμοσίας για διάπραξη εγκλήματος. Με τον Μογουίνεϊ ο Ντούλος είχε μιλήσει στο τηλέφωνο μία ημέρα προτού εξαφανιστεί η Τζένιφερ. Ο δικηγόρος έχει εμπλακεί στην όλη ιστορία και ως εξής: είναι συνιδρυτής ενός κυνηγετικού κλαμπ, δύο μέλη του οποίου στις 18 Μαΐου 2019 εντόπισαν τυχαία έναν έτοιμο τάφο, στρωμένο με πλαστικό και καλυμμένο με κλαδιά. Mέσα υπήρχαν και δύο κλειστά σακιά λάιμ (το οποίο αποτρέπει τη γρήγορη αποσύνθεση και την οσμή των πτωμάτων). Οταν η αστυνομία ερεύνησε αργότερα το σημείο, ο τάφος ήταν άδειος.

Στις 28 του περασμένου Ιανουαρίου ο Φώτης Ντούλος βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό επειδή είχε καταστρέψει ένα αυτοσχέδιο μνημείο που είχε στηθεί για την Τζένιφερ στη γωνία του σπιτιού τους. Η Γκλόρια Φάρμπερ, μητέρα της Τζένιφερ, δεν του είχε επιτρέψει επί οκτώ μήνες να μιλήσει με τα παιδιά του και αρνήθηκε τα Χριστούγεννα στην αδελφή του, Ρένα Ντούλου, και στην κόρη της να τα επισκεφθούν. Η καθημερινότητά του είχε γίνει δύσκολη. Στον δρόμο τον αναγνώριζαν και, ενίοτε, τον παρενοχλούσαν. Εκείνη την ημέρα κλήθηκε εκτάκτως στο δικαστήριο σε ακροαματική διαδικασία σχετικά με τους όρους της εγγύησής του. Γνώριζε ότι επρόκειτο να διαταχθεί η κράτησή του. Δεν ήθελε να προφυλακιστεί. Μπήκε στο γκαράζ και δηλητηρίασε τον εαυτό του με μονοξείδιο του άνθρακα. Δεν ανέκτησε ποτέ τις αισθήσεις του και εξέπνευσε δύο ημέρες αργότερα. Είχε μάλιστα αφήσει ένα σημείωμα στο οποίο επαναλάμβανε ότι ούτε ο ίδιος ούτε η Τροκόνις ή ο Μογουίνεϊ είχαν σχέση με την εξαφάνιση της πρώην συζύγου του. «Πείτε παρακαλώ στα παιδιά μου ότι τα αγαπώ, θα έκανα τα πάντα για να είμαι μαζί τους, αλλά όλοι έχουμε τα όριά μας» είχε γράψει.

Αυτές τις ημέρες, η δίκη των Τροκόνις και Μογουίνεϊ θα συνεχιστεί με όποιον τρόπο επιβάλει η πανδημία. Κανείς δεν γνωρίζει αν θα βγουν νέα στοιχεία στο φως, αν τυχόν χάρη στις καταθέσεις τους λυθεί το μυστήριο αυτής της τόσο παράξενης υπόθεσης. Οι Αρχές έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι πλησιάζουν στη συμπλήρωση του παζλ, όμως το πτώμα της Φάρμπερ παραμένει άφαντο. Πριν από έναν μήνα, το υπερπολυτελές σπίτι στο Φάρμινγκτον όπου είχε ζήσει το ζεύγος Ντούλου με τα πέντε παιδιά του βγήκε προς πώληση αντί 1,75 εκατομμυρίων δολαρίων. Σύντομα, μια άλλη οικογένεια θα δημιουργήσει εκεί τις δικές της αναμνήσεις, ευχάριστες και δυσάρεστες. Η ιστορία αυτή θα ξεχαστεί. Μέχρι τουλάχιστον να γίνει σειρά στο Netflix…