Στη φάση που βρισκόμαστε και με τις δυσκολίες στην διαχείριση της πανδημικής εξάπλωσης, είναι φανερό ότι στο Μαξίμου κυριαρχεί το γνωστό, «όποιος καεί με το χυλό, φυσάει και το γιαούρτι».
Με δεδομένο ότι και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός παραδέχθηκε στη Βουλή ότι στην αρχή του δεύτερου κύματος της πανδημίας συνέβησαν λάθη, οι αποφάσεις για το τι θα ανοίξει, πώς και πότε, δεν θα είναι εύκολες.
Για την εστίαση φαίνεται ότι τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Ο κλάδος είναι από εκείνους που θεωρούνται επικίνδυνοι για την εξάπλωση του ιού και ειδικά εν μέσω του χειμώνα, όπου κατά βάση λειτουργούν οι κλειστοί χώροι των εστιατορίων, θα είναι τουλάχιστον ριψοκίνδυνο να ανοίξουν. Και επιπλέον, οι επιχειρηματίες του κλάδου έχουν κατανοήσει και έχουν στείλει το μήνυμα, ότι δεν τους συμφέρει η τακτική του «ακορντεόν».
Ένα ζήτημα λεπτό ωστόσο, για το οποίο θα υπάρξουν πολλές σκέψεις και συσκέψεις, είναι το άνοιγμα των δημοτικών σχολείων.
Το θέμα είναι σοβαρό, κυρίως για τις μικρότερες ηλικίες, όπου και η τηλεκπαίδευση παρουσιάζει δυσκολίες, αλλά και ο αποκλεισμός των παιδιών προκαλεί άλλα προβλήματα.
Ήδη είναι φανερό ότι κάποιοι λοιμωξιολόγοι διαφωνούν κάθετα με το άνοιγμα την ερχόμενη εβδομάδα, άλλοι δεν είναι τόσο αρνητικοί, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που προτείνουν το άνοιγμα στα μέσα Ιανουαρίου, «αν και εφόσον».
Οι παράμετροι που θα πρέπει να συνεκτιμηθούν είναι πολλές και οφείλει κανείς να λάβει υπόψη πολλά. Όπως θυμόμαστε, δε, τα δημοτικά σχολεία έκλεισαν όχι επειδή υπήρχε μετάδοση του ιού σε αυτά, αλλά προκειμένου να αποτραπεί η κινητικότητα και ο συγχρωτισμός των γονέων. Υπό αυτό το πρίσμα, τίθεται ένα ερώτημα ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα ξανανοίξουν.
Το μόνο που μπορεί να θεωρείται βέβαιο, είναι ότι η καθημερινή κολοκυθιά στα κανάλια και τα ραδιόφωνα, «πότε θα ανοίξουν», «πώς θα ανοίξουν», «και γιατί να ανοίξουν» ή «γιατί να μην ανοίξουν», είναι μια συζήτηση που δεν βοηθά σε τίποτε. Οι απαντήσεις είναι δεδομένες και δεν μπορεί να είναι διαφορετικές από «θα δούμε τα στοιχεία και θα πράξουμε αναλόγως».
Ως προς τούτο και παρά την όποια κυβερνητική αβελτηρία, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει και κάτι. Ότι σε αυτό το δεύτερο κύμα της πανδημίας, ευθύνες για πολλά έχει και ο Τύπος – κυρίως δε ο ηλεκτρονικός. Οι συζητήσεις που γίνονται και ο τρόπος με τον οποίο γίνονται δεν βοηθά σε τίποτε.
Και δυστυχώς, έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας. Σε αυτή τη φάση, ίσως η κρισιμότερη παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, είναι η ψυχολογική κόπωση των πολιτών. Μόνο αν αυτή αξιολογηθεί με σύνεση και υπευθυνότητα από όλους, θα μπορέσει να υπάρξει μία επιτυχής διαχείριση.