Επικίνδυνα εξελίσσεται η κατάσταση στα νοσοκομεία της Αθήνας όσον αφορά στη διαχείριση της πανδημίας, σύμφωνα με τον επικεφαλής Covid-19 στοΝ «Ευαγγελισμό», Γιάννη Καλομενίδη.
Όπως σημειώνει ο ίδιος, ακόμα και τώρα, παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να καταρρεύσει το ΕΣΥ ακόμη και στην Αθήνα. «Δεν υπάρχουν εφεδρείες για ανοίξουμε την κοινωνία αύριο» λέει για το ΕΣΥ.
Παράλληλα, ο αναπληρωτής καθηγητής Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και υπεύθυνος της Μονάδας Covid-19 του «Ευαγγελισμού», εξηγεί ότι το ρεκόρ διασωληνωμένων που καταγράφηκε χθες Τετάρτη, αλλά και το γεγονός ότι οι ημερήσιοι αριθμοί μολύνσεων βρίσκονται σε επίπεδα άνω των 2.000 το τελευταίο 48ωρο «δεν αποτελούν καμία έκπληξη».
«Η συνθήκη είναι αυτή εδώ και καιρό» και αποτυπώνεται ως «μια διαρκής πίεση, τόσο στα νοσοκομεία της πρωτεύουσας, όσο και σε εκείνα της Θεσσαλονίκης, όπου η κατάσταση δεν έχει προηγούμενο» όπως λέει, σημειώνοντας ότι «προφανώς υπάρχει συνεχόμενη μετάδοση, παρά το εξελισσόμενο lockdown», με τη διασπορά να εντοπίζεται σε μεγάλους εργασιακούς χώρους, στα μέσα μαζικής μεταφοράς αλλά και μέσα στα σπίτια.
«Νοσηλεύω ολόκληρες οικογένειες στην κλινική, όπως το κάναμε και τον Μάρτιο. Η καραντίνα το έχει αυτό: όταν παίρνεις ανθρώπους που λόγω της προηγούμενης κινητικότητας τους είχαν αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης και τους φέρνεις μέσα στο σπίτι, ενδεχομένως θα μολύνεις και τα υπόλοιπα άτομα σε αυτό», εξηγεί, μιλώντας στην ιστοσελίδα iEidiseis.
Όσον αφορά την εικόνα από την κλινική Covid του Ευαγγελισμού, εξηγεί ότι «η κατάληψη των κλινών διαφέρει πολύ από εφημερία σε εφημερία, καθώς τη μία μέρα η πληρότητα μπορεί να πλησιάσει το 100% και την επόμενη να είναι στο 50-60%, προτού ανέβει ξανά», σημειώνοντας ότι «αυτό δεν σημαίνει ότι «η εφημερία είναι «άνετη», έχω αγωνία αν θα φτιάσουν τα κρεββάτια, τι θα κάνω αν όχι κλπ. – οι Covid-ΜΕΘ είναι γεμάτες στο μη παρέκει».
Παράλληλα, ο κ. Καλομενίδης ασκεί κριτική στην έλλειψη ενημέρωσης πολιτών και ειδικών για την εξέλιξη της πανδημίας και σημειώνει: «δεν γνωρίζω με τι κριτήρια λαμβάνονται τα μέτρα, επομένως δε μπορώ να πω αν πρέπει να βγούμε από το lockdown. Η απόφαση λαμβάνεται με βάση το ποια στοιχεία έχεις και το πώς τα επεξεργάζεσαι, με ποια μεθοδολογία, πράγματα που δε μας τα έχει εξηγήσει κανείς».
Όπως λέει πρόκειται για πολιτικές αποφάσεις, παρά επιστημονικές, που «προσπαθούν να συγκεράσουν τα υπέρ και τα κατά».
«Δε θα πω, λοιπόν, αν πρέπει να βγούμε από την καραντίνα, θα πω, όμως, πως αν μπήκαμε για να προστατέψουμε την επιχειρησιακή ικανότητα του ΕΣΥ, κάτι τέτοιο δεν επετεύχθη. Δε μπορεί κανείς να πει ότι έχουμε εφεδρείες για ν’ «ανοίξουμε» αύριο, για παράδειγμα, χωρίς να μας πειράξει το να δεχτούμε μεγάλο φόρτο ασθενών. Μας πειράζει, γιατί είμαστε στο όριο, ενώ στη Βόρειο Ελλάδα τα όρια έχουν ξεπεραστεί, και οι υγειονομικοί είναι αντιμέτωποι με συνθήκες πολέμου» επισημαίνει.
«Η υπόλοιπη χώρα, και η Αθήνα, δεν βρίσκονται σε «άνετο» σημείο, δεν «αναπνέουμε». Είμαστε σε μία διαρκή προσπάθεια να εξυπηρετούμε τη αυξημένη ανάγκη φροντίδας στους ανθρώπους», προσθέτει, αποδίδοντας την αγωνία του στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης από τους αρμόδιους.
«Φοβάμαι πως το επόμενο διάστημα, ενδεχομένως τον Γενάρη, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος η Αθήνα να γίνει Θεσσαλονίκη», λέει μεταξύ άλλων και προσθέτει: «Την ανησυχία αυτή τη βασίζω στην ανικανότητα της πολιτείας να διαχειριστεί το πρόβλημα», καθώς «ξέρει να κάνει μόνο lockdown».
Σε κάθε περίπτωση, τονίζει, «οι συνθήκες που υπάρχουν τώρα από το υγειονομικό σκέλος το οποίο τροφοδοτεί την πολιτική απόφαση δεν είναι ευοίωνες», ενώ «το κραχ δεν είναι απίθανο πουθενά, όλη η χώρα βρίσκεται σε κίνδυνο».