Καθώς τα περισσότερα εμβόλια κατά του κορωνοϊού θα γίνουν σε δύο δόσεις, οι οποίες θα απέχουν χρονικά μεταξύ τους, ο Ηλίας Μόσιαλος δίνει απαντήσεις για το πότε θα είμαστε εντελώς προστατευμένοι από τον κορωνοϊό μετά τον εμβολιασμό.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του LSE, τα εμβόλια των Moderna και AstraZeneca έχουν μεσοδιάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δόσης του εμβολίου 4 εβδομάδες, ενώ της Pfizer 3 εβδομάδες.
Όσον αφορά στο εμβόλιο της Pfizer, οι δύο δόσεις θα εγχυθούν στο μπράτσο και η δεύτερη δόση θα πρέπει να χορηγηθεί τουλάχιστον 21 ημέρες μετά την πρώτη.
«Για το εμβόλιο της Pfizer, το ανακοινωμένο ποσοστό αποτελεσματικότητας υπολογίστηκε επτά ημέρες μετά τη δεύτερη δόση. Δηλαδή, μετά από 7 ημέρες φαίνεται ότι αναπτύσσονται αντισώματα, αλλά ίσως χρειαστεί να περιμένουμε για περισσότερο από 7 ημέρες, καλύτερα για δύο εβδομάδες, για να είμαστε σίγουροι», σημειώνει ο κ. Μόσιαλος.
Άρα, πρέπει να συνεχίσουμε να προσέχουμε από την έναρξη της πρώτης δόσης για 4-5 εβδομάδες για το εμβόλιο της Pfizer, και για 5-6 εβδομάδες για τα εμβόλια των Moderna και ΑstraΖeneca, μέχρι να υπάρξει πλήρης προστασία από τον κορωνοϊό.
Τέλος, για να πιστοποιήσουμε εάν έχει πετύχει ο εμβολιασμός, θα πρέπει να γίνει εξέταση αντισωμάτων 2-3 εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση.
Δείτε παρακάτω την ανάρτηση του Ηλία Μόσιαλου:
Πόσο καιρό μετά τον εμβολιασμό θα είμαστε προστατευμενοι από τον νέο κορωνοιό;
Τα εμβόλια των Moderna και AstraZeneca…
Posted by Ηλίας Μόσιαλος on Wednesday, 2 December 2020
Πόσο καιρό μετά τον εμβολιασμό θα έιμαστε προστατευμενοι από τον νέο κορωνοιό;
Τα εμβόλια των Moderna και AstraZeneca έχουν μεσοδιάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δόσης του εμβολίου 4 εβδομάδες, ενώ της Pfizer 3 εβδομάδες. Κάποιοι αναρωτιούνται για τις διαφορές στο μεσοδιάστημα και την προστασία μετά την πρώτη δόση.
Ας δούμε τι ξέρουμε για το εμβόλιο της Pfizer.
Ενώ υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν υψηλά επίπεδα βραχυπρόθεσμης προστασίας από την πρώτη δόση του εμβολίου, αυτό που έχει εγκριθεί από τις Bρετανικές αρχές και αναμένεται επίσης να ισχύει στην Ευρώπη είναι το πρόγραμμα των δύο δόσεων. Και οι δύο θα εγχυθούν στον δελτοειδή μυ (στο μπράτσο) και η δεύτερη δόση θα πρέπει να χορηγηθεί τουλάχιστον 21 ημέρες μετά την πρώτη. Για το εμβόλιο της Pfizer, το ανακοινωμένο ποσοστό αποτελεσματικότητας υπολογίστηκε επτά ημέρες μετά τη δεύτερη δόση. Δηλαδή, μετά από 7 ημέρες φαίνεται ότι αναπτύσσονται αντισώματα, αλλά ίσως χρειαστεί να περιμένουμε για περισσότερο από 7 ημέρες, καλύτερα για δύο εβδομάδες, για να είμαστε σίγουροι.
Άρα, συνεχίζουμε να προσέχουμε από την έναρξη της πρώτης δόσης για 4-5 εβδομάδες για το εμβόλιο της Pfizer, και για 5-6 εβδομάδες για τα εμβόλια των Moderna και ΑstraΖeneca. Είναι πιθανό δηλαδή πως θα υπάρχει κάποια προστασία και πριν από αυτό το διάστημα, αλλά αυτός είναι ο χρόνος που θεωρείται πως ενδείκνυται για να ξεκινήσει η πλήρης προστασία.
Θα μάθουμε περισσότερα σχετικά με την έκταση της προστασίας και πόσο διαρκεί καθώς εισέρχονται δεδομένα από τρέχουσες κλινικές δοκιμές.
Με βάση τα δεδομένα από τις κλινικές δοκιμές, η αποτελεσματικότητα των εμβολίων ανέρχεται στο το 94% και το 95% για Moderna and Pfizer αντίστοιχα. Δηλαδή αυτά είναι τα αναμενόμενα ποσοστά προστασίας. Αλλά, είναι πιθανό τα ποσοστά αποτελεσματικότητας να είναι λίγο μικρότερα όταν γίνουν μαζικοί εμβολιασμοί, ίσως για τους πολύ μεγάλους σε ηλικία ή τους ανοσοκατεσταλμένους. Όμως, δεν περιμένουνε να είναι πολύ μικρότερα αυτά τα ποσοστά.
Για να πιστοποιήσουμε εάν έχει πετύχει ο εμβολιασμός, θα πρέπει να γίνει εξέταση αντισωμάτων 2-3 εβδομάδες μετά τη δεύτερη δόση.
Θα πρέπει να γίνουν οι αντίστοιχες προμήθειες και η πολιτεία να προετοιμαστεί ώστε να υπάρχει επάρκεια σε τεστ αντισωμάτων πριν και μετά το τελος του εμβολιασμού ώστε
1. Να τεθούν οι προτεραιοτητες για τις ομαδες που θα εμβολιαστούν στο γενικό πληθυσμό
2. Να επιβεβαιωθούν τόσο η αποτελεσματικότητα αλλά και τα ποσοστά της ειδικής ανοσοαπόκρισης ανα ηλικιακή ομάδα ή ομάδα ασθενών.
Το τελικό στάδιο της διαχείρισης της πανδημίας θα χρειαστεί εξαιρετικό και ακριβή συντονισμό. Θα είναι μια πρόκληση για τις υγειονομικές αρχές αλλά και μια ευκαιρία να κρατήσουν το πρώτο εθνικό ηλεκτρονικό αρχείο της νόσου, όπως θα κάνουν εξάλλου και όλες οι άλλες χώρες.