Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα και τους κινδύνους σχετικά με τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν απειλείται, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω κυρίως της μακράς διάρκειας των αποπληρωμών των δόσεων του χρέους, της σύνθεσής του που αποτελείται κατά 81% από δάνεια του επίσημου τομέα, κυρίως όμως λόγω των ευνοϊκών όρων αποπληρωμών στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που έχουν ήδη αποφασιστεί.
Τα παραπάνω τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, από το βήμα του Greek Economic Summit 2020 .
Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας, η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους ορίζεται ως δαπάνες εξυπηρέτησής του που δεν υπερβαίνουν ετησίως το 15% του ΑΕΠ, παράλληλα με την πτωτική πορεία του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους σε μακροπρόθεσμη βάση, είναι αναγκαίο όπως ο συνδυασμός τριών παραμέτρων, δηλαδή του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, του μέσου επιτοκίου δανεισμού του δημοσίου και του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης, να εξασφαλίζει πτωτική πορεία του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πλήρης, έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των κονδυλίων του NGEU θα συμβάλει σε αύξηση του επιπέδου του πραγματικού ΑΕΠ πάνω από 2,0% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2021-2026, και θα οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής και υψηλότερη δυνητική ανάπτυξη για όλη την επόμενη δεκαετία.
Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία της τάξης του 3,5% για την Ελλάδα δεν είναι ουτοπικός, ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των πόρων που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την επόμενη επταετία από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ και το Νέο Μέσο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, NGEU ανέρχονται σε 72 δις ευρώ περίπου.